Η Εθνική Αρχή Διαφάνειας συστάθηκε με τις διατάξεις των άρθρων 82-103 του νόμου 4622/2019, περί «επιτελικού κράτους».

Συστάθηκε δε «με σκοπό: α. την ενίσχυση  της διαφάνειας, της ακεραιότητας και της λογοδοσίας στη δράση των κυβερνητικών οργάνων, διοικητικών αρχών, κρατικών φορέων και δημόσιων οργανισμών, και β. την πρόληψη, αποτροπή, εντοπισμό και αντιμετώπιση των φαινομένων και των πράξεων απάτης και διαφθοράς στη δράση των δημόσιων και ιδιωτικών φορέων και οργανισμών».

Ωστόσο, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, αντικειμενικά, νομικά και θεσμικά δεν συνιστά Ανεξάρτητη Αρχή με συνταγματική κατοχύρωση.

Αφού, το Σύνταγμα, στις διατάξεις του, προσδιορίζει απόλυτα τις Ανεξάρτητες Αρχές, στις οποίες είναι σκόπιμο να συμπεριληφθεί και η Εθνική Αρχή Διαφάνειας με την επερχόμενη αναθεώρηση, γιατί με το ισχύον νομικό καθεστώς είναι ουσιαστικά υπηρεσία του επιτελικού κράτους.

Με δεδομένο, δε, ότι με την έναρξη των ισχυουσών διατάξεων της συγκρότησής της καταργήθηκαν τόσο η Γενική Γραμματεία για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς όσο και το Σώμα Ελεγκτών – Επιθεωρητών Δημόσιας Διοίκησης, το Σώμα Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας, καθώς και το Σώμα Επιθεωρητών Δημοσίων Εργων, ενώ η «Αρχή» ορίστηκε και ως Ελληνική Υπηρεσία Συντονισμού Καταπολέμησης της Απάτης, σύμφωνα με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, είναι ανάγκη να διασφαλιστεί συνταγματικά η ανεξαρτησία της λειτουργίας της.

Βέβαια, στην έκθεση του ΟΟΣΑ για τη διαφθορά στην Ελλάδα, η συγκρότηση της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, που λειτουργεί από το 2019, χαρακτηρίζεται «σημαντική εξέλιξη προς τη σωστή κατεύθυνση», πλην όμως η παρακολούθηση του έργου της και τα αποτελέσματα που έχει επιτύχει δεν είναι επαρκή, αφού κρίνεται αναποτελεσματική με γραφειοκρατική υπαλληλική αντίληψη, και ενώ η ευθύνη της είναι μεγίστη η αποτελεσματικότητά της είναι ελάχιστη.

Γι’ αυτό, απαιτείται μια «Αρχή» με «διαφανή διαφάνεια» συνταγματικά ανεξάρτητη, που να ανταποκρίνεται απόλυτα στις επιταγές των καιρών. Μια πρόταση-πρότυπο ο «Συνήγορος του Πολίτη».

Η χώρα μας μαστίζεται από μια μεγάλης έκτασης διαφθορά, που έχει βαθιές ρίζες, αλλά και που έχει καταστεί καθεστώς, ακριβώς επειδή δεν λειτουργούν αποτελεσματικά οι θεσμοί.

Αυτή η διαφθορά στη χώρα μας υπονομεύει την ευνομούμενη πολιτεία, την κοινωνική δικαιοσύνη και το κράτος δικαίου, αλλά και εμποδίζει ουσιαστικά την ανάπτυξη και την ευημερία ολόκληρης της κοινωνίας, ενώ ακόμα υπονομεύει την εμπιστοσύνη του πολίτη στους θεσμούς αλλά και τη Δικαιοσύνη.

Στις αναπτυσσόμενες χώρες το παράνομο χρήμα φτάνει τα 1,26 τρισ. δολάρια, στην Ευρωπαϊκή Ενωση τα 132 δισ. δολάρια, ενώ στη χώρα μας υπολογίζεται πλέον του 10%-15% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος.

Από τη λειτουργία της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας πράγματι δεν προκύπτει «διαφανής διαφάνεια».

Πολλές καταγγελίες δεν εξετάζονται με τη σοβαρότητα των περιπτώσεων που αναφέρονται σε αυτές, τα πορίσματα δεν δίνονται στη δημοσιότητα, αλλά κύρια και βασικά δεν υπάρχουν αποτελέσματα παραπομπής και καταδίκης για τους επίορκους δημόσιους λειτουργούς, αλλά και τους παραλειτουργούς των οργανωμένων συμφερόντων.

Η λειτουργία της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας είναι κατώτερη των περιστάσεων, αφού ο διοικούμενος δεν μπορεί ούτε τηλεφωνική επικοινωνία να έχει με τις υπηρεσίες, αλλά και όταν αυτή επιτυγχάνεται προσκρούει σε μια γραφειοκρατική τυπολατρική αντίληψη, σε μια αλαζονική συμπεριφορά και σε μια από καθέδρας αντιμετώπιση.

Αυτό, άλλωστε, επιβεβαιώνεται και από τις απόψεις της κοινής γνώμης, που καταγράφονται σε όλες τις δημοσκοπήσεις.

Ο κ. Μανώλης Α. Μπεντενιώτης είναι διδάκτωρ Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών, καθηγητής και αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Διοίκησης του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, πρώην πολιτικός.