Στην Ελλάδα έχουμε συνηθίσει να αναφερόμαστε στον καθορισμό των όρων του εκλογικού παιχνιδιού ως ένα αυτονόητο προνόμιο της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Αυτό αφορά κατεξοχήν το εκλογικό σύστημα και τον χρόνο διενέργειας των εκλογών.

Το ζήτημα του εκλογικού συστήματος ρυθμίστηκε μερικώς με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, ώστε ο κάθε εκλογικός νόμος να μην εφαρμόζεται καταρχήν στις αμέσως επόμενες αλλά στις μεθεπόμενες εκλογές, στις οποίες βεβαίως είναι δύσκολο να προβλέψει κάποιος μακροπρόθεσμα τον συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων.

ντιθέτως, στην πράξη παραμένει το προνόμιο σχετικά με τον χρόνο διενέργειας των βουλευτικών εκλογών, δεδομένου ότι το Σύνταγμα επιτρέπει την προκήρυξή τους με πρόταση της Κυβέρνησης που έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, για ανανέωση της λαϊκής εντολής προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας.

Στο μέτρο που δεν ελέγχεται η συνδρομή της ουσιαστικής προϋπόθεσης του εθνικού θέματος από την/τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή το αρμόδιο δικαστήριο, ο χρόνος των εκλογών ανήκει κατ’ αποτέλεσμα στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια της Κυβέρνησης και εν τέλει του Πρωθυπουργού. Το αποτέλεσμα είναι ότι σε 17 εκλογές από το 1977 μόνο σε μία περίπτωση εξαντλήθηκε η τετραετία και σε 5 ακόμη περιπτώσεις έγιναν εκλογές κατά το τελευταίο έτος της κυβερνητικής θητείας. Συνεπώς, στην πλειονότητα των μεταπολιτευτικών εκλογών, αυτές έλαβαν χώρα πριν τη συμπλήρωση της τριετίας από τις προηγούμενες εκλογές και, συνακόλουθα, ο μέσος όρος του βίου των κυβερνήσεων είναι μικρότερος της τριετίας.

Η παρούσα κυβερνητική πλειοψηφία επέλεξε έναν διαφορετικό δρόμο. Λίγους μήνες μετά τις εκλογές του 2019 ψηφίστηκε ο νέος εκλογικός νόμος, ώστε εγκαίρως να είναι γνωστοί σε όλους οι κανόνες ακόμη και της μεθεπόμενης εκλογικής αναμέτρησης. Από την άλλη πλευρά, διατρέχουμε ήδη το τελευταίο έτος της κυβερνητικής θητείας και, όπως έχει ήδη αναγγείλει ο πρωθυπουργός, οι εκλογές θα λάβουν χώρα προς το τέλος του συνταγματικά προβλεπόμενου εκλογικού κύκλου. Και για τα δύο θέματα υπήρξαν πολιτικές εικασίες που ήθελαν αλλαγή του εκλογικού νόμου προς ένα πιο πλειοψηφικό σύστημα που θα ενισχύει περισσότερο το πρώτο κόμμα και εκλογές πολύ πριν την ολοκλήρωση της κυβερνητικής θητείας, ώστε να κεφαλαιοποιηθεί το σχετικό δημοσκοπικό προβάδισμα. Ούτε το ένα συνέβη ούτε το άλλο. Η κυβέρνηση πορεύεται με σεβασμό προς τους θεσμούς και με ξεκάθαρο πολιτικό ορίζοντα, υιοθετώντας την ευρύτερη επιθυμία της κοινωνίας και αγνοώντας τις σειρήνες του πολιτικού καιροσκοπισμού. Αλλωστε, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, δεν έχει επισυμβεί ουσιώδης διαφοροποίηση στις επιλογές των πολιτών ως προς τη διακυβέρνηση της χώρας που να δικαιολογεί πρόωρη προσφυγή στις κάλπες.

Ανεξαρτήτως των όποιων ατελειών της υφιστάμενης συνταγματικής ρύθμισης και των αντικειμενικών συνθηκών που εκ των πραγμάτων επηρεάζουν την εκλογική διαδικασία, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η στάση αυτή της Κυβέρνησης αποδίδει τον οφειλόμενο σεβασμό στο εκλογικό σώμα που εμπιστεύτηκε την παρούσα κοινοβουλευτική πλειοψηφία για τετραετή κυβερνητική θητεία. Επιπλέον, όμως, αποτυπώνει την υποχρέωση κάθε κρατικού οργάνου να σέβεται τους θεσμούς και, πρωτίστως, τη συνταγματική εντολή που αφορά την εκλογική διαδικασία. Διότι οι κανόνες αυτοί δεν τίθενται για να εξυπηρετούν εφήμερα πολιτικά συμφέροντα αλλά για να αποδίδουν τον οφειλόμενο σεβασμό στη λαϊκή εντολή και να διαμορφώνουν ένα πλαίσιο πολιτικής κανονικότητας. Η Δημοκρατία απαιτεί πιστή τήρηση των διαδικασιών και πολιτική συνέπεια. Το ίδιο απαιτούν και οι πολίτες, που αισθάνομαι ότι αντιλαμβάνονται την αξία της συνέπειας και της συνέχειας.

Ο κ. Γιώργος Γεραπετρίτης είναι υπουργός Επικρατείας.