Πριν από μερικές ημέρες πληροφορηθήκαμε από τις ηλεκτρονικές σελίδες αυτής της εφημερίδας ότι, σύμφωνα με έγκυρη έκθεση, η Ελλάδα κατέχει διεθνώς τη θλιβερή 146η θέση στην ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης.
Παράλληλα, είναι κοινώς γνωστό ότι υφίσταται έλλειμμα παραγωγικότητας στην ελληνική οικονομία – υπολογίζεται στο 30% του μέσου όρου των οικονομιών της Ευρωπαϊκής Ενωσης – που αυτό καθιστά μη ανταγωνιστικά πολλά από τα προϊόντα μας, οδηγώντας σε επιβράδυνση τον ρυθμό ανάπτυξης της χώρας.
Η παραγωγικότητα είναι ένα βασικό, αν όχι το μείζον, εθνικό μας πρόβλημα.
Οι αναγνώστες θα μου επιτρέψουν εξαιρετικώς να αναφερθώ στην προσωπική μου εμπειρία για την παραγωγικότητα, στο πεδίο – ποιο άλλο θα μπορούσε να είναι άλλωστε; – της ταχύτητας απονομής της δικαιοσύνης.
Τα συμπεράσματά μου από την εμπειρία αυτή είναι, πιστεύω, γενικότερης σημασίας, και γι’ αυτό επιβάλλεται να τα στηρίξω, όχι σε συλλογισμούς αλλά σε γεγονότα. Είναι αναγκαίο για την πειστικότητά τους.
Πρώτη φάση της εμπειρίας, 2014-2019
Στις 2 Ιανουαρίου 2014, ύστερα από καταμέτρηση, βρέθηκαν να εκκρεμούν στο ΙΙΙ Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αρμόδιου τότε Τμήματος για τις συντάξεις των στρατιωτικών, περί τις 30.000 υποθέσεις. Το 2013 είχαν εισαχθεί στο Τμήμα πάνω από 4.000 νέες υποθέσεις, ενώ το ίδιο έτος το Τμήμα είχε εκδώσει περί τις 2.000 αποφάσεις. Με τον ρυθμό του, δηλαδή, δεν μπορούσε καν να αντιμετωπίσει τις νέες εκκρεμότητες, ακόμα κι αν διπλασιαζόταν ο αριθμός των δικαστών του.
Ωστόσο, το φθινόπωρο του 2019, και παρά τις νέες εισαγωγές, η συνολική εκκρεμότητα του Τμήματος είχε μειωθεί στις 8.000 περίπου υποθέσεις. Τι είχε αλλάξει;
Η μέθοδος διεξαγωγής της δίκης είχε αλλάξει. Από το 2012 ο νομοθέτης είχε επιτρέψει να μην εκδικάζονται με την πολυτελή διαδικασία του ακροατηρίου όσες υποθέσεις έθεταν νομικό ζήτημα ήδη λυμένο από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου. Αλλά αυτές να δικάζονται σε δικαστικό συμβούλιο, με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία στον φάκελο, και η απόφαση να εκδίδεται άμεσα από το συμβούλιο.
Η διαδικασία υπήρχε, αλλά δεν είχε αξιοποιηθεί στον βαθμό που επιβαλλόταν. Και αξιοποιήθηκε.
Εκκρεμούσαν τρεις κατά βάση κατηγορίες υποθέσεων. Οι δικογραφίες διακρίθηκαν λοιπόν σε τρεις κατηγορίες και μελετήθηκε ο τρόπος καλύτερης δικαστικής τους αντιμετώπισης. Μόνο 80 υποθέσεις περίπου αφορούσαν αιτήματα αρχικής συνταξιοδότησης. Αυτές δικάστηκαν αμέσως στο ακροατήριο. Από τις υπόλοιπες, οι μισές ήταν προσφυγές που απέβλεπαν σε έκδοση διορθωτικής συνταξιοδοτικής πράξης. Εισήχθησαν σε συμβούλιο και τάχιστα εκδόθηκε απόφαση γι’ αυτές, που είτε τις έκανε δεκτές είτε τις απέρριπτε. Αλλες, τέλος, ήταν αγωγές αποζημίωσης κατά του Δημοσίου. Εδώ, σε θετική για τον ενάγοντα συνταξιούχο έκβαση, χρειαζόταν ο δικαστής να υπολογίσει με ακρίβεια το ποσό της αποζημίωσης. Δύσκολη και χρονοβόρα προσπάθεια. Ωστόσο, καθώς οι υποθέσεις ήταν όμοιες, χρησιμοποιήσαμε ένα λογισμικό, το οποίο δοκίμασαν και αποδέχθηκαν οι δικαστές, που έκανε αυτό τους υπολογισμούς.
Συμπέρασμα από την εμπειρία: το Τμήμα αύξησε κατακόρυφα την παραγωγικότητά του, όχι γιατί προστέθηκαν στη δύναμή του νέοι δικαστές, αλλά γιατί αξιοποίησε τη μέθοδο που μπορούσε να χρησιμοποιήσει, και γιατί οι δικαστές του αισθάνθηκαν άνεση στη χρησιμοποίησή της.
Δεύτερη φάση της εμπειρίας, 2020-2023
Και ενώ μπορούσαμε πλέον να ανασάνουμε, μια διαπίστωση ήρθε να ανατρέψει πλήρως την αισιοδοξία. Είχαν εισαχθεί στο Δικαστήριο, από στρατιωτικούς και πολιτικούς συνταξιούχους, περί τις 600.000 αγωγικά αιτήματα, σε περίπου 120.000 αγωγές, σωρευμένες σε πάνω από 7.000 δικόγραφα. Μετρούσαμε μόνο τα δικόγραφα. Δεν είχαμε αντιληφθεί τι έκρυβε το καθένα τους.
Μετά τις αποφάσεις της Ολομέλειας που έλυσαν τα σχετικά νομικά ζητήματα, περίπου τα δύο τρίτα από τα 600.000 αγωγικά αιτήματα μπορούσαν να απορριφθούν. Τα υπόλοιπα όμως έπρεπε να γίνουν δεκτά, κάτι που απαιτούσε από τον δικαστή ακριβείς υπολογισμούς.
Με τους ρυθμούς του Δικαστηρίου, 30 χρόνια ήταν αμφίβολο αν έφθαναν για να διεκπεραιωθεί η εκκρεμότητα.
Αρχισε έτσι ένας αγώνας. Νομίσαμε ότι η μέθοδος του ΙΙΙ Τμήματος θα αρκούσε. Γι’ αυτό και την ενισχύσαμε. Ο νομοθέτης, πολύ υποστηρικτικός, ακολουθούσε τις προτάσεις της Ολομέλειας, και σε δύο θεμελιώδη για το Ελεγκτικό Συνέδριο νομοθετήματα, του 2020 και 2021, βελτίωσε τις διαδικασίες.
Ωστόσο ο χρόνος περνούσε και αποτέλεσμα δεν ερχόταν. Εφταιγαν οι δικαστές, οι πρόεδροί τους; Σίγουρα όχι. Εφταιγε η διαδικασία, η μέθοδος. Αυτό αποδείχθηκε στη συνέχεια, όπως θα δούμε.
Συμπέρασμα από την εμπειρία αυτή: δεν υπάρχει αυτόματος πιλότος στην παραγωγικότητα. Μέθοδοι που πέτυχαν σε μια περίσταση δεν σημαίνει ότι θα πετυχαίνουν σε όλες. Χρειάζεται προσαρμογή στις νέες συνθήκες.
Τρίτη φάση της εμπειρίας, 2023 μέχρι σήμερα
Επρεπε, κατά το κοινώς λεγόμενο, να «σπάσουν αβγά», να βγούμε από ό,τι θεωρούσαμε απολύτως δεδομένο. Και το πράξαμε με τη θέσπιση δύο αδιανόητων μέχρι τότε μεταρρυθμίσεων: Πρώτον, εισήχθη η μονομελής δικαιοδοσία για την εκδίκαση των πιο πάνω αγωγών, με έναν Πάρεδρο, που αυτός θα τις δίκαζε μόνος του. Και εγκαταλείφθηκε έτσι το δόγμα ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο μόνο συλλογικώς δικάζει. Δεύτερον, επιβλήθηκαν ειδικές υποχρεώσεις σε ενάγοντες και εναγομένους να προσκομίσουν αυτοί εγκαίρως τα στοιχεία που αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς τους. Και εγκαταλείφθηκε έτσι το δόγμα να είναι το Δικαστήριο, για λόγους επιείκειας, υπεύθυνο για τη συγκέντρωση όλου του αποδεικτικού υλικού.
Ετσι, με μια ειδική για τις συνταξιοδοτικές αγωγές δικονομία – που εφαρμόζεται όταν το νομικό ζήτημα είναι λυμένο –, εντός οκτώ μηνών από τη χρέωση του Παρέδρου με τη δικογραφία, και περνώντας από τέσσερις διμηνιαίες φάσεις, η απόφαση επί της αγωγής πρέπει υποχρεωτικά να έχει δημοσιευθεί.
Από τα στοιχεία που είναι γνωστά μέχρι σήμερα, ο αριθμός των υποθέσεων που έχει διεκπεραιωθεί με τη διαδικασία αυτή έχει ξεπεράσει τις 100.000.
Συμπέρασμα από την εμπειρία: να μη μας καταλαμβάνει μοιρολατρία. Υπάρχουν λύσεις. Δεν φταίνε οι δικαστές, ούτε ο αριθμός τους. Η μέθοδος πρέπει να αλλάξει.
Η παραγωγικότητα, το μείζον εθνικό μας πρόβλημα;
Θα φάνηκε ίσως υπερβολή η υποστήριξη μιας τέτοιας θέσης. Γιατί πολλοί από εμάς πιστεύουν ότι ζούμε στον κλειστό μας κόσμο, την Ελλάδα μας, και ότι έχουμε απλώς να μοιράσουμε τον πλούτο που παράγεται εδώ. Δεν είναι έτσι. Γύρω μας, ο ανταγωνισμός οργιάζει. Και κάθε χώρα, με τις γειτονικές μας πρώτα, διεκδικεί μια καλύτερη θέση στη διεθνή σκηνή. Εις βάρος συνήθως μιας άλλης. Είναι νόμος της φύσεως. Επιτυγχάνουν όσοι βελτιώνουν συνεχώς, έναντι των ανταγωνιστών τους, τις μεθόδους τους.
Ο κ. Ιωάννης Σαρμάς είναι τέως υπηρεσιακός πρωθυπουργός, επίτιμος πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.



