Η πρόσφατη ένταση στις σχέσεις ΚράτουςΕκκλησίας με αφορμή την απόφαση της κυβέρνησης να προχωρήσει στη θέσπιση του πολιτικού γάμου και για πρόσωπα του ίδιου φύλου γέννησε το ερώτημα εάν η Εκκλησία της Ελλάδος είναι υπερσυντηρητική. Η απάντηση είναι ότι η ορθόδοξη διδασκαλία δεν είναι καθόλου συντηρητική, υπερσυντηρητικές είναι οι θέσεις μελών της διοικούσας την Εκκλησία Ιεραρχίας. Οι ακραίοι μητροπολίτες παρασύρουν και τους υπόλοιπους, που προτιμούν τη σιωπή, και δίνεται λάθος εντύπωση μιας δήθεν ομοφωνίας. Αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι η διοικούσα Εκκλησία έχει χάσει την επαφή της με τις εξελίξεις στην κοινωνία, πέραν του στενού κύκλου πιστών που περιβάλλει τους λειτουργούς της και ιδίως τους μητροπολίτες της. Το αποδεικνύει σειρά μετρήσεων, αλλά και πρόσφατη δημοσκόπηση που καταδεικνύει ότι η πλειονότητα των πολιτών τάσσεται υπέρ του γάμου προσώπων του ίδιου φύλου…

Θεμελιώδης αρχή, όμως, του πολιτεύματος της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι η ισοτιμία λαϊκών και κληρικών ως μελών του σώματος της Εκκλησίας. Γι’ αυτό ανέκαθεν οι λαϊκοί είχαν ενεργό συμμετοχή και στη διοίκηση της Εκκλησίας. Ετσι και στην Εκκλησία της Ελλάδος από την ίδρυσή της μετείχαν αιρετοί λαϊκοί στα όργανα διοίκησής της και μάλιστα, για μεγάλο διάστημα, οι ίδιοι οι ενορίτες εξέλεγαν, με μυστική ψηφοφορία, τον εφημέριο της ενορίας τους και ακολούθως ο Επίσκοπος τον χειροτονούσε. Το ίδιο γινόταν και για τους επιτρόπους κάθε ναού, που εκλέγονταν και αυτοί από τους ενορίτες.

Δυστυχώς, τη συμμετοχή αιρετών λαϊκών στη διοίκηση της Εκκλησίας και στη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας αρχικά περιόρισε και τελικά κατάργησε η δικτατορία Μεταξά. Τα γεγονότα που ακολούθησαν, ο παγκόσμιος πόλεμος και στη συνέχεια η εμφύλια σύρραξη, δημιούργησαν μια νέα τάξη πραγμάτων.

Τα όσα είχαν καταργηθεί με τη δικτατορία Μεταξά δεν επανήλθαν σε ισχύ, αντιθέτως ακολούθησε και η δικτατορία των συνταγματαρχών, με αποτέλεσμα να παγιωθεί στις νέες γενιές πιστών η εντύπωση ότι η Εκκλησία είναι είτε ο ναός στον οποίο εκκλησιάζονται, είτε η διοικούσα Εκκλησία και όχι αυτοί οι ίδιοι ως ισότιμα μέλη της.

Την κατάσταση προσπάθησε να επαναφέρει στην κανονική τάξη ο ριζοσπάστης Α. Τρίτσης, ως υπουργός στην κυβέρνηση Α. Παπανδρέου, προβλέποντας με νόμο τη συμμετοχή αιρετών, δηλ. εκλεγμένων μελών τόσο στα ενοριακά όσο και στα μητροπολιτικά συμβούλια με λόγο και στα περιουσιακά θέματα. Και ο μεν Τρίτσης εκπαραθυρώθηκε και «έμεινε στην Ιστορία», η δε διοικούσα Εκκλησία εξακολούθησε να ασκεί εξουσία, συναλλασσόμενη με τις εκάστοτε κυβερνήσεις και διορίζοντας στη διοίκησή της εκείνους τους λαϊκούς που επιλέγουν οι ίδιοι οι μητροπολίτες. Έτσι απέκτησε πολιτική επιρροή, κατευθύνοντας στις εκλογές, με τον δικό της τρόπο, ψήφους σε συγκεκριμένους υποψηφίους που υποστήριζαν τα συμφέροντά της.

Την τελευταία δεκαπενταετία, επί Αρχιεπισκοπίας Ιερωνύμου Β΄, και χάρη στις δεξιότητές του, οι σχέσεις Πολιτείας – Εκκλησίας κύλισαν ομαλά. Η πρόσφατη αναστάτωση οφείλεται στην πίεση η οποία του ασκήθηκε από συγκεκριμένους ιεράρχες για σύγκληση της Ιεραρχίας προκειμένου να λάβει θέση επί ενός νομοσχεδίου που δεν είχε καν δει το φως της δημοσιότητας!

Το ανακοινωθέν της Ιεραρχίας (23.1.2024) πόρρω, βέβαια, απέχει από τις ακραίες θέσεις που ακούστηκαν στην Ιεραρχία ή ανακοινώθηκαν με δηλώσεις στον Τύπο. Δίνει, όμως, ατυχώς, το δικαίωμα σε κάθε μητροπολίτη να προχωρήσει στην επαρχία του σε πρωτοβουλίες για την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των πιστών… Ιδωμεν!

Ήδη πληροφορούμαι ότι συγκεκριμένοι ιεράρχες, που δεν θα κατονομάσω σήμερα, καλούν βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος και τους απειλούν ότι δεν θα επανεκλεγούν αν ψηφίσουν το σχέδιο νόμου. Είμαι βέβαιος ότι και άλλοι θα το πράξουν, τουλάχιστον εμμέσως, άλλωστε επισήμως ανακοινώθηκε ότι, πέραν της Εγκυκλίου προς το πλήρωμα, θα σταλεί επιστολή με τις θέσεις της Εκκλησίας σε κάθε βουλευτή…

Η απόφαση, όμως, της κυβέρνησης είναι μια πολιτική επιλογή και αφορά σε ένα καθαρώς νομικό ζήτημα. Γι’ αυτό κρίνω πολύ πιο ισορροπημένη τη θέση της Ι. Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία, καταληκτικώς, τονίζει ότι τα μέλη της Εκκλησίας που συνάπτουν άλλες μορφές συμβίωσης «πρέπει να αντιμετωπίζονται μετά ποιμαντικής ευθύνης και εν Χριστώ αγάπης».

 

Ο κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης είναι ομότιμος καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.