Ο αποκλεισμός από τις προσεχείς εκλογές του νεοναζιστικού κομματικού μορφώματος «Ελληνες», του «κόμματος Κασιδιάρη», όπως επικράτησε να λέγεται, ανέδειξε μερικά ενδιαφέροντα ζητήματα που αφορούν την πολιτική θεώρηση που έχουν ορισμένα κόμματα, του λεγόμενου «δημοκρατικού τόξου», απέναντι σε αυτό που λογικά θα έπρεπε να συγκεντρώνει την ομόθυμη αντίδραση του πολιτικού κόσμου. Ητοι την παραχώρηση βήματος για την άρθρωση πολιτικού λόγου στους εχθρούς της δημοκρατίας, στους κήρυκες του φασισμού και του ναζισμού, στους διακινητές κάθε ρατσιστικής αντίληψης για τη διαφορετικότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Κι όμως, στη χώρα που γεννήθηκε η Δημοκρατία και υμνήθηκαν ο ουμανισμός και οι πανανθρώπινες αξίες και αποτέλεσαν στη συνέχεια τον πυρήνα για τη δημιουργία του δυτικού πολιτισμού, το αυτονόητο πολλές φορές μοιάζει ανέφικτο. Και είναι τραγικό που καθιστούν ανέφικτο το αυτονόητο οι μικροκομματικές σκοπιμότητες και οι τακτικισμοί.

Δύο κόμματα, το πρώτο και το τρίτο, κατέθεσαν υπομνήματα στον Αρειο Πάγο προς υποστήριξη της θέσεως ότι το νεοναζιστικό μόρφωμα, που μάχεται τους δημοκρατικούς θεσμούς και συμπεριλαμβάνει στους κόλπους του εγκληματικά στοιχεία, δεν μπορεί να λαμβάνει μέρος στην ύψιστη διαδικασία για μια δημοκρατία, δηλαδή στις εκλογές. Το δεύτερο κόμμα, το οποίο κυβέρνησε τη χώρα και τάσσει τον εαυτό του στον χώρο της Αριστεράς, όχι μόνο υπονόμευσε την κατάθεση κοινού υπομνήματος (πρωτοβουλία του Ν. Αλιβιζάτου), αλλά αρνήθηκε να καταθέσει ακόμη και δικό του, ξεχωριστό υπόμνημα. Κρυμμένο πίσω από αυτοκαταρριπτόμενα άλλοθι και χρησιμοποιώντας γελοίες δικαιολογίες, διατήρησε ως το τέλος τη στάση του αμέτοχου, τρίτου παρατηρητή.

Αν είχε επιλέξει όμως αυτή τη στάση διότι είχε μια λάθος προσέγγιση στο όλο θέμα, επικαλούμενο ίσως ακόμη και λογικές που ανέπτυξαν οι υποστηρικτές του νεοναζιστικού μορφώματος, περί αντισυνταγματικότητας της σχετικής διάταξης πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η απόφαση του Αρείου Πάγου, ενδεχομένως κάποιος θα μπορούσε να τη θεωρήσει ως και αποδεκτή.

Αλλά δεν οφειλόταν σε λάθος προσέγγιση. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέληξε εξ αρχής σε αυτή την κουτοπόνηρη στάση, γιατί πρώτον ήταν βέβαιος ότι το «κόμμα Κασιδιάρη» θα αποπεμφθεί από την εκλογική διαδικασία και δεύτερον διότι πίστευε και εξακολουθεί να πιστεύει πως ένα μέρος των ψηφοφόρων «Κασιδιάρη» θα ψηφίσει τιμωρητικά, με βάση το θυμικό.

Μπορεί όμως ένας ακροδεξιός, ακόμη και φασίστας ψηφοφόρος να επιλέξει στις εκλογές ένα κόμμα το οποίο αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερό; Ασφαλώς και μπορεί!

Επιλέγοντας εν βρασμώ, τον ΣΥΡΙΖΑ εν προκειμένω, επιδιώκει να τιμωρήσει το κυβερνών κόμμα ως υπεύθυνο για την απαγόρευση της συμμετοχής του «κόμματος Κασιδιάρη» στις εκλογές.

Σε μια χώρα όπου η ψήφος με αρνητικό πρόσημο αποτελεί σχεδόν πάγια πρακτική των ψηφοφόρων, δεν συνιστά κάποιου είδους πρωτοτυπία αν ένα κόμμα που περιμένει να υποδεχθεί αυτές τις ψήφους να κάνει αυτό που πρέπει για να μην ανακόψει ή και να διευκολύνει τη ροή τους προς αυτό.

Ωστόσο επί του προκειμένου ακόμη και αυτή η «φυσιολογική» πολιτική πρακτική δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Εδώ δεν πρόκειται για θυμωμένους αγρότες, αγανακτισμένους συνταξιούχους, οργισμένους δημοσίους υπαλλήλους, από τις πολιτικές της κυβέρνησης. Εδώ πρόκειται για την ψήφο των ακροδεξιών. Και αυτή, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε τίποτε για να την αποτρέψει. Αντιθέτως, έκανε ό,τι μπορούσε για να την υποδεχθεί.

Το ασυγχώρητο, εγκληματικό λάθος απέναντι στη Δημοκρατία και στους θεσμούς της, οφείλει να το τιμωρήσει το υπόλοιπο εκλογικό σώμα. Προσωπικά είμαι βέβαιος ότι θα το πράξει.