Η ζωή ήταν ωραία στον μικρόκοσμο των Ρεπουμπλικανών το 2012. Οι Δημοκρατικοί βρίσκονταν σε θέση άμυνας, είχαν απολέσει με πάταγο την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων το 2010, πλήθος υποτίθεται ισχυρών υποψηφίων για το χρίσμα έκαναν ουρά για τις προκριματικές εκλογές και η εποχή του μισητού Μπαράκ Χουσεΐν Ομπάμα θα λάμβανε σύντομα τέλος. Βέβαια, στην πορεία η ισχυρή ομάδα εζυγίσθη και ευρέθη ελλιπής, το κομματικό ακροατήριο επέλεξε τον σίγουρο αλλά άχρωμο Μιτ Ρόμνεϊ, το ρεύμα της αμερικανικής κοινωνίας βρισκόταν σε πολύ διαφορετική συχνότητα και ο Ομπάμα επανεξελέγη πανηγυρικά με 5 εκατομμύρια ψήφους διαφορά. Fast forward οκτώ χρόνια αργότερα, για να αντικρίσουμε μια παρόμοια, αν και αντεστραμμένη εικόνα. Εχοντας κερδίσει άνετα την πλειοψηφία στη Βουλή το 2018 και έχοντας κατεβάσει κάπου 20 υποψηφίους πρόθυμους να αναμετρηθούν με τον απεχθή (και παρ’ ολίγον καθαιρεθέντα) Ντόναλντ Τραμπ, οι Δημοκρατικοί μπαίνουν στην τελική ευθεία των δικών τους προκριματικών έτοιμοι να πάρουν τη ρεβάνς της πικρής ήττας του 2016. Μόνο που στο μεταξύ το βαρύ πυροβολικό τους έχει αρχίσει να σκουριάζει: ο Μπέρνι Σάντερς προηγείται, αλλά είναι το ξαναζεσταμένο φαγητό της προηγούμενης σεζόν, η Ελίζαμπεθ Γουόρεν ακούγεται πιο αριστερή και από τον Σάντερς, ο Τζο Μπάιντεν ξεκίνησε ως λαγός και τώρα πάει σαν χελώνα, ο Πιτ Μπούτιτζατζ συγκινεί μόνο την Αϊοβα και το Νιου Χάμσιρ. Εξ ου και σε πρόσφατη δημοσκόπηση το 19% των Δημοκρατικών στράφηκε σε έναν αερόλιθο: στον 78χρονο πάμπλουτο πρώην δήμαρχο της Νέας Υόρκης Μάικλ Μπλούμπεργκ, ο οποίος προτίθεται να θέσει τον πακτωλό του στην υπηρεσία της εκδίωξης του Ντόναλντ και της ανάρρησης του εαυτού του στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών.

Από δήμαρχος πλανητάρχης

Ο πλουσιότερος άνθρωπος που έθεσε ποτέ υποψηφιότητα για το προεδρικό αξίωμα, κάτοχος περιουσίας ύψους 61 δισ. δολαρίων, 12oς αυτή τη στιγμή στη σχετική λίστα του «Forbes», γεννήθηκε στη Βοστώνη στις 14 Φεβρουαρίου 1942. Ραδιοερασιτέχνης και γνώστης του κώδικα Μορς σε νεαρή ηλικία, σπούδασε Ηλεκτρολογία στο φημισμένο Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Harvard Business School, είχε ένα σύντομο πέρασμα από τη Γουόλ Στριτ και χάρη στην αμοιβή του από τη Salomon Brothers μπόρεσε να στήσει το 1981 τη δική του εταιρεία. H Innovative Market Systems (αργότερα Bloomberg LP) παρήγαγε ένα ολοκληρωμένο υπολογιστικό σύστημα παροχής οικονομικών αναλυτικών δεδομένων και πληροφοριών για την αγορά σε πραγματικό χρόνο – τα εργαλεία γνωστά ως «Bloomberg Terminals», μπροστά στις οθόνες των οποίων βλέπουμε να αγωνιούν οι ήρωες κάθε σύγχρονης χρηματοοικονομικής σειράς. Το 2015 κάπου 325.000 συνδρομητές παγκοσμίως πλήρωναν περίπου 24.000 δολάρια τον χρόνο έκαστος για να διατηρούν τέτοιες συσκευές στα γραφεία τους. Αυτοί ουσιαστικά χρηματοδότησαν την επέκταση του ιδιοκτήτη τους στα μέσα ενημέρωσης (Bloomberg News, Bloomberg Radio, Bloomberg Businessweek), αυτοί διευκόλυναν την ανάμειξή του στην πολιτική. Με διαχρονικά διαπιστευτήρια Δημοκρατικού, ο Μπλούμπεργκ είδε ότι ο άνεμος της Νέας Υόρκης φυσούσε συντηρητικότερα και όταν το 2001 έβαλε στόχο τη δημαρχία της φρόντισε να συνταχθεί με τους Ρεπουμπλικανούς. Εξελέγη δύο μήνες μετά την 11η Σεπτεμβρίου έχοντας ξοδέψει 73 εκατ. δολάρια, ποσό-ρεκόρ, το οποίο θα κατέρριπτε στην επανεκλογή του το 2005 δαπανώντας άλλα 78 εκατ. δολάρια. Υποστηρίζοντας ότι η πόλη χρειαζόταν τις ηγετικές του ικανότητες σε περίοδο κρίσης, ζήτησε και πέτυχε την τροποποίηση του άρθρου που περιόριζε σε δύο τις θητείες στο δημαρχιακό αξίωμα και κέρδισε ως ανεξάρτητος για τρίτη φορά το 2009.

Στις νίκες αυτές στηρίζονται και τα σημερινά του επιχειρήματα για τη διεκδίκηση της προεδρίας. Γράφοντας στο «Vox» στις 18 Φεβρουαρίου, η Εμιλι Στιούαρτ επισήμαινε ότι ο Μπλούμπεργκ «υπήρξε επί 12 χρόνια επικεφαλής μιας πόλης με περισσότερους κατοίκους από 38 Πολιτείες, διαχειριζόταν στο τέλος της θητείας του έναν προϋπολογισμό σχεδόν 70 δισ. δολαρίων, μεγαλύτερο από εκείνον περισσότερων από 40 Πολιτείες και μια οικονομία με το μέγεθος της Νότιας Κορέας». Στη διάρκεια της δημαρχίας του το προσδόκιμο ζωής των Νεοϋορκέζων αυξήθηκε κατά τρία χρόνια, εφαρμόστηκαν προχωρημένα αντικαπνιστικά μέτρα και ελήφθησαν πρωτοβουλίες για την προστασία του περιβάλλοντος. Σε μια εποχή που τη διαφορά κάνουν οι εντυπώσεις και ο θόρυβος, ο CEO της Bloomberg LP δίνει έμφαση στα στοιχεία, στα δεδομένα και στον ρεαλισμό αντί των κοινωνικών μέσων, του spin και της ρητορείας. Και επιπλέον μπορεί να κερδίσει τον Ντόναλντ Τραμπ στο γήπεδό του: είναι ο πραγματικός αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας που έφτασε από το μηδέν στο άπειρο.

Αυτή βέβαια είναι η ιδανική εικόνα, φωτισμένη, εξιδανικευμένη, χωρίς τις ρωγμές της. Παραδόξως, οι τελευταίες δεν αφορούν τον πλούτο. Παρά το ότι ο Μπλούμπεργκ διαθέτει έναν στόλο αεροπλάνων και ελικοπτέρων, 14 σπίτια σε διάφορα μέρη του κόσμου (μεταξύ των οποίων μια έπαυλη αξίας 20 εκατ. δολαρίων στα Χάμπτονς) και η βραβευμένη με το αρχιτεκτονικό βραβείο Sterling έδρα της εταιρείας του στο Λονδίνο κόστισε 1,3 δισ. δολάρια δεν επικρίνεται ως πλουτοκράτης. Αρκέστηκε στο συμβολικό ποσό του 1 δολαρίου ετησίως ως αποζημίωση για κάθε χρόνο δημαρχίας. Eως σήμερα έχει διαθέσει περίπου 8 δισ. δολάρια σε φιλανθρωπικούς σκοπούς, 3,3 δισ. από τα οποία στο Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς όπου φοίτησε. Οπως και ο Μπιλ Γκέιτς και ο Γουόρεν Μπάφετ, έχει δεσμευθεί να κατευθύνει τη μισή του περιουσία σε φιλανθρωπίες. Παράλληλα, έχει χρηματοδοτήσει γενναία κινήσεις για τον έλεγχο της πώλησης όπλων στις Ηνωμένες Πολιτείες και δραστηριοποιήθηκε ήδη από το 2010 στην πρωτοβουλία C40 Cities, το περιβαλλοντικό δίκτυο των 40 μεγαλύτερων πόλεων του κόσμου για τον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Ο πολιτικός του βίος δεν είναι ύποπτος. Ολοι γνωρίζουν ότι διακρίνεται από μετριοπάθεια, αν και η σκληρή στάση που υιοθέτησε ως προς τις πρακτικές των δυνάμεων ασφαλείας στη Νέα Υόρκη κατακρίθηκε για ενδοτισμό στα φυλετικά στερεότυπα. Ο ιδιωτικός του βίος δεν είναι επιλήψιμος. Εχει να επιδείξει 18 χρόνια γάμου με την πρώτη του σύζυγο, Σούζαν Μπράουν, με την οποία έχει δύο κόρες, τη 40χρονη Εμμα και την 37χρονη Τζορτζίνα, και 20 χρόνια συμβίωσης με τη νυν σύντροφό του, Νταϊάνα Τέιλορ. Ως όραμα δεν μοιάζει να προσφέρει κάτι ιδιαίτερο – αλλά ποιος ακριβώς θα ήθελε κάτι ιδιαίτερο έπειτα από μία τετραετία tweet του Ντόναλντ Τραμπ;

Μισογυνισμός και μιθριδατισμός

Η αχίλλειος πτέρνα του Μάικλ Μπλούμπεργκ βρίσκεται αλλού – όχι σε όσα πράττει, αλλά σε όσα λέει κατά καιρούς για τις γυναίκες. Ρήσεις όπως «σε κάθε πόλη έχω και μια κοπέλα» ή «είμαι μόνος, στρέιτ και εκατομμυριούχος στο Μανχάταν, είναι σκέτη ονείρωξη» αποτελούν νεανικές κουβέντες ή καυχησιές ενός μεσηλίκου. Ουκ ολίγες μηνύσεις έχουν κατατεθεί όμως για διακρίσεις σε βάρος γυναικών στις επιχειρήσεις του. Πολλές είναι εκείνες που αναφέρονται σε προσβλητικές ή υβριστικές εκφράσεις εκ μέρους του. Σύμφωνα με άρθρο της «Washington Post» που δημοσιεύθηκε στις 15 Φεβρουαρίου, μια υπάλληλος του τμήματος πωλήσεων τον κατηγορεί ότι, όταν έμαθε πως δυσκολευόταν να βρει νταντά για το μωρό της, της έβαλε τις φωνές ενώπιον πλήθους παρισταμένων: «Είναι ένα γ… μωρό. Δεν σε αναγνωρίζει. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να βρεις μια μαύρη, δεν χρειάζεται καν να μιλάει αγγλικά, για να το σώσει αν ξεσπάσει πυρκαγιά». Κάποτε αστειευόταν για τα μηχανήματά του ισχυριζόμενος ότι «κάνουν τα πάντα, στοματικού έρωτα συμπεριλαμβανομένου, οπότε, κορίτσια, θα βγάλουν πολλές από εσάς στην ανεργία». Το σχόλιό του για τις ωραίες γυναίκες που έβλεπε ήταν «το πήδαγα αυτό άμεσα».

Ο σεξισμός, απροκάλυπτος ή μη, δεν συνιστά εκλογικό κώλυμα, όπως έχει ήδη αποδειχθεί με τον νυν πρόεδρο των ΗΠΑ. Ωστόσο, το Δημοκρατικό Κόμμα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο απέναντι σε τέτοιες καταγγελίες και το κλίμα της πρόσφατης καταδίκης του πρώην μεγιστάνα του Χόλιγουντ Χάρβεϊ Γουάινστιν για βιασμό δεν ευνοεί παρόμοιες συμπεριφορές. Η απάντηση του Μπλούμπεργκ στο πρόσφατο ντιμπέιτ της 20ής Φεβρουαρίου για τους εξωδικαστικούς συμβιβασμούς με τους οποίους έχουν κλείσει οι παραπάνω υποθέσεις («είναι νομικές συμφωνίες και δεν νομίζω ότι τα άλλα μέρη θα ήθελαν να αποδεσμευθούν από αυτές») κάθε άλλο παρά πειστική θεωρήθηκε. Δημοσκοπικά έκτοτε έχασε ένα μέρος των κερδών του, αν και η στρατηγική του, η οποία επικεντρώνεται στις 14 Πολιτείες που διεξάγουν τις προκριματικές τους εκλογές στις 3 Μαρτίου (τη λεγόμενη «Σούπερ Τρίτη») παραμένει αλώβητη: εφόσον επικρατήσει εκεί ή καταστήσει την παρουσία του ισχυρή, ο δρόμος του ως αντι-Σάντερς προς το συνέδριο του κόμματος τον Ιούλιο στο Μιλγουόκι (στο γήπεδο των Milwaukee Bucks) είναι ανοιχτός. Για την ακρίβεια, όσο η μεγάλη πλειοψηφία των Δημοκρατικών τείνει προς τον «δημοκρατικό σοσιαλισμό» του Μπέρνι, αλλά δεν αποφασίζει να ενθουσιαστεί μαζί του, τα πάντα είναι ανοιχτά. Στην πραγματικότητα το πρόβλημα είναι ότι η Αμερική, όσο κι αν δεν θέλει να το παραδεχθεί, έπειτα από τέσσερα χρόνια τραμπισμού έχει συνηθίσει τον Τραμπ. Το κράτος δεν κατέρρευσε, η δημοκρατία δεν καταλύθηκε, οι θεσμοί δεν καταρρακώθηκαν. Το σύστημα λειτουργεί, ως οπερέτα πολλές φορές, αλλά λειτουργεί. Για πολλούς από τους μέσους ψηφοφόρους και ολόκληρη τη βάση των Ρεπουμπλικανών οι επικρίσεις για την προϊούσα καταρράκωση των θεσμών αποδείχθηκαν κινδυνολογία των ελίτ και οι σκανδαλώδεις πιέσεις προς τον ουκρανό πρόεδρο ακυρώθηκαν από την απόπειρα καθαίρεσης. Η αμερικανική πολιτεία άντεξε τέσσερα χρόνια, γιατί να μην αντέξει άλλα τέσσερα; Το Ινστιτούτο Γκάλοπ διαπίστωνε στις 4 Φεβρουαρίου ότι οριακά, για πρώτη φορά ύστερα από τρία χρόνια, οι θετικές γνώμες για την προεδρία Τραμπ ξεπερνούν τις αρνητικές. Σεξιστής ή όχι, αγοραστής του χρίσματος ή ρεαλιστής πολιτικός, στο απόγειο της καριέρας του ο Μάικλ Μπλούμπεργκ κάνει ένα λάθος: αντίπαλός του δεν είναι ο σοσιαλισμός του Σάντερς, είναι ο μιθριδατισμός των μαζών.