Η πρόσφατη παρουσίαση από την κινεζική startup DeepSeek του μεγάλου γλωσσικού μοντέλου R1, αναζωπύρωσε τη συζήτηση για το ποια χώρα έχει την πρωτοκαθεδρία στην άτυπη γεωπολιτική κούρσα που εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ και το κατά πόσο αμφισβητείται η παντοδυναμία των αμερικανικών κολοσσών της τεχνολογίας.
Ταυτόχρονα όμως έφερε στην επιφάνεια το ζήτημα του κόστους, της προσβασιμότητας και της διαφάνειας στη δημιουργία και στη λειτουργία των μεγάλων γλωσσικών μοντέλων.
Αυτό συνέβη απλά γιατί το μοντέλο της DeepSeek είναι εξίσου ισχυρό με τους ανταγωνιστές του αλλά δημιουργήθηκε με δραστικά χαμηλότερο κόστος λόγω της χρήσης περιορισμένου αριθμού και λιγότερο προηγμένων τσιπ λόγω των αμερικανικών περιορισμών στις εξαγωγές προηγμένων ημιαγωγών (τσιπ) που χρησιμοποιούνται για την τεχνητή νοημοσύνη αλλά και μόνο 6 εκατομμυρίων δολαρίων σε υπολογιστικούς πόρους, που είναι περίπου 3% έως 5% του κόστους ανάπτυξης των μοντέλων OpenAI.
Πέρα από οικονομικότερο, το μοντέλο αυτό προσφέρει ανοιχτή πρόσβαση στις τεχνικές του λεπτομέρειες καθιστώντας το ελεύθερα προσβάσιμο για «κατέβασμα» και τροποποίηση. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι άλλες εταιρείες μπορούν να χρησιμοποιήσουν την τεχνολογία της DeepSeek για να ενισχύσουν τα δικά τους προϊόντα AI χωρίς ουσιαστικά καμία άδεια, σε αντίθεση με την κυρίαρχη εμπορική πρακτική.
Καθιστώντας τα συστήματά τους διαθέσιμα με άδεια ανοιχτού κώδικα, εγκαινιάζεται μια αισθητά διαφορετική προσέγγιση η οποία αμφισβητεί το κυρίαρχο τεχνολογικό αφήγημα. Ποιο είναι αυτό; Οτι η τεχνητή νοημοσύνη είναι πεδίο δράσης αποκλειστικά και μόνο για πλούσιες εταιρείες και ότι όσο περισσότερο hardware και υψηλής τιμής και τεχνολογίας ημιαγωγούς διαθέτεις τόσο πιο επιτυχημένα είναι τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης που θα δημιουργήσεις.
Σε έναν κόσμο όπου εταιρείες όπως η Meta και η Microsoft αναμένεται να αναφέρουν επενδύσεις για το 2024 ύψους 94 δισ. δολαρίων ενώ ο νεοεκλεγείς αμερικανός πρόεδρος πρόσφατα ανακοίνωσε επενδύσεις ύψους 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τη χρηματοδότηση υποδομών τεχνητής νοημοσύνης (Stargate Project), η εμφάνιση ενός μοντέλου με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά μπορεί να αποτελέσει το σημείο καμπής για την περαιτέρω ανάπτυξη και εκπαίδευση μοντέλων ΑΙ.
Εάν αυτός ο οικονομικός και λειτουργικά «ανοιχτός» τρόπος εκπαίδευσης και ανάπτυξης της ΑΙ επικρατήσει, η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να γίνει κτήμα ακόμα και επιχειρήσεων μεσαίου μεγέθους.
Τι σημαίνει αυτό για την Ευρώπη και την Ελλάδα; Οτι όχι μόνο η τεχνολογική καινοτομία δεν είναι απαραίτητα θέμα μεγέθους (πόρων και δεδομένων) αλλά και ότι πρέπει να επιμείνουμε στη δημιουργία ανθρωποκεντρικών τεχνητής νοημοσύνης που θα αφήσουν τα δικά τους διακριτά αποτυπώματα στο νέο αυτό τοπίο που αναδύεται.
Με άλλα λόγια, το DeepSeek δείχνει πώς η καινοτομία δεν είναι νομοτελειακά και αποκλειστικό προνόμιο των τεχνολογικά εχόντων και κατεχόντων. Γινόμαστε ίσως μάρτυρες μιας οβιδιακής αλλαγής παραδείγματος που ενδέχεται σε βάθος χρόνου να οδηγήσει στον εκδημοκρατισμό και την αποκέντρωση του σύγχρονου τεχνολογικού γίγνεσθαι αλλά και δείχνει τον δρόμο για την κοινωνικοποίηση της επιδραστικότερης τεχνολογίας του καιρού μας.
O δρ Μιχάλης Kρητικός είναι κύριος ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ, επίκουρος καθηγητής σε θέματα Τεχνητής Νοημοσύνης και Ψηφιακής Μετάβασης στη Σχολή Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου των Βρυξελλών.