Φέτος εορτάζονται τα 1.700 έτη από το κορυφαίο γεγονός στην ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας, τη σύγκληση το 325 μ.Χ. στη Νίκαια της Βιθυνίας της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου. Πρώτη φορά συνήλθαν οι επίσκοποι της σύνολης χριστιανικής οικουμένης για να συζητήσουν και να επιλύσουν αναφυέντα δογματικά και διοικητικά ζητήματα στο σώμα της Εκκλησίας τα οποία ταλάνιζαν την ενότητά της. Το πρωταρχικό και κύριο θέμα της Συνόδου ήταν δογματικό και αφορούσε την αίρεση του Αρείου, η οποία είχε εμφανιστεί στη Αλεξάνδρεια και προκαλούσε έντονα διχοστατικά σχήματα και ισχυρές θεολογικές αντιπαραθέσεις, που αναστάτωναν ολόκληρη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Το ζήτημα αυτό πρωτίστως απασχολούσε την Εκκλησία Αλεξανδρείας, η οποία ήθελε τη λύση του για να επέλθει ειρήνευση στην Εκκλησία. Εξ αυτού η Συμβολή της Εκκλησίας Αλεξανδρείας στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο υπήρξε ιδιαίτερα καθοριστική τόσο θεολογικά όσο και εκκλησιαστικά. Η Σύνοδος αυτή θα μπορούσε να λεχθεί ότι είχε ως αποκλειστικό της θέμα την Εκκλησία Αλεξανδρείας και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα όχι μόνο στις αποφάσεις της αλλά και στο νομοθετικό έργο της, όπου οι κανονικές διευθετήσεις υπέρ της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας απασχόλησαν άμεσα τη Σύνοδο.

Ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος αποτέλεσε έναν από τους κυριότερους υπερασπιστές της ορθόδοξης πίστης έναντι των αιρετικών δοξασιών του Αρείου και με το κύρος της θέσης του ως αρχιεπισκόπου μίας εκ των μεγάλων χριστιανικών εκκλησιών συνέβαλε καθοριστικά στις αποφάσεις της Συνόδου. Υποστήριξε με θεολογική δεινότητα τη θεότητα του Χριστού και διατύπωσε τη θέση ότι ο Υιός είναι «φῶς ἐκ φωτός, θεὸς ἀληθινὸς ἐκ θεοῦ ἀληθινοῦ».

Συμπαραστάτη κατά τις εργασίες της Συνόδου είχε τον τότε διάκονό του Αθανάσιο, ο οποίος θα τον διαδεχθεί και θα καταστεί ένας από τους μεγαλύτερους θεολόγους έναντι της αρειανικής αίρεσης και σταθερός υπερασπιστής των αποφάσεων της Συνόδου. Ο Αθανάσιος υποστήριξε με άριστα θεολογικά επιχειρήματα ότι ο Υιός δεν είναι δημιούργημα, αλλά ισότιμος και συναιώνιος με τον πατέρα. Αργότερα ως αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας θα υπερασπιστεί με θάρρος τις αποφάσεις της Συνόδου, παρά τις επιθέσεις, διωγμούς και εξορίες που υπέστη,  και εξ αυτού θα καταστεί ο ακρογωνιαίος λίθος της ορθόδοξης πίστης.

Η θεολογική συμβολή της Εκκλησίας Αλεξανδρείας υπήρξε σημαντικότατη διότι αυτή ανέδειξε και υποστήριξε τον θεμελιώδη θεολογικό όρο «ομοούσιος», δηλαδή της ομοουσιότητας του Υιού με τον Πατέρα («ὁμοούσιον τῷ πατρί»), ένας όρος που αποτέλεσε το κύριο δομικό στοιχείο του «Συμβόλου της Πίστεως», το άλλως πως «Σύμβολο της Νίκαιας». Παράλληλα, αποκρούοντας τις αρχές του αρειανισμού διασαφήνισε και ανέπτυξε τη θεολογία περί της Αγίας Τριάδος και υπερασπίσθηκε σθεναρά τη θεότητα του Χριστού.

Ο όρος «ὀμοούσιος» δεν απηχούσε μία φιλοσοφικο-θεολογική αφηρημένη έννοια, αλλά εξέφραζε τον πυρήνα της χριστιανικής πίστης για τη σωτηρία του ανθρώπου, διότι μόνον εάν ο Χριστός ήταν αληθινός θεός μπορούσε να σώσει στην πραγματικότητα τον άνθρωπο.

Επί των ανωτέρω δεν πρέπει να παρασιωπηθεί ότι στη Σύνοδο οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας Αλεξανδρείας είχαν ένα στιβαρό θεολογικό υπόβαθρο θεολογικής και φιλοσοφικής σκέψης, το οποίο είχε δομηθεί και διαμορφωθεί από τους μεγάλους θεολόγους-διδασκάλους της φημισμένης Κατηχητικής Σχολής Αλεξανδρείας, όπως για παράδειγμα ο Ωριγένης και ο Κλήμης. Ηδη η Αλεξάνδρεια είχε αναδειχθεί το σημαντικότερο εκκλησιαστικό πνευματικό κέντρο της Ανατολής, το οποίο συνέβαλε ουσιαστικά και αποφασιστικά στη διαμόρφωση και διατύπωση του χριστιανικού δόγματος.

Το κύρος του αρχιεπισκόπου και της Εκκλησίας Αλεξανδρείας φαίνεται από την υπογραφή που έθεσε ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος στις αποφάσεις της συνόδου της Νίκαιας υπογράφοντας «Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος σὺν Ἀθανασίῳ τό τε ἀρχιδιακόνῳ ὄντι ταῖς κατ’ Αἴγυπτον πᾶσαν καὶ Λιβύην καὶ Πεντάπολιν καὶ τὰ ὅμορα τούτοις ἕως τῶν τῆς Ἰνδικῆς [Αιθιοπίας] ἐπαρχιῶν».

Εν γένει οι αποφάσεις της Συνόδου, οι οποίες στηρίχθηκαν στη θεολογική δεινότητα των αντιπροσώπων της Εκκλησίας Αλεξανδρείας, όπως η καταδίκη του Αρείου και η διατύπωση της ορθόδοξης πίστης, δικαίωσαν τους αγώνες της Εκκλησίας Αλεξανδρείας και ενίσχυσαν παράλληλα το κύρος της, ως θεματοφύλακα της πίστης. Εκτός από την καταδίκη του Αρείου, η Σύνοδος με το νομοθετικό της έργο επέφερε και την εσωτερική ενότητα στην Εκκλησία Αλεξανδρείας. Συγκεκριμένα, οι κανόνες 4, 5 και 6 αναφέρονται στην Εκκλησία Αλεξανδρείας και έχουν σαφή σχέση με τα προβλήματα τα οποία αντιμετώπιζε η τελευταία και η θέσπισή τους είχε ως σκοπό την αποκατάσταση της ειρήνης και της εσωτερικής ενότητας της Εκκλησίας αυτής κυρίως με την καταδίκη των διασπαστικών ενεργειών του επισκόπου Λυκοπόλεως Μελιτίου.

Επίσης, η Σύνοδος με ομόφωνη απόφασή της για τον καθορισμό της ημερομηνίας του Πάσχα, ανέθεσε στην Εκκλησία Αλεξανδρείας, επειδή στις τάξεις της είχε έμπειρους αστρονόμους, να αναγγέλλει κάθε έτος την ημέρα εορτασμού του Πάσχα, πράγμα το οποίο έπρατταν οι επίσκοποι Αλεξανδρείας με τις εορταστικές τους επιστολές, η ανάγνωση των οποίων γινόταν από άμβωνος την ημέρα των Θεοφανείων. Η τελευταία αυτή απόφαση αποτέλεσε ένα επιπρόσθετο προνόμιο για τη σημαντική θέση στα εκκλησιαστικά του αλεξανδρινού θρόνου.

Αποτιμώντας εν συντομία το έργο της Συνόδου σε σχέση με την Εκκλησία Αλεξανδρείας θα μπορούσε να λεχθεί ότι αποτέλεσε ένα θρίαμβο για την Εκκλησία αυτή. Αφενός οι αποφάσεις της Συνόδου συνέβαλαν στην ενίσχυση της ενότητας της Εκκλησίας και του κύρους του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας επί όλων των επισκόπων της δικαιοδοσίας του. Αφετέρου βοήθησαν τα μάλα και προς τη σύνολη χριστιανική Εκκλησία, διότι η αλεξανδρινή θεολογική παράδοση και σκέψη αποτέλεσε τον κινητήριο μοχλό για την ανάπτυξη του δόγματος και της διαμόρφωσης της καθαυτό θεολογικής χριστιανικής σκέψης και ταυτότητας του Χριστιανισμού.

Ο Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας κ. Θεόδωρος είναι ο 2ος τη τάξει των Ορθοδόξων Προκαθημένων μετά τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Γεννημένος και μεγαλωμένος στην Κρήτη η Αυτού Θειοτάτη Μακαριότητα ο Πάπας και Πατριάρχης της Μεγάλης Πόλεως Αλεξανδρείας, Λιβύης, Πενταπόλεως Αιθιοπίας, πάσης γης Αιγύπτου και πάσης Αφρικής, Πατήρ Πατέρων, Ποιμήν Ποιμένων, Αρχιερεύς Αρχιερέων, τρίτος και δέκατος των Αποστόλων και Κριτής της Οικουμένης, ο κ. Θεόδωρος αποτελεί σταθερό πυλώνα της Ορθοδοξίας. Ποιμαίνει με έδρα την Αλεξάνδρεια όλη την ιεραποστολή της Αφρικής.