Με τον κίνδυνο της αποπαγκοσμιοποίησης να πλανάται στον ορίζοντα, οι αναπτυσσόμενες οικονομίες προσπαθούν να διαμορφώσουν νέες στρατηγικές ανάπτυξης. Η πιο επιτυχημένη διαδρομή των τελευταίων δεκαετιών – η εξειδίκευση σε εξαγωγικό, εντατικό σε ανειδίκευτη εργασία τομέα μεταποίησης – μοιάζει πλέον ανέφικτη. Το μοντέλο που ώθησε την ανάπτυξη της Νότιας Κορέας, της Ταϊβάν, της Σιγκαπούρης, της Κίνας και του Βιετνάμ μοιάζει ολοένα λιγότερο προσβάσιμο για χώρες της Νότιας Ασίας και της Υποσαχάριας Αφρικής. Αυτό που έκανε το παραδοσιακό μοντέλο τόσο αποτελεσματικό ήταν η στροφή στις εξαγωγές, οι οποίες επέτρεψαν σε χώρες όπως η Νότια Κορέα να αξιοποιήσουν μια σχεδόν απεριόριστη παγκόσμια ζήτηση. Οι εξαγωγές ενίσχυαν και την αποδοτικότητα της προσφοράς, ενώ η έμφαση στην ανειδίκευτη εργασία διασφάλιζε τη διασπορά των ωφελειών της ανάπτυξης σε ευρεία κοινωνικά στρώματα.

Μια άλλη ισχυρή πτυχή του μοντέλου ήταν η ευθυγράμμιση της αύξησης της παραγωγικότητας με τα διαθέσιμα εργατικά αποθέματα, κυρίως μέσω της μάθησης μέσω πράξης. Έτσι, τα κράτη μπορούσαν να ξεκινήσουν από εξαγωγές χαμηλής παραγωγικότητας και σταδιακά να ανέβουν την αλυσίδα αξίας, καθώς το εργατικό δυναμικό τους εξειδικευόταν. Η ανάπτυξη ήταν ταυτόχρονα ταχεία και χωρίς αποκλεισμούς, άρα και πιο βιώσιμη.

Αυτά, όμως, μοιάζουν παρελθόν. Σε ένα περιβάλλον αυξανόμενου προστατευτισμού και αποπαγκοσμιοποίησης, δύο εναλλακτικές στρατηγικές έχουν έρθει στο προσκήνιο. Η πρώτη, που προτείνουν οι Rohit Lamba και Raghuram G. Rajan, επικεντρώνεται στις εξαγώγιμες υπηρεσίες έντασης δεξιοτήτων.

Αν και η πρόταση αυτή διατηρεί πλεονεκτήματα του παλιού μοντέλου – έχει το σοβαρό μειονέκτημα ότι μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό του εργατικού δυναμικού μπορεί να επωφεληθεί. Στην Ινδία, μόλις το 2,5% των εργαζομένων απασχολείται σε τέτοιους τομείς. Η δεύτερη στρατηγική, των Dani Rodrik και Rohan Sandhu, βασίζεται στην εκτίμηση ότι οι δυνατότητες εξαγωγών εντάσεως εργασίας έχουν μειωθεί, ενώ τεχνολογίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η αυτοματοποίηση μειώνουν περαιτέρω τη δυνατότητα δημιουργίας θέσεων εργασίας στη μεταποίηση. Οι δύο οικονομολόγοι προτείνουν στροφή προς την αύξηση της παραγωγικότητας σε μη εμπορεύσιμες υπηρεσίες.

Η αποπαγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική αλλαγή επιτάχυναν την αναζήτηση εναλλακτικών δρόμων ανάπτυξης. Ωστόσο, μια νηφάλια αποτίμηση αποκαλύπτει ένα δύσκολο δίλημμα: οι εξαγώγιμες υπηρεσίες υψηλής ειδίκευσης προσφέρουν δυναμισμό αλλά όχι ευρεία συμμετοχή· οι μη εμπορεύσιμες υπηρεσίες είναι πιο περιεκτικές αλλά στερούνται δυναμικής. Ακόμα κι αν δεν μπορούν να αναπαραχθούν πλήρως τα «θαύματα» της Κίνας, της Νότιας Κορέας και της Ταϊβάν, η παραδοσιακή στρατηγική των εξαγωγών ανειδίκευτης, εντατικής σε εργασία μεταποίησης παραμένει ελπιδοφόρα – και ίσως να αποτελεί ακόμη την καλύτερη ευκαιρία για κοινή ευημερία στις φτωχότερες περιοχές του κόσμου.

*Ο κ. Amrit Amirapu είναι ανώτερος λέκτορας Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Κεντ.

Ο κ. Arvind Subramanian, πρώην επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος της ινδικής κυβέρνησης, είναι ανώτερος ερευνητής στο Peterson Institute for International Economics.