Αν και οι Ξένες Αμεσες Επενδύσεις (ΞΑΕ) φθάνοντας το 2022 τα 7,22 δισ. σημείωσαν νέο ρεκόρ 20ετίας και ήταν αυξημένες κατά 35% σε σχέση με το 2021 αλλά και υπερτριπλάσιες του μέσου όρου της περιόδου 2002-2020, εν τούτοις σε μεγάλο βαθμό αφορούσαν εξαγορές και συγχωνεύσεις (32%) ήδη υφιστάμενων επιχειρήσεων, καθώς και τοποθετήσεις στην αγορά ακινήτων (27,5%), ενώ το κομμάτι των επενδύσεων με σκοπό τη δημιουργία νέων άμεσων παραγωγικών επιχειρήσεων ή νέων εγκαταστάσεων των αποκαλούμενων «greenfield investments», που αυξάνουν περισσότερο τις παραγωγικές και εξαγωγικές δυνατότητες της οικονομίας, αποτελούν ακόμη μικρό κομμάτι των συνολικών επενδύσεων.

Μεταρρυθμίσεις

Η προσέλκυση περισσότερων τέτοιων επενδύσεων προϋποθέτει συστηματική εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, λένε αναλυτές διεθνών οίκων. Οι σημαντικότερες εξ αυτών αφορούν την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, την αύξηση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης, τη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης και τη σύνδεσή της με τις ανάγκες της αγοράς, τη γενικότερη εφαρμογή των κανόνων δικαίου, την ολοκλήρωση του Κτηματολογίου και των χρήσεων γης, την περαιτέρω απλοποίηση του πλαισίου αδειοδότησης επενδύσεων κ.ά.

Οι όροι του παιχνιδιού

Δεδομένου εξάλλου πως οι επενδύσεις αυτές εμπεριέχουν μεγαλύτερο βαθμό επιχειρηματικού κινδύνου, καθώς μπορεί να προκύψουν π.χ. περιβαλλοντικά ή αρχαιολογικά προβλήματα, καθυστερήσεις από αδειοδοτικές διαδικασίες, προσφυγές, αναβολές, εκδικάσεις στο ΣτΕ, καθώς οι όροι του παιχνιδιού δεν είναι ξεκάθαροι, δύσκολα θα «βάλει» κανείς τα λεφτά του σε τέτοιες επιχειρηματικές προσπάθειες.

Ετσι, συνήθως προχωρούν οι επενδύσεις εκείνες που έχουν σημαντικά περιθώρια άμεσης απόδοσης, όπως π.χ. σε τομείς όπως ο Τουρισμός ή στα data centers καθώς η ψηφιοποίηση του Δημοσίου δημιουργεί ζήτηση για σχετικές υπηρεσίες κ.ά., ενώ ακόμη και επενδύσεις όπως αυτές στα ναυπηγεία ενέχουν και μία γεωπολιτική χροιά που ξεφεύγει από την αμιγώς οικονομική διάσταση της επένδυσής, χωρίς βέβαια αυτό να είναι κάτι μεμπτό.

Η Intel π.χ., παγκόσμιος κολοσσός στην κατασκευή τσιπ ημιαγωγών που ανακοίνωσε προσφάτως τρεις μεγάλες παραγωγικές επενδύσεις σε Γερμανία (33 δισ. δολ.), Πολωνία (4,6 δισ. δολ.) και Ισραήλ (25 δισ. δολ.), βρισκόταν στο πλαίσιο του τεράστιου επενδυτικού της σχεδίου για την Ευρώπη σε συζητήσεις και με την Ελλάδα για παρόμοια κίνηση, η οποία ας ελπίσουμε πως δεν έχει ανατραπεί.

Προβληματισμός

Την ίδια ώρα, η επιτάχυνση της Δικαιοσύνης που θεωρείται καθοριστική και για τη λειτουργία της οικονομίας, προκαλεί προβληματισμό. Π.χ. αγορά, διεθνείς επενδυτές, αλλά και μικροεπενδυτές, παρατηρούν με δέος τις εξελίξεις στην υπόθεση του «σκανδάλου Folli Follie», που ανέδειξε τη σκοτεινή πλευρά του ελληνικού επιχειρείν, με τραγικές συνέπειες σε μετόχους, ομολογιούχους, επιφέροντας ουσιαστικό πλήγμα στην ελληνική κεφαλαιαγορά, μεταδίδοντας  καχυποψία και ανασφάλεια σε όλο το σύστημα.

Το «σκάνδαλο Folli Follie» αποκαλύφθηκε όμως από το fund QCM στις 4 Μαΐου 2018, με την προφυλάκιση του ιδρυτή της εταιρείας και του γιου του να λαμβάνουν χώρα στις 9 Σεπτεμβρίου 2020, με τη δίκη να βρίσκεται ακόμη σε… εξέλιξη, ενώ στην πολύκροτη «υπόθεση Madoff» στις ΗΠΑ το σκάνδαλο έγινε γνωστό στις 30 Νοεμβρίου 2008, στις 11 Δεκεμβρίου 2008 ο Bernie Madoff συνελήφθη ως «εγκέφαλος» της απάτης και η οριστική απόφαση για 150 χρόνια φυλάκιση έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 2009.

Δηλαδή στις ΗΠΑ από την ανακάλυψη του σκανδάλου ως την οριστική απόφαση, σε μία σύνθετη μάλιστα υπόθεση, μεσολάβησαν 7 μήνες, ενώ στην περίπτωση της Ελλάδας από την ανακάλυψη του σκανδάλου έχουν περάσει ήδη 5 χρόνια και σχεδόν 2 μήνες και ακόμη κανείς δεν μπορεί να αποφανθεί αν και πότε θα υπάρξει η τελική ετυμηγορία.

Διπλάσια ανάπτυξη

Τα επόμενα χρόνια πάντως εκτιμούν κορυφαίοι τραπεζίτες, αναμένονται επενδύσεις 120-150 δισ. ευρώ που θα αλλάξουν την ελληνική οικονομία, που θα σημειώσει διπλάσια ανάπτυξη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Οι ροές του Ταμείου Ανάκαμψης ύψους 30,5 δισ. ευρώ (60 δισ. ευρώ με τη μόχλευση) για μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις, είναι ένας παράγοντας που συμβάλλει στη δυνητική ανάπτυξη, ενώ αναμένεται να βάλουν ένα τέλος σε μία μακρά περίοδο αποεπένδυσης 13 ετών. Οι επενδύσεις των επόμενων ετών εκτιμάται μάλιστα πως θα έχουν πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στο ΑΕΠ, προσθέτοντας σχεδόν 90 δισ. σε βάθος 20ετίας, δημιουργώντας και 300.000 θέσεις εργασίας.

}Παράλληλα, ενώ τις προηγούμενες δεκαετίες βιώσαμε την αποβιομηχάνιση της χώρας, η τάση αυτή μάλλον αντιστρέφεται καθώς η βιομηχανία συμμετέχει στο Ταμείο Ανάκαμψης, ενώ η Ελλάδα θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί και την τάση μερικής επιστροφής της παραγωγής από την Ανατολή στη Δύση, τάση που ξεκίνησε λόγω της πανδημίας και ίσως επιταχυνθεί λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων.

Η ανταγωνιστικότητα

Κατά δύο θέσεις υποχώρησε η Ελλάδα στη διεθνή κατάταξη ανταγωνιστικότητας για το 2023, σύμφωνα με τα στοιχεία του International Institute for Management Development (IMD) της Ελβετίας, καθώς βρέθηκε στην 49η θέση (από την 47η θέση πέρυσι) μεταξύ 64 χωρών. Αν και την τετραετία 2019-2023 βελτιώθηκε συνολικά κατά εννέα θέσεις, για μία ακόμη χρονιά όμως τοποθετείται στις θέσεις χαμηλής ανταγωνιστικότητας. Με βάση τις τέσσερις κατηγορίες δεικτών του IMD, το 2023, υποχώρησε στους δείκτες «Οικονομικής Αποδοτικότητας» κατά επτά θέσεις και «Επιχειρηματικής Αποτελεσματικότητας» κατά δύο θέσεις, ενώ βελτιώθηκε στους δείκτες «Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας» κατά δύο θέσεις και «Υποδομών» κατά μία θέση.