Στις 9 το πρωί καθημερινά, χωρίς καθυστέρηση λεπτού, ο Χένρικ Ιψεν καθόταν στο γραφείο του για να γράψει. Μπροστά του, έβλεπε την οδό Ντραμενσβάιεν και τα ανάκτορα της Κριστιάνια, του σημερινού Οσλο. Πίσω από την πλάτη του είχε κρεμασμένο το πορτρέτο του μεγάλου ανταγωνιστή του, Αυγούστου Στρίντμπεργκ, να τον κρατά συνεχώς σε εγρήγορση κάτω από το άγρυπνο και δαιμονικό του σχεδόν βλέμμα. Βρισκόμαστε στα 1895 και ο 67χρονος Ιψεν έχει επιστρέψει στη Νορβηγία μετά από δεκαετίες παραμονής στο εξωτερικό. Το σπίτι είναι νεόκτιστο, με τα τελευταία κομφόρ της εποχής: από ειδική μόνωση για να προστατεύεται απ’ το κρύο η αρθριτική γυναίκα του, μέχρι σύστημα ηλεκτρικής ενδοεπικοινωνίας που έδειχνε, σε έναν πίνακα στην κουζίνα, πού ακριβώς βρισκόταν ο καλών μέσα στο σπίτι.
Ο Ιψεν δεν ήταν πάντα τόσο ευκατάστατος. Μετά τη χρεοκοπία του πατέρα του έζησε μες στην ένδεια, παρόλο που ήταν κατά καιρούς ο επίσημος συγγραφέας του Νορβηγικού Θεάτρου στο Μπέργκεν και στο Οσλο. Τον δρόμο του (και την αναγνώριση) τα βρήκε μόνο όταν έφυγε από την πατρίδα του, στα 38 του χρόνια, κι άρχισε να γράφει τα έργα που τον διατηρούν ακόμα ως τον δεύτερο πιο δημοφιλή θεατρικό συγγραφέα στη Δύση μετά τον Σαίξπηρ.
Στις 11.30, μετά από δυόμισι ώρες συγγραφής, χωρίς καθυστέρηση λεπτού, ο Ιψεν έβγαινε για τη μεσημεριανή του βόλτα. Κατέληγε πάντα στο καφέ Γκραντ, το πιο ζωντανό σημείο συνάντησης της Κριστιάνια, όπου μαζεύονταν πολιτικοί, συγγραφείς και φοιτητές κι όπου τον είδε, μια μέρα του 1899, ο Παντελής Χορν – νεαρός αξιωματικός του ελληνικού ναυτικού τότε, σε περιοδεία με το καταδρομικό Μιαούλης – να κάθεται και να πίνει την μπίρα του, και να διαβάζει τις εφημερίδες χωρίς να τον ενοχλεί ψυχή.
Η μπίρα ήταν γερμανική – τίποτα το ιδιαίτερο, εξηγεί ο ξεναγός του μουσείου Ιψεν στο Οσλο – αλλά το καφέ την έκανε ειδική εισαγωγή μόνο για τον συγγραφέα. Οι εφημερίδες ήταν κι αυτές γερμανικές (και ιταλικές). Ο Ιψεν δεν διάβαζε βιβλία, πλην των έργων του άσπονδου εχθρού του· ξεκοκάλιζε όμως στις εφημερίδες τις αγγελίες και τα κοινωνικά για να βρει συγγραφικά θέματα.
Τη βιβλιοθήκη στο σπίτι του – στο οποίο γύριζε μετά την μπίρα για να ξαναγράψει για άλλες δυόμισι ώρες, χωρίς καθυστέρηση λεπτού – τη διατηρούσε και τη χαιρόταν η σύζυγός του Σουζάνα, που βρέθηκε νεκρή σε μια πολυθρόνα της, μ’ ένα χαμόγελο κι ένα βιβλίο στο χέρι, τον Απρίλιο του 1914.
Οκτώ χρόνια πιο πριν, δύο δωμάτια παραδίπλα, θα άφηνε την τελευταία του πνοή και ο σύζυγός της, παρουσία της ιδίας και του γιου τους, μελλοντικού πρωθυπουργού της Νορβηγίας.
Μεγάλη διαδρομή η ζωή του Ιψεν, από τη χρεοκοπία της οικογένειας και την πρώιμη αποτυχημένη του θεατρική πορεία, μέχρι την καταξίωσή του σε όλη την Ευρώπη: αναπάντεχες στροφές της τύχης, μια πατρίδα που αρνούνταν πεισματικά να αναγνωρίσει την αξία του μέχρι σχεδόν το τέλος κι ένα πάνθεον πρωταγωνιστών στα έργα του – επαναστατών, ιδεαλιστών – που έτρωγαν συγγραφικές τρικλοποδιές από τον ίδιο τον εμπνευστή τους για την ευθυνοφοβία και την αλαζονεία τους.
Μπορεί στο τέλος της ζωής του ο Ιψεν να λειτουργούσε σαν τον Καντ – χωρίς καθυστέρηση λεπτού – αλλά, αντιθέτως με εκείνον, αναγνώριζε κι αποτύπωνε χειρουργικά την ανθρώπινη πάλη ανάμεσα στο Δίκαιο και το Καλό.
Κάπως έτσι, με ειρωνεία και γλυκόπικρη γνώση της τραγικότητας, αντιμετώπισε και το τέλος. Οταν στις 22 Μαΐου του 1906 η νοσοκόμα που πρόσεχε τον κατάκοιτο κι αμίλητο – μετά από πολλά εγκεφαλικά – συγγραφέα δήλωσε πως «ο κ. Ιψεν δείχνει πολύ καλύτερα σήμερα!», εκείνος άνοιξε τα μάτια του, ανασηκώθηκε απότομα από το μαξιλάρι του και είπε: «Το αντίθετο!». Λιποθύμησε κι έφυγε από τη ζωή μερικές ώρες αργότερα.
*Η κυρία Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη είναι ποιήτρια και μεταφράστρια.



