Τελικά, οι προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών για τη δημαρχία της Νέας Υόρκης δεν είχαν το οριακό αποτέλεσμα που αναμενόταν, αλλά ήταν παρ’ όλα αυτά συναρπαστικές, καθώς αποτέλεσαν ένα ξεκάθαρο δημοψήφισμα για το μέλλον του Δημοκρατικού Κόμματος.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο προοδευτικός υποψήφιος Ζόραν Μαμντάνι κατατρόπωσε τον Αντριου Κουόμο, τον συντηρητικό Δημοκρατικό που μέχρι πριν από έναν μήνα θεωρούνταν φαβορί. Πολλά θα γραφούν για αυτή την αναμέτρηση τις επόμενες μέρες – και πιθανόν χρόνια – αλλά παρακάτω είναι μερικές πρώτες σκέψεις:
Ο Μαμντάνι πέτυχε μια αποφασιστική νίκη. Οι δημοτικές εκλογές στη Νέα Υόρκη τον Νοέμβριο μπορεί να αποδειχθούν οι πιο ενδιαφέρουσες της μετα-Μπλούμπεργκ εποχής, αλλά είναι εξαιρετικά πιθανό ότι ο Μαμντάνι θα τις κερδίσει. Η κεντρώα και συντηρητική ψήφος θα διασπαστεί μεταξύ του Κουόμο και του νυν δημάρχου Ερικ Ανταμς, του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου Κέρτις Σλίουα και του Τζιμ Γουόλντεν.
Ο Μαμντάνι διεξήγαγε μια ιστορικά επιτυχημένη εκστρατεία. Η τοπική του οργάνωση ήταν εξαιρετική – ίσως η καλύτερη που θυμάμαι σε εκστρατεία αυτής της κλίμακας. Οι εθελοντές του βρίσκονταν παντού, βαθιά αφοσιωμένοι και ικανοί να συνομιλούν με τους ψηφοφόρους εύστοχα και ουσιαστικά. Ο ίδιος ήταν ακούραστος, εξαιρετικά χαρισματικός και αποτελεσματικός στα κοινωνικά δίκτυα.
Χωρίς να αφαιρούμε τα εύσημα από την ομάδα του Μαμντάνι, πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε ότι ο Κουόμο διεξήγαγε μια πολύ κακή καμπάνια.
Ισως αυτό να ακούγεται σκληρό, αλλά στην πραγματικότητα δεν έκανε σχεδόν καμία εκστρατεία. Η στρατηγική του βασίστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου σε διαδικτυακές και τηλεοπτικές διαφημίσεις και στο ταχυδρομείο – κυρίως μέσω της άτυπης «Fix the City» επιτροπής υποστήριξής του.
Ο ίδιος σχεδόν δεν εμφανίστηκε στα ΜΜΕ, δεν διέθετε οργανωμένη βάση και σπάνια αλληλεπιδρούσε με τους ψηφοφόρους έξω από τον στενό του κύκλο. Η εργαλειοποίηση του αντισημιτισμού θύμισε Τραμπ, και η έλλειψη λεπτότητας είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί η σοβαρότητα του ζητήματος. Δεν κατέβαλε καμία προσπάθεια να απαντήσει σε μια σειρά από ζητήματα που τελικά του κόστισαν την αναμέτρηση. Μέχρι τα μέσα Ιουνίου, περίμενα να ξεκινήσει σοβαρά την εκστρατεία του – αλλά αυτό δεν συνέβη ποτέ.
Ηταν προφανές προς το τέλος της εκστρατείας ότι η συντηρητική πτέρυγα του Δημοκρατικού κατεστημένου πανικοβλήθηκε από την πιθανότητα νίκης του Μαμντάνι και αναζήτησε καταφύγιο στον Κουόμο. Το αποκορύφωμα αυτής της στρατηγικής ήταν την Κυριακή πριν από τις εκλογές, όταν ο Μπιλ Κλίντον εμφανίστηκε να κάνει εκστρατεία στο πλάι του.
Ο Κουόμο είχε υπηρετήσει ως υπουργός Στέγασης του Κλίντον τη δεκαετία του ’90. Δεν ήμουν ο μόνος που είδε την ειρωνεία (και την αφέλεια) στο να διεξάγει εκστρατεία ο Κουόμο – ένας υποψήφιος που κατηγορήθηκε αξιόπιστα για σεξουαλική παρενόχληση – δίπλα στον ίδιο τον Μπιλ Κλίντον.
Πολλοί περίμεναν στην ουρά για να «κλωτσήσουν» πολιτικά τον Cuomo ενώ έπεφτε. Δεν είναι σαφές ποιος έκανε την πρώτη κίνηση, αλλά όταν έπαψε να θεωρείται αναπόφευκτος, η πολιτική εγκατάλειψή του ήταν εντυπωσιακή. Αποδεικνύεται ότι δεκαετίες εκφοβισμού, φαυλότητας και αλαζονείας δεν αποτελούν πάντα βιώσιμη στρατηγική. Πρόκειται για ένα ταιριαστό τέλος για κάποιον που πρωτοεμφανίστηκε με συνθήματα όπως «Ψηφίστε Κουόμο, όχι τον ομοφυλόφιλο» το 1977.
Ενα σημαντικό δίδαγμα από την εκστρατεία Μαμντάνι είναι ότι το κλειδί για την κινητοποίηση της βάσης της αριστερής πτέρυγας του Δημοκρατικού Κόμματος είναι να είναι κάποιος ο πιο ηχηρά αντι-ισραηλινός υποψήφιος της αναμέτρησης.
Ο Μαμντάνι δεν θα είχε ξεπεράσει και τελικά υποσκελίσει τους υπόλοιπους (εκτός από τον Κουόμο) υποψηφίους αν δεν ήταν ηγετική μορφή του κινήματος Free Gaza. Εκεί συγκεντρώνεται σήμερα η ενέργεια της ριζοσπαστικής Αριστεράς τόσο στη Νέα Υόρκη όσο και σε εθνικό επίπεδο. Το διεφθαρμένο, ακραίο, βάναυσο, παράλογο και δολοφονικό καθεστώς του Ισραήλ διευκολύνει αυτή τη μετατόπιση.
Από το 2005 και την ήττα του Φερνάντο Φέρερ από τον Μάικλ Μπλούμπεργκ, δεν έχει υπάρξει σοβαρός υποψήφιος λατινοαμερικανικής καταγωγής για τη δημαρχία της Νέας Υόρκης. Ξεκινώντας από την καμπάνια του Χέρμαν Μπαντίγιο το 1977, πολλοί πίστευαν ότι ήταν θέμα χρόνου έως ότου η Νέα Υόρκη εκλέξει λατίνο δήμαρχο.
Ωστόσο, πέραν του Φέρερ, κανένας άλλος υποψήφιος λατινοαμερικανικής καταγωγής δεν έχει πλησιάσει την κορυφή αυτόν τον αιώνα. Αυτό αντανακλά τόσο τις μεταβολές στη δημογραφία της πόλης όσο και το γεγονός ότι η πολιτική στη Νέα Υόρκη δεν είναι πια τόσο φυλετικά ή εθνοτικά οριοθετημένη όσο ήταν πριν από μία ή δύο γενιές.
Υποστήριξα τον Μπραντ Λάντερ σε αυτές τις εκλογές και πιστεύω ότι θα ήταν ένας εξαιρετικός δήμαρχος, όμως η καμπάνια του ήταν ακατανόητη. Τη στιγμή που αποκτούσε δυναμική χάρη σε μια πολύ καλή εμφάνιση σε debate και μια σχεδόν στήριξη από τους «New York Times», ενώ παρέμενε τρίτος στις δημοσκοπήσεις, ο Λάντερ ανακοίνωσε ότι υποστήριζε τον Μαμντάνι.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι, από τη στιγμή της ανακοίνωσης, ο Λάντερ άρχισε να εκλαμβάνεται ουσιαστικά ως ο «υπαρχηγός» του Μαμντάνι. Είναι σαφές ότι στόχος του ήταν να εμποδίσει τον Κουόμο, αλλά αυτή η κίνηση ουσιαστικά έθεσε τέλος στην καμπάνια του.
Η πιο σοβαρή συνέπεια της στήριξης του Μαμντάνι από τον Λάντερ ήταν ότι θωράκισε τον πρώτο απέναντι στις κατηγορίες για αντισημιτισμό και ενίσχυσε το δημόσιο αφήγημα ότι τα προβλήματα γύρω από τις θέσεις του στα εβραϊκά ζητήματα αποτελούν «δεξιό κατασκεύασμα».
Ο αντισημιτισμός είναι περίπλοκο φαινόμενο και σπάνια συζητείται με σοβαρότητα στα μέσα – ειδικά κατά την προεκλογική περίοδο –, όμως είναι πραγματικός και εντεινόμενος.
Ο Μαμντάνι δεν περιφέρεται ψιθυρίζοντας θεωρίες περί «βρώμικων Εβραίων» ή παγκόσμιων εβραϊκών συνωμοσιών· ωστόσο, δεν είναι παράλογο κάποιοι Εβραίοι ψηφοφόροι να ανησυχούν για τη δεσπόζουσα θέση των αντι-ισραηλινών του απόψεων, τη συστηματική του αδυναμία να αναγνωρίσει αντισημιτισμό στο κίνημα με το οποίο συντάσσεται, την υπεράσπιση φράσεων όπως «Globalize the Intifada» ή την άρνησή του να συνυπογράψει νομοσχέδιο για την αναγνώριση της Ημέρας Μνήμης του Ολοκαυτώματος και άλλα σημεία της πολιτικής του ιστορίας.
Πλέον, κάθε φορά που θίγονται αυτά τα ζητήματα, ειδικά εκτός Νέας Υόρκης, η απάντηση θα είναι: «ναι, αλλά ο Μπραντ Λάντερ…». Εχω φίλους εβραϊκής καταγωγής που κινούνται στη ριζοσπαστική Αριστερά από πριν καν γεννηθεί ο Μαμντάνι και δεν μπόρεσαν να τον ψηφίσουν. Το να απορρίπτεται η ανησυχία τους ως προϊόν χειραγώγησης από την Ακροδεξιά είναι παράλογο και προσβλητικό· ο Λάντερ – άθελά του ή μη – το έκανε λίγο πιο εύκολο.
Ο κ.Lincoln Mitchell διδάσκει στη Σχολή Διεθνών Σχέσεων και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Columbia. Είναι μακροχρόνιος παρατηρητής της πολιτικής ζωής της Νέας Υόρκης και του Σαν Φρανσίσκο και έχει διατελέσει σύμβουλος και στρατηγικός συνεργάτης σε πολλές εκστρατείες σε αμφότερες τις πόλεις. Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε αρχικά στο Substack.



