Οταν πρωτοεμφανίστηκα με ποιητικό βιβλίο το 1992, υπήρχε ακόμη μια αίσθηση συνέχειας με την «παλαιά φρουρά». Οι ποιητές τότε έγραφαν μέσα σε μια παράδοση όπου ο στίχος είχε ακόμη την αίγλη του αποθέματος, του σχεδόν ιερού λόγου. Οι λέξεις έφεραν τη σκόνη της ιστορίας, αλλά και τον φόβο μήπως ακουστούν «ανάξιες» μπροστά της. Εκτοτε, πολλά άλλαξαν. Το τοπίο της ποίησης σήμερα θυμίζει ένα πεδίο ελευθερίας – πολυφωνικό, υβριδικό, συχνά αμφίσημο. Και, κυρίως, βαθιά ζωντανό.

Η νέα γενιά των ποιητών – όσοι και όσες εμφανίστηκαν μετά το 2010 – δεν κουβαλά το άγχος της συνέχειας, αλλά το πάθος της ανακάλυψης. Μεγάλωσαν μέσα σε κρίσεις, πανδημίες, μετατοπίσεις ταυτοτήτων και τεχνολογικών εκρήξεων – η γλώσσα τους αντικατοπτρίζει αυτή τη ρευστότητα. Δεν υπάρχει πια ένα ενιαίο «ποιητικό ήθος», αλλά ένα δίκτυο από μικρές, ανοιχτές εστίες. Από την ποίηση του σώματος και της έμφυλης εμπειρίας, μέχρι τα κείμενα που συνομιλούν με τα social media, την τεχνολογία, ή την οικολογική αγωνία. Η γραφή τους δεν είναι διακοσμητική – είναι σωματική, άμεση, ενίοτε βίαιη, αλλά πάντοτε ειλικρινής.

Και, το πιο σημαντικό: αυτή η γενιά έχει καταφέρει να επαναφέρει την ποίηση στο κέντρο της δημόσιας συνομιλίας. Μέσα από φεστιβάλ, αναγνώσεις, συνεργασίες με μουσικούς και εικαστικούς, ακόμη και μέσα από τη γλώσσα του ακτιβισμού, η ποίηση γίνεται ξανά παρόν, όχι μουσειακό είδος. Δεν γράφεται πια μόνο για τα βιβλία, αλλά για τις πλατείες, για τα podcast, για τα σώματα που ζητούν να ειπωθούν. Είναι μια τέχνη που δεν ντρέπεται να είναι επίκαιρη – και γι’ αυτό παραμένει διαχρονική.

Στον διεθνή ορίζοντα, η ποίηση εμφανίζεται ως performance, ως βίντεο, ως συλλογικό έργο. Οι έλληνες νέοι ποιητές ακολουθούν – και συχνά υπερβαίνουν – αυτό το ρεύμα. Από τα open mics των πόλεων ως τις μικρές ανεξάρτητες εκδόσεις, από τα Instagram ποιήματα μέχρι τις τολμηρές μεταγλωττίσεις του τραύματος, σχηματίζεται μια νέα ποιητική οικολογία.

Εκείνο που εντυπωσιάζει περισσότερο είναι η απουσία πόζας. Αυτή η γενιά γράφει χωρίς ιεραρχίες, χωρίς ενοχές, χωρίς την ανάγκη να αποδείξει κάτι σε κανέναν. Αντί για τον «μονήρη-ποιητή» έχουμε τον «συμμετέχοντα-ποιητή». Αντί για την απομόνωση, τη συνομιλία. Είναι μια ποίηση που βλέπει, ακούει, στέκεται μέσα στον κόσμο και όχι απέναντί του.

Η νέα ποίηση δεν ζητά «να τη διαβάσουμε με επιείκεια» αλλά με προσοχή. Εκεί, ανάμεσα στα φώτα των οθονών και στις χαραμάδες του καθημερινού, ανθίζει κάτι που θυμίζει την αρχική δύναμη του λόγου. Η ανάγκη να πεις αυτό που δεν χωράει πουθενά αλλού.