Η πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα είναι, χωρίς αμφιβολία, γεμάτη κρίσεις και απογοητεύσεις. Η Ελλάδα παρότι εισήλθε με τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις στον νέο αιώνα δεν κατάφερε να αξιοποιήσει ούτε να κεφαλαιοποιήσει τα προηγούμενα επιτεύγματά της.
Επαναπαύθηκε στην ασφαλή αγκαλιά της ευρωζώνης, απήλαυσε τα όποια αγαθά πήγαζαν από τη νομισματική σταθερότητα του ευρώ, αλλά αγνόησε επιδεικτικά τις υποχρεώσεις που αντιστοιχούσαν σε αυτήν. Και αυτή η ασυνέπεια και έλλειψη προνοητικότητας εμφανίζεται σχεδόν από την έναρξη της περιόδου συμμετοχής μας στο κλαμπ του ευρώ.
Οι πρώτες απόπειρες ανάληψης ευθύνης για το μέλλον δεν έτυχαν της δέουσας υποστήριξης από τις πολιτικές δυνάμεις και απορρίφθηκαν στους δρόμους, σε μια επίδειξη απρονοησίας και αμεριμνησίας από όλους.
Το 2001, στον καιρό της «φούσκας» και της ευφορίας που γεννούσε η προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων, η ασφαλιστική μεταρρύθμιση Γιαννίτση πετάχθηκε στην κυριολεξία στον κάλαθο των αχρήστων, παρότι ήταν εμφανείς από τότε οι τάσεις δημογραφικής γήρανσης και υπερτροφίας των συνταξιοδοτικών δαπανών. Η τότε κυβέρνηση Σημίτη πιεζόμενη πανταχόθεν δεν μπόρεσε να την υπερασπίσει και την εγκατέλειψε.
Οι επελθόντες το 2004 νεοδημοκράτες, παρότι είχαν εκλεγεί με τη σημαία της δημοσιονομικής εξυγίανσης, επέλεξαν να πολιτευτούν αμέριμνοι και αστόχαστοι, χωρίς την παραμικρή πρόνοια για τον έλεγχο των δημοσίων οικονομικών. Πέντε χρόνια αργότερα και αφού είχε προηγηθεί η μεγάλη διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση άφησαν τη χώρα ανοχύρωτη, εκτεθειμένη και ευάλωτη.
Ο Κώστας Καραμανλής παρέδωσε σχεδόν ανακουφισμένος την εξουσία, γνωρίζοντας τα επερχόμενα. Ο Γιώργος Παπανδρέου που τον διαδέχθηκε, απαράσκευος όπως ήταν, δεν μπόρεσε να χειριστεί την κρίση χρέους, δεν είχε τις δυνάμεις, ούτε την κατανόηση του βάρους των συνθηκών που είχε επωμιστεί. Κατέρρευσε το φθινόπωρο του 2011 ακριβώς υπό το βάρος των συνεπειών της επελθούσας, αλλά μηδέποτε επισήμως ομολογηθείσας, χρεοκοπίας.
Ο Λουκάς Παπαδήμος που τον διαδέχθηκε κατάφερε στην ολιγόμηνη θητεία του να διαμορφώσει το εύρος των θυσιών και των προσπαθειών του ελληνικού λαού στην πολυετή πορεία εξόδου από την κρίση.
Ο Αντώνης Σαμαράς, νέος ηγέτης τότε της Νέας Δημοκρατίας, που το προηγούμενο διάστημα είχε επιδοθεί σε παραστάσεις αμφισβήτησης των μέτρων στο Ζάππειο Μέγαρο, αδημονούσε να αναλάβει την ηγεσία της χώρας.
Ο Παπαδήμος πιεζόμενος αφόρητα παρέδωσε την εξουσία την άνοιξη του 2012 και ο Αντώνης Σαμαράς την κέρδισε αμφισβητούμενος, έπειτα από δύο οδυνηρές για το κόμμα του εκλογικές αναμετρήσεις. Προσαρμόστηκε στη συνέχεια στις απαιτήσεις των δανειστών, αλλά το έργο δεν ολοκληρώθηκε, γιατί απλούστατα ένιωθε την ανάσα του επερχόμενου Αλέξη Τσίπρα.
Κάπως έτσι, με πολλές εκκρεμότητες ακόμη, φθάσαμε στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, τις οποίες κέρδισε ο γεμάτος αυταπάτες και ψευδαισθήσεις ΣΥΡΙΖΑ. Πέρασαν σχεδόν έξι μήνες αγώνων άγονων για να οδηγηθούμε το καλοκαίρι του 2015 στο περιβόητο δημοψήφισμα και από εκεί στην εξοντωτική διαπραγμάτευση και στο τρίτο μνημόνιο, με όσα το συνόδευαν. Εκτοτε και επί πέντε χρόνια ο Αλέξης Τσίπρας εφήρμοσε πιστά τα συμπεφωνημένα με εταίρους και δανειστές και το 2019 παρέδωσε εξαντλημένος τη χώρα απαλλαγμένη από τα μεγάλα βάρη της κρίσης στον πολλά υποσχόμενο Κυριάκο Μητσοτάκη.
Εξι και πλέον χρόνια μετά, οι μεγάλες προσδοκίες που τον συνόδευαν έχουν υποχωρήσει, οι επιδόσεις της διακυβέρνησής του δεν πείθουν τους πολίτες και ο κύκλος του είναι πνιγμένος στα σκάνδαλα και την ανυποληψία.
Η παραπάνω συνοπτική περιγραφή του πρώτου τετάρτου του 21ου αιώνα αποδίδει το πολιτικό πρόβλημα του 2025. Ολα τα κόμματα και τα πρόσωπα που κυβέρνησαν τη χώρα φέρουν εν πολλοίς το στίγμα της αναξιοπιστίας, από την οποία πηγάζει η εμφανής πια, διά γυμνού οφθαλμού, κρίση εμπιστοσύνης. Χωρίς την υπέρβαση της οποίας η χώρα θα διολισθήσει σε πολιτική κρίση διαρκείας, με ό,τι αυτή συνεπάγεται…





