Πώς θα ήταν άραγε ένα ταξίδι στη Μασσαλία; Οταν είσαι μέλος του Ομίλου Γαλλοφωνίας του 5ου Προτύπου Γυμνασίου Χαλκίδας, αναπόφευκτα το σκέφτεσαι. Και το ξανασκέφτεσαι. Ψάχνεις, ρωτάς, βλέπεις βίντεο, προσπαθείς να το φανταστείς.

Μια μέρα η Μαριέττα είχε μια τρελή ιδέα και παίρνοντας βαθιά αναπνοή μας την ανακοίνωσε:

l Θα κρυφτούμε στο αμπάρι ενός αρχαίου πλοίου που πάει Μασσαλία!

l Μη λες βλακείες, δεν γίνεται! απάντησε ο Θάνος.

l Ακούστε, είναι απλό: θυμάστε στο βίντεο τα μασσαλιώτικα μπισκότα navettes, τις βαρκούλες; Θα φάμε όλοι το βράδυ από μία και θα ονειρευτούμε το ταξίδι μας εκεί. Το πρωί θα αφηγηθεί ο καθένας τι είδε στον ύπνο του.

Την επόμενη μέρα – καταβροχθίζοντας τα μπισκότα μας στην ώρα του Ομίλου – η Μαριέττα κάνει την αρχή:

l Ακούστε! Απίστευτο όνειρο! Ημουν σε ένα θεοσκότεινο αμπάρι! Μύριζε πολύ έντονα ψάρια! Πόσο καιρό να τα είχαν; Αλυτο μυστήριο! Τι να είχε μέσα η navette που έφαγα;

l Κι εγώ, λέει ο Σωτήρης, βρέθηκα στο αμπάρι του πλοίου στριμωγμένος ανάμεσα σε αμφορείς. Δεν ήξερα πού πηγαίναμε. Ξαφνικά ακούω το πλήρωμα να φωνάζει «Η Φώκαια!»

l Εγώ, απελπισμένη πως δεν θα με ξαναδεί ο μπαμπάς μου, λέει η Βασιλική, κοιτάζω έξω και καταλαβαίνω από τις φωτογραφίες που είδαμε στην τάξη ότι είμαστε στη Μασσαλία, στις εκβολές του Ροδανού!

Η Ευθυμία γκρίνιαξε:

l Εσείς κοιμόσασταν του καλού καιρού, ενώ εγώ στριμωγμένη ανάμεσα σε πιθάρια μύριζα ψάρια, λαχανικά, όσπρια. Μπλιαχ!

l Είναι σκοτεινά, ψιθυρίζει ο Νικόλας, δίπλα μου ψηλαφώ αγγεία με κρασί και όσπρια. Μια μυρωδιά φτάνει στα ρουθούνια μου: φρέσκιες baguettes! Kόβω ένα κομμάτι και μετά κι άλλο. Tο νοστιμότερο ψωμί της ζωής μου!

l Να τα τείχη, ψηλά, συμπλήρωσε ο Αγγελος. Δεν πίστευα στα μάτια μου! Στην Ελλάδα είμαι ακόμα; Ψηλά στους λόφους, ο ναός της Εφέσιας Αρτέμιδος!

l Τι βρώμικο αμπάρι, λέει η Λυδία. Ξαφνικά μπαίνει φως από μια χαραμάδα. Ξημερώνει επιτέλους!

l Και εγώ, είπε η Διώνη, τρόμαξα όταν συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν σ’ ένα αμπάρι γεμάτο αμφορείς με κρασί, λάδι και σταφίδες. Πώς μπορεί να έφτασα εκεί; Το μόνο που θυμόμουν τελικά ήταν η πεντανόστιμη navette!

l Το πλοίο πλησιάζει το φρούριο του Αγίου Ιωάννη, λέει ο Θεόδωρος.

Γαλάζια νερά, τεράστια τείχη! Δεν χόρταινα τη θέα! Τελικά οι Φωκαείς δεν είχαν άδικο που διάλεξαν αυτή τη γη για την αποικία τους. Αραγε πώς να είναι τώρα η Μασσαλία; Θα είναι όπως στο όνειρό μου; Ξύπνησα από τη φωνή της μητέρας μου… «Ωρα για το σχολείο!».

Ντρινννννν! Το κουδούνι και η καθηγήτριά μας μας επανέφεραν στην πραγματικότητα. Και το κουτί με τις θαυματουργές μπισκοτο-navettes κατέληξε στο γραφείο των καθηγητών μας, κρυμμένο μέσα σε ένα συρτάρι, με όλες τις μαγικές ιδιότητές του μαζί. Αλλά και τη χαρά που δημιουργούσε πλέον και μόνο η ιδέα της ύπαρξής του…

Των Θοδωρή Ανδρέου, Βασιλικής Ανωγιάτη, Σωτήρη Βάθη, Ευθυμίας Γεροκωνσταντή, Νικόλα Ζυγούρα, Μαριέττας Μπολίνη, Χρήστου Νικολάκη, Αγγέλου Παπαρήγα, Θάνου Ράζου, Λύδιας Σελεβάκου, Διώνης Χριστοδούλου