Ετυχε πρόσφατα να ξαναδιαβάσω τις Περιπέτειες του Τομ Σόγιερ και τις Περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν. Αυτό που με έλκυε και με εντυπωσίαζε ανέκαθεν στις ιστορίες του Μαρκ Τουέιν ήταν ο τόσο μακρινός και ανοίκειος κόσμος τους – αυτές οι μικρές θεοσεβούμενες κοινότητες, τόσο έκθετες στην ωμότητα και τη δεισιδαιμονία όσο και απονήρευτες, ειρηνεμένες, δίχως τεχνολογία και καλά-καλά δίχως επιστήμη, σε ισορροπία ανάμεσα, από τη μια, στον πολιτισμό όλων αυτών των τρομακτικών αρχετύπων από δέλτα (δάσκαλοι, δικηγόροι, δεσμοφύλακες, δήμαρχοι) ή πι (πάστορες, πατεράδες) και, από την άλλη, στο μυστήριο ενός εχθρικού φυσικού τοπίου, που μόλις άρχιζε να επιτρέπει το στέριωμα πιο επεμβατικών ανθρώπινων οικισμών, αλλά ποτέ δεν έχανε ευκαιρία να εκδικηθεί – ή να δείξει, κατ’ εξαίρεση, μια εντελώς ανεξήγητη, παράλογη συμπόνια στα παιδιά που τύχαινε να εισβάλουν μέσα του. Ηταν λες και η αθωότητα των παιδιών – που μπορούσαν ακόμη να διανυκτερεύουν στα δάση, να καβαλάνε κορμούς δέντρων και να διασχίζουν αρχαία ποτάμια, να κολατσίζουν με άγνωστους καρπούς και να προκαλούν τους γκρεμούς και τις καταιγίδες – είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη της Φύσης.

Οι κόσμοι του Μαρκ Τουέιν μοιάζουν πολύ στην ίδια τη Φύση: είναι σκληροί κι ανεπιτήδευτοι. Ενώ σαφώς οι χαρακτήρες δρουν σε ηθικά πλαίσια, μου φαίνεται ότι, στην πραγματικότητα, η συλλογική εικόνα αυτών των κόσμων υπερβαίνει το ηθικό και το ανήθικο. Είναι η εικόνα ενός κόσμου φυσιολογικά ατελούς, υπό κατασκευή, που μαθαίνει και μαθαίνεται, που κάθε μέρα επιτρέπει ή απαγορεύει και κάτι άλλο. Μπορώ να καταλάβω γιατί κόσμοι σαν αυτόν του Τουέιν γίνονται δυσάρεστοι αν θεαθούν μέσα από τον φακό ενός κόσμου σαν τον δικό μας: ο κόσμος του Τουέιν είναι ευέλικτος, εύπλαστος, κατεργαζόμενος, ενώ ο δικός μας άκαμπτος, αμετάκλητα κατεργασμένος. Είναι ένας κόσμος όπου τα χαρτιά έχουν πια μοιραστεί, όπου τα πρόσημα και οι ταυτότητες έχουν οριστικοποιηθεί, ενώ στον κόσμο του Τουέιν δεν έχει καν αποφασιστεί εάν η τράπουλα είναι για ταχυδακτυλουργικά, πύργους ή μπιρίμπα. Νιώθουμε δυσφορία, εχθρικότητα ή ντροπή στη θέα ενός τέτοιου κόσμου, όχι επειδή μας πολυπονάει στ’ αλήθεια η φρίκη του, αλλά επειδή δεν ξέρουμε πώς είναι να ζεις σε συνθήκες όπου δεν έχεις δει ακόμη πού πηγαίνει το πράγμα. Θεωρούμε αυτομάτως ότι οι πάντες γνώριζαν ανέκαθεν τι τους γινόταν, ότι ως και η πρώτη μέρα ζωής στη Γη κουβαλούσε Ιστορία ισόποση με τη δική μας. Και δεν μπορούμε να αντιληφθούμε πόσο λάθος κάνουμε. Λες και το μυαλό μας εξελίχθηκε να λειτουργεί οριζόντια.

Εχω παρατηρήσει ότι αρκετοί αμερικανικοί εκδοτικοί οίκοι αρχίζουν να λογοκρίνουν τεχνηέντως τις ιδεολογικά φορτισμένες λέξεις στις επανεκδόσεις κλασικών έργων. Η λέξη «nigger», για παράδειγμα, γράφεται ως «n*gger» ή κάπως έτσι, λες και δεν ξέρουμε για ποια λέξη πρόκειται. Αυτός ο αστερίσκος μού φαίνεται τόσο λογικός όσο η πολυθρύλητη στρέβλωση των πίξελ στις ιαπωνικές ταινίες ερωτικού περιεχομένου. Οι ιθύνοντες μαρκετίστες δεν ενδιαφέρονται να μην προκληθεί σοκ ή προσβολή. Απευθύνονται σε καταναλωτές που ακριβώς αυτό το κίνητρο έχουν, να «σοκαριστούν», να «προσβληθούν», να ζήσουν το χαστουκάκι. Οι ιθύνοντες μαρκετίστες ενδιαφέρονται να μετατρέψουν το ίδιο το κίνητρο σε προϊόν. Να μην πουλήσουν το υλικό τους απλώς, αλλά το δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό τους, τη διαχείριση του υλικού τους, τον αντίκτυπο του υλικού τους. Ο δικός μας κόσμος είναι πολύ συντηρητικότερος από τους παλιότερους, αν το καλοσκεφτεί κανείς. Απογυμνώνει τη φρίκη της Ιστορίας από το τελευταίο ρετάλι καταληπτότητας ονοματίζοντάς τη ως φρίκη.

Τις προάλλες, παρακολουθώντας μια προβολή του And Then There Were None του Ρενέ Κλερ (1945) και ακούγοντας το (προσαρμοσμένο για την ταινία) ποιηματάκι με τους δέκα μικρούς ινδιάνους (που δεν ήταν πια «δέκα μικροί νέγροι»), θυμήθηκα τον Μαρκ Τουέιν και τους μη λευκούς χαρακτήρες του, που αμφιταλαντεύονταν ανάμεσα στη στερεοτυπική και στην προοδευτική απεικόνιση. Για να είμαι ειλικρινής, δεν νομίζω ότι «αμφιταλαντεύονταν» και τόσο. Την απεικόνιση των μη λευκών χαρακτήρων του Τουέιν τη βρίσκω προοδευτική – διότι, όταν δεν υπάρχει αρκετή επιστημονική θεωρία και πράξη που να σε εξαναγκάζει να υποκριθείς ότι δέχεσαι το γεγονός ότι, ε, οι μαύροι και οι κόκκινοι είναι κι εκείνοι ανθρώπινα όντα ξερωγώ βασικά, τότε το ενδιαφέρον σου για αυτούς δεν μπορεί παρά να είναι αυθεντικό. Ισως ατελές ή συγκεχυμένο, πάντως όμως αυθεντικό.

Σκέφτομαι τον, κατά το ήμισυ αυτόχθονα, Τζο του Τομ Σόγιερ. Ο Τζο δεν ήταν ένας «μη λευκός» εγκληματίας – ήταν απλώς ένας εγκληματίας, ανάμεσα σε όλους τους άλλους, λευκούς και μη λευκούς. Ολοι είμαστε ίσοι σ’ αυτό, ανεξαρτήτως χρώματος: δυνάμει ληστές και μακελάρηδες, παρεκτός αν η ζωή μάς τα φέρει αλλιώς.

Ο Τζο, βέβαια, κουβαλούσε και κάτι στο οποίο δεν ήταν ίσος με τους λευκούς συναδέλφους του: το στίγμα του και την κακομεταχείρισή του. Απ’ όλους τους ανθρώπους που έβλαπτε απλώς και μόνο για το κέρδος, εκείνη η πλούσια χήρα ήταν η μόνη που ήθελε να βλάψει (και όχι μόνο να ληστέψει) επειδή υπήρξε σύζυγος κάποιου που του είχε συμπεριφερθεί φριχτά. Κάποιος θα έλεγε πως ο Τζο ήταν απλώς εκδικητικός και διεστραμμένος.

Κάποιος άλλος θα έλεγε πως το φανερά εντελώς πρακτικό μυαλό του σχεδίαζε εμμονικά το πλέον ανορθολογικό έγκλημα ορμώμενο από μια πνιγηρή αδικία – που δεν χρειάζεται να τρως για πρωινό βιβλία του Ιμπραμ Ξ. Κέντι για να υποθέσεις ότι είχε χαρακτήρα φυλετικό.

Ετσι, δημιουργώντας έναν τέτοιο χαρακτήρα, ο Τουέιν μάς άφησε παρακαταθήκη δύο – μελετημένες ή τυχαίες, δεν έχει σημασία – επισημάνσεις για τον ρατσισμό: Η μία λέει ότι όλοι είμαστε ικανοί για όλα, ενώ η άλλη λέει πως κάποιοι γίνονται ικανότεροι στη μια ή στην άλλη δράση διότι καθένας μας σπρώχνεται προς τα εκεί κι από κάτι ξεχωριστό, οι κοινωνικοπολιτικές ωθήσεις δεν γίνονται ισότιμα.

Με άλλα λόγια, ο Τουέιν, τόσα ξέροντας τόσα κάνοντας στο πλαίσιο της εποχής του, παρέδωσε τελικά τροφούλα για σκέψη απλώς παίζοντας, ακόμα κι ερήμην του, με τα όρια. Δεν απεμπόλησε τη φρίκη – δεν θα μπορούσε να την είχε απεμπολήσει, επειδή δεν θα ήταν δυνατόν να την αναγνωρίζει απολύτως ως τέτοια. Της έδωσε αντίβαρα, όμως. Κάποια μικρά, μπερδεμένα αντίβαρα καλοσυνάτων μαύρων που έμοιαζαν να έχουν ψυχή ή κακούργων αυτοχθόνων που έμοιαζαν να μην κακουργούν από τη φύση τους, τελικά, αλλά από κάτι άλλο.

Βιβλία σαν του Τουέιν δεν θέτουν ερωτήσεις ούτε δίνουν απαντήσεις. Είναι απλώς λιμνούλες που καθρεφτίζουν ωσμώσεις, ανακατώματα στην Ιστορία που για να τα δεις πρέπει να κοιτάζεις από μακριά – από το μέλλον. Κι αυτός που κοιτάζει από το μέλλον πρέπει να σκύβει πάνω από το καθρέφτισμα όπως είναι, όπως το βλέπει, όχι να το διαταράζει, σαν να πετάει μια πέτρα νοήματος στην επιφάνεια, για να φτιάξει το ανακάτωμα που επιθυμεί. Ισως, αν δεν μπορούμε να αντέξουμε το ανεπεξέργαστο, σημαίνει πως δεν ενδιαφερόμαστε να δούμε.

Το άρωμα μιας χώρας

Μου φαίνεται πως κάθε χώρα έχει τη μυρωδιά της. Οχι μεταφορικά, κυριολεκτικά. Κάθε χώρα μυρίζει κάπως. Είναι το χώμα, τα δέντρα, τα υλικά των κτιρίων, η ένταση με την οποία τα ψήνει ο ήλιος, τα νεκρά κύτταρα στους εσωτερικούς χώρους, τα τρόφιμα στις αγορές, τα απορρυπαντικά πατώματος στις δημόσιες υπηρεσίες, ο αέρας που τα πηγαινοφέρνει όλα αυτά κι ύστερα τα αφήνει να κατακαθίσουν πάνω από τις πόλεις σαν ένα στρώμα – ελάχιστα ορατό, μα ορατό – από απείθαρχη ζήση.

Μια οσμή που την αντιλαμβάνεσαι ακριβώς τη στιγμή που κατεβαίνεις από ένα αεροπλάνο και συνειδητοποιείς ότι απλώς είσαι αλλού, απλώς ξέρεις ότι εδώ έχει άλλα δέντρα, άλλα φρούτα, άλλα υφάσματα, άλλα γενετικά υλικά. Κι όσο μαθαίνεις να κάθεσαι και να οσμίζεσαι, με την ποιητική αφοσίωση με την οποία κάθεται κανείς ν’ αγναντέψει ή να αφουγκραστεί, τόσο καταλαβαίνεις γιατί η όσφρηση είναι η αίσθηση της μνήμης.