Για να είμαι ειλικρινής, για σήμερα είχα σκοπό να σας γράψω πώς να είστε η ιδανική θεία ή ο φιλοσοφημένος ξάδελφος στο πασχαλινό τραπέζι, καταλήγοντας με τη γνωστή προτροπή να οδηγήσετε προσεκτικά και με πλήρη νηφαλιότητα στον δρόμο της επιστροφής.

Ωστόσο, δεν με αφήνει να ησυχάσω η ιστορία της 79χρονης που έφυγε από τη ζωή την περασμένη εβδομάδα στο Μενίδι, θύμα του λίγο μεγαλύτερου άνδρα της. Διότι θεωρώ ότι αυτή η υπόθεση κρύβει κάτι παραπάνω από την προσθήκη ενός ακόμη ονόματος στη (μακρά) λίστα με τις γυναικοκτονίες, όσο κι αν αυτή η λέξη ενοχλεί κάποιους – ιδιαίτερα στο υπουργείο Δικαιοσύνης.

Κρύβει την ένταση του φαινομένου στην τρίτη ηλικία, πολλές εκ των οποίων περνούν άλλοτε ατιμώρητες, άλλοτε απαρατήρητες και άλλοτε – που είναι η τραγικότερη, αλλά και πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση – ως «δικαιολογήσιμες».

Ποια ποινή;

Περνούν ατιμώρητες επειδή ποια ποινή ακριβώς να επιβάλεις σε έναν 85χρονο γυναικοκτόνο; Πόσο αστεία θα πρέπει να ακούγεται η λέξη «ισόβια» σε κάποιον που βρίσκεται σε αυτή την περίοδο της ζωής του. Αλλά και σε μικρότερες ηλικίες, ας πούμε στα 60 ή στα 70, ένα-δύο ελαφρυντικά αρκούν ώστε η ουσιαστική «ποινή» για κάποιον να είναι να μένει με τις τύψεις του στο σπίτι όπου ζούσε με τη δολοφονημένη.

Αντίστοιχα, πολλές άλλες περιπτώσεις δολοφονιών περνούν απαρατήρητες, δεν καταγράφονται καν ως τέτοιες! Οπως ανέφερε και μια βρετανίδα ερευνήτρια που ασχολήθηκε με τους φόνους γυναικών άνω των 60 ετών στη χώρα της, «αν βρεθείς νεκρή στη βάση της σκάλας και είσαι 40 χρονών, η αστυνομία πιθανότατα θα αρχίσει να κάνει ερωτήσεις.

Αν είσαι 80 χρονών, οι Αρχές θα φτάσουν πιο εύκολα στο συμπέρασμα “α, την καημένη, μάλλον θα έπεσε”». Οπότε αυτός ο εσωτερικευμένος ηλικιακός ρατσισμός θα αποτρέψει έρευνες της αστυνομίας για πιθανό έγκλημα. Εν τέλει, πάντα θα είναι πιο εύκολο να απαγορεύεις συναυλίες στα Εξάρχεια από το να ερευνάς τα αίτια του θανάτου μιας 75χρονης.

Αλλά πιο ιδιαίτερες είναι οι γυναικοκτονίες που ο θύτης βρίσκει κάποιο είδος συμπάθειας στην κοινή γνώμη. Εδώ ο σύζυγος, ο σύντροφος ή ο γιος λέει το γνωστό ποίημα «τη σκότωσα γιατί δεν άντεχα να τη βλέπω να υποφέρει άλλο». Και συχνά αφορούν περιπτώσεις άνοιας που το θύμα απαιτεί συνεχή φροντίδα. Στην πραγματικότητα, αυτό που λέει αυτή η ατάκα είναι «τη σκότωσα γιατί δεν άντεχα να τη φροντίζω άλλο».

Γιατί ακόμη και σε αυτή την εποχή, της θεσμοθετημένης ισότητας μεν, αλλά και της αθάνατης πατριαρχίας δε, θεωρείται φυσιολογικό οι γυναίκες κατά τη διάρκεια του βίου τους να επιφορτίζονται τους άμισθους ρόλους της τροφού, της συντρόφου, της νοικοκυράς, της νοσοκόμας (και όλα αυτά πέρα από το όποιο επάγγελμα ασκούν), αλλά όταν βρεθούν οι ίδιες σε ανάγκη, μεταμορφώνονται σε ένα ανυπόφορο βάρος. Τόσο ανυπόφορο που μπορεί να κάνει έναν κατά τα άλλα νομοταγή άνθρωπο να φτάσει μέχρι τον φόνο. Αρκεί να πείσει τον εαυτό του ότι η δική του απαλλαγή από τη φροντίδα μιας κάποτε αγαπημένης του γυναίκας – που πιθανότατα του πρόσφερε τη φροντίδα της επί σειρά ετών – είναι ανθρωπιστική πράξη.

Τον νου μας

Φαντάζομαι ότι προληπτικές λύσεις (μέχρι ενός σημείου) θα έδιναν συμβουλευτικές υπηρεσίες πρόνοιας και ειδικά κέντρα για ηλικιωμένες γυναίκες που αισθάνονται ότι απειλούνται, καθώς ίσως και καμπάνιες κατά του ηλικιακού ρατσισμού και υπέρ του σεβασμού της ανθρώπινης ζωής χωρίς αστερίσκους. Αλλά επειδή ζούμε στη χώρα της ατομικής ευθύνης, καλό είναι να έχουμε και εμείς τον νου μας στο περιβάλλον μας και στους πλησίον μας.

Διότι τη στιγμή που εμείς θα γιορτάζουμε την Ανάσταση ενός αιωνίως 33χρονου, στη διπλανή πολυκατοικία μια προσωρινώς 75χρονη μπορεί να «γλιστράει» από το μπαλκόνι της…