Οι νομπελίστες οικονομολόγοι Ντάρον Ατζεμόγλου και Τζέιμς Ρόμπινσον επιχειρηματολογούν πειστικά στο βιβλίο τους Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη υπέρ της ύπαρξης στιβαρών θεσμών που εγγυώνται την ευημερία, την καινοτομία και την ειρήνη. Η έμφαση είναι στο «στιβαρών», όπου οι θεσμοί προσλαμβάνουν το κύρος που τους προσδίδουν οι ανθρώπινοι φορείς τους και η τήρησή τους. Πρόσφατα έλληνας συνάδελφος καθηγητής έκανε μια αποστομωτική παρατήρηση: «κι εμείς έχουμε θεσμούς, αλλά τι συμβαίνει στην πράξη;».
Αυτό που συμβαίνει, για να συνεχίσω τη σκέψη του, είναι ότι δεν έχουμε στιβαρούς θεσμούς, ενώ πίσω τους παραμονεύει συνήθως η «παράγκα». Οι δημοκρατικοί θεσμοί μετά το 1974 διαρκώς αποψιλώνονται και μοιάζουν πια προσχηματικοί. Ενα φύλλο συκής για να λαμβάνει η Ελλάδα κοινοτικούς πόρους, που ως επί το πλείστον λυμαίνονται οργανισμοί και πρόσωπα συμβατά με τους ευρωπαϊκούς «θεσμούς» – άλλωστε η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει εδώ και χρόνια τους «Μεγάλους Πέντε», όχι μόνον η Eurovision. Επίσης, με αυτό το φαίνεσθαι η Ελλάδα φιγουράρει στους διεθνείς οίκους αξιολόγησης.
Μολονότι δεν σημαίνει τίποτα η χιλιοπαιγμένη είδηση ότι εν έτει 2025 αναβαθμίστηκε λίγο η ελληνική οικονομία για τον Ελληνα που εγκαταλείπει τη χώρα για να αναζητήσει την τύχη του στο εξωτερικό – «ξενιτιά» το λέγαμε παλιά – ή σε όποιον πληρώνει ενοίκιο 800 ευρώ για δυάρι τεσσαρακονταετίας δίνοντας τον μισό από έναν υποφερτό, για τα ελληνικά δεδομένα, μισθό. Ακούει περισσότερο την πρόσφατη δημόσια δήλωση του νομπελίστα Χριστόφορου Πισσαρίδη (Απρίλιος 2025) – παρότι δεν «έπαιξε» σε προβεβλημένα ΜΜΕ που παρουσίαζαν διθυραμβικά την έκθεσή του το 2020 – ότι ανησυχεί που η Ελλάδα είναι «πάντα στην τελευταία θέση, όποιες στατιστικές και να ανοίξεις».
Η σύγκρουση «παράγκας» και θεσμών είναι ενδεικτική στη δικαιοσύνη. Εκεί, ισχύει θεωρητικά στις δημοκρατίες η μοντεσκιανή διάκριση των εξουσιών και η απαραίτητη «τυφλότητα» της δικαιοσύνης. Ωστόσο, ίδιον των «ισχυρών της ημέρας» είναι ότι θέλουν να έχουν μούσκουλα και να τα δείχνουν, να είναι επώνυμοι. Πολλοί δικαστικοί, όχι όλοι, συμβιβάζονται. Εκπροσωπώντας το σαθρό κράτος που στηρίζεται σε ΜΜΕ και σώματα ασφαλείας – καρότο και μαστίγιο το λέγαμε παλιά – έχουν βρει τρόπο να παρακάμπτεται η τιτάνια σύγκρουση θεσμών και «πιάτσας»: με τη βραδύτητα στην απονομή δικαιοσύνης. Υπονοείται ότι ορισμένα προβλήματα θα εξαφανιστούν από μόνα τους με την παραπομπή στις καλένδες ή τη βιολογική φθορά των αντιδίκων. Οι θεσμοί γύρω από τη δικαιοσύνη προβαίνουν σε παρακώλυση, παραβάσεις, παράλληλες αρμοδιότητες, πνίξιμο στα δικόγραφα, απαξίωση των δικαστικών λειτουργών και υποδομών, και φυσικά κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις στην επιλογή της δικαστικής ηγεσίας ή έξωθεν παρεμβάσεις στην έκβαση υποθέσεων. Ο μιθριδατισμός μιας κοινωνίας θυμωμένης και αυτοκαταστροφικής κάνει επίσης τη δουλειά του. Λίγο δηλητήριο την ημέρα τον γιατρό τον κάνει πέρα (κυριολεκτικά). «Πού πας να τα βάλεις με αυτούς;» – όπου «αυτοί» είναι ένα αόρατο αλλά υπαρκτό «σύστημα» του χαμηλότερου κοινού παρονομαστή με χρόνο, χρήμα, και γνωριμίες, που εσύ δεν μπορείς να έχεις, γιατί πρέπει να τους πληρώνεις με τη δουλειά ή τη δουλοπρέπειά σου.
Το θέμα στην Ελλάδα δεν είναι να γκρεμίσουμε τους θεσμούς, αλλά την «παράγκα». Οι αδύναμοι θεσμοί δημιουργούν τυράννους και κοινωνίες-κλωτσοσκούφια. Που επαναστατούν και αυτοκαταστρέφονται. Για να το αποφύγουμε, ας μην τους πυροβολούμε. Ας τους διορθώσουμε. Με γενναίες μεταρρυθμίσεις που αντιμετωπίζουν τα πραγματικά προβλήματα, όχι τις μεταρρυθμίσεις του συρμού για το θεαθήναι. Χρειάζονται μικρές καθημερινές «επαναστάσεις» στον τομέα του καθενός και συλλογικότητα γύρω από κοινές αξίες, ώστε να μην επιβάλλεται η ψυχολογία του όχλου πάνω στη δημοκρατία. Είναι έργο κοπιώδες, επιβάλλει μοναξιά και δημιουργεί εχθρούς. Αλλά χωρίς αυτό, θα είμαστε πάντα τελευταίοι.
*Η κυρία Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου είναι καθηγήτρια Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πειραιώς, γενική διευθύντρια του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων.