Μια βόλτα στην Αθήνα αρκεί αυτές τις μέρες για να νιώσει κανείς πως βρίσκεται σε μια ευρωπαϊκή μητρόπολη – αρκεί βέβαια να κινηθεί μέσα στα μουσεία και τις γκαλερί της πόλης και να μη δει την κατάσταση εκτός τους. Εκεί, το εκθεσιακό πρόγραμμα δεν περιορίζεται στην ευχάριστη κατανάλωση εικόνων, αλλά συγκροτεί ένα ζωντανό, ουσιαστικό μάθημα Ιστορίας της Τέχνης.
Τον τόνο δίνει το Μουσείο του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή με την έκθεση «Από τον Monet στον Warhol. Τρεις γενιές, μια συλλογή, ένα ταξίδι στην εξέλιξη της μοντέρνας τέχνης» (έως 11/4). Ενα πυκνό, καλοδομημένο αφήγημα που διατρέχει κομβικές στιγμές της δυτικής ζωγραφικής από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τις αρχές της δεκαετίας του ’80, μέσα από έργα που στέκονται όχι απλώς ως αριστουργήματα, αλλά ως σταθμοί στην εξέλιξη της μοντέρνας ματιάς. Το MOMus – Μουσείο Αλεξ Μυλωνά στο Θησείο βάζει ένα μικρό λιθαράκι σε αυτό το αφήγημα με την έκθεση «Niki de SaintPhalle. Από τις σκοποβολές στην ελευθερία» (επιμέλεια: Θούλη Μισιρλόγλου, έως τις 24/5), την πρώτη παρουσίαση του έργου της γαλλίδας εικαστικού στην Ελλάδα. Η Νίκι ντε Σεν Φαλ (1930-2002), εμβληματική μορφή της μεταπολεμικής τέχνης, έμεινε στην ιστορία για το εκρηκτικό, φεμινιστικό και βαθιά πολιτικό της έργο, από τις δράσεις-σκοποβολές «Tirs» έως τις πολύχρωμες, πληθωρικές «Nanas». Οι μεν παρουσιάζονται μέσα από τεκμηριωτικό υλικό, οι δε μέσα από ένα υπερμέγεθες «Κορίτσι», που συνομιλεί και συμπληρώνει «Το προπατορικό αμάρτημα» (1970) με τον έτερο υπερμεγέθη Αδάμ. Η έκθεση βασίζεται σε τρία έργα της συλλογής του MOMus, τα οποία αποκτήθηκαν είτε μέσω δωρεάς της ίδιας της καλλιτέχνιδας είτε του Αλέξανδρου Ιόλα, μιας μορφής που συνέβαλε καθοριστικά στη διεθνή της αναγνώριση. Παράλληλα, εμπλουτίζεται με υλικό από ιδιωτικές συλλογές καθώς και από το Niki Charitable Art Foundation. Μέσα από γλυπτά, ζωγραφικά έργα και φωτογραφίες, ξεδιπλώνεται ο κόσμος της καλλιτέχνιδας, όπως ακριβώς και μέσα από τα artist’s books που παρουσιάζονται στην έκθεση: ένας κόσμος διαποτισμένος από μια αφοπλιστική αίσθηση παιχνιδιού, το οποίο ωστόσο αντιμετωπίζεται ως μια απολύτως σοβαρή υπόθεση που αφορά το σώμα, την ελευθερία και την ίδια την έννοια της δημιουργίας.
16 Φωκίωνος Νέγρη
Από κοντά αξίζει και η έκθεση «Λίλα ντε Νόμπιλι, Υλικά Ονείρων: Θέατρο – Οπερα – Ζωγραφική» (έως 7/2), με έργα από τη συλλογή του ποιητή Ερρίκου Σοφρά, που διοργανώνεται από το ίδρυμα «Η άλλη Αρκαδία» του Σωτήρη Φέλιου και φιλοξενείται στον χώρο 16 Φωκίωνος Νέγρη, στην Κυψέλη. Πρόκειται για μια σπάνια ευκαιρία γνωριμίας με μια μορφή που κινήθηκε αθόρυβα αλλά καθοριστικά στο ευρωπαϊκό καλλιτεχνικό τοπίο του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Η Λίλα ντε Νόμπιλι (1916-2002), κορυφαία σκηνογράφος, ενδυματολόγος και ζωγράφος, υπέγραψε σκηνικά και κοστούμια απαράμιλλης ποιητικής δύναμης για ιστορικές παραστάσεις θεάτρου και όπερας, συνεργαζόμενη με προσωπικότητες όπως ο Λουκίνο Βισκόντι, η Μαρία Κάλλας και ο Λόρενς Ολίβιε. Η έκθεση παρουσιάζει μακέτες από εμβληματικές παραγωγές – ανάμεσά τους η «Τραβιάτα», η «Κάρμεν» και η «Μανόν Λεσκώ» – καθώς και ζωγραφικά έργα, μεγάλα παραβάν, δημιουργίες υψηλής ραπτικής και πλούσιο αρχειακό υλικό. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα έργα που φιλοτέχνησε σε διάλογο με τον στενό της φίλο και συνοδοιπόρο Γιάννη Τσαρούχη, αποκαλύπτοντας τη ζωγραφική διάσταση μιας δημιουργού που, ακόμη και όταν εργαζόταν για τη σκηνή, δεν έπαψε ποτέ να σκέφτεται ως ζωγράφος.
Εργα του μπορούμε, παρεμπιπτόντως, να δούμε για λίγο ακόμη στη σημαντική έκθεση «Πρωτόλεια. Από την πρώιμη γραφή στο ώριμο έργο» (έως 11/1) στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς. Πρόκειται για μια ουσιαστική συνεργασία τριών φορέων (Τράπεζα της Ελλάδος, Iδρυμα Φ. Κωστοπούλου και Μουσείο Μπενάκη). Οι επιμελητές τους επέλεξαν έντεκα σημαντικούς έλληνες και ελληνίδες καλλιτέχνες του 20ού αιώνα, από τον Σπύρο Βασιλείου και τον Γιάννη Σπυρόπουλο έως τη Βάσω Κατράκη και τη Χρύσα Ρωμανού, και ανέθεσαν σε ισάριθμους ιστορικούς και θεωρητικούς της τέχνης να εντοπίσουν και να αναδείξουν πρώιμα έργα στα οποία διακρίνονται ήδη τα καθοριστικά στοιχεία της μετέπειτα πορείας τους.
Και τι ωραίο παράδειγμα η εξέλιξη του ιδιώματος του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα μέσα από το θέμα των «Απλωμένων ρούχων» (1930), ο οποίος θα φτάσει σταδιακά στον κυβιστικό προσανατολισμό μιας «Μπουγάδας ΙΙ». Μια πρωτότυπη επιμελητική πρόταση που λειτουργεί όχι μόνο ως ιστορική ανασκόπηση, αλλά και ως εργαλείο κατανόησης της ίδιας της διαδικασίας της καλλιτεχνικής ωρίμασης.
Η γοητεία του ballenesque
Στο ίδιο κτίριο παρουσιάζεται η αναδρομική έκθεση «Roger Ballen: Shadows of the Mind» (έως 25/1), μια εκτενής επισκόπηση σχεδόν σαράντα χρόνων δημιουργίας ενός από τους πιο ιδιοσυγκρασιακούς φωτογράφους της εποχής μας. Η έκθεση συνδιοργανώνεται από το Μουσείο Μπενάκη, το MOMus – Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης και το Studio Roger Ballen, με την υποστήριξη του ΕΜΣΤ, και την επιμέλεια του Ηρακλή Παπαϊωάννου. Η αφήγηση ξεκινά από τις πρώιμες σειρές «Dorps» (1986) και «Platteland» (1994), όπου ο Αμερικανός Ρότζερ Μπάλεν καταγράφει με ωμό, σχεδόν ανθρωπολογικό ρεαλισμό την αγροτική Νότια Αφρική, και εξελίσσεται σε έργα-ορόσημα όπως τα «Outland» (2001), «ShadowChamber» (2005) και «Boarding House» (2009). Εκεί, η φωτογραφία παύει να λειτουργεί ως ντοκουμέντο και μετατρέπεται σε ένα σκοτεινό ψυχολογικό θέατρο, όπου ο χώρος, τα αντικείμενα και τα σώματα συνυπάρχουν σε σκηνοθετημένες, συχνά ανοίκειες συνθέσεις. Η έκθεση ολοκληρώνεται με το Spirits and Spaces (2025), παρουσιάζοντας τη νέα, έγχρωμη φάση του έργου του. Ο όρος ballenesque περιγράφει ακριβώς αυτή τη μοναδική εικαστική γλώσσα του Mπάλεν: έναν κόσμο ασπρόμαυρο (και αργότερα έγχρωμο), σκοτεινό και ανοίκειο, όπου η φωτογραφία συνομιλεί με το σχέδιο, τη ζωγραφική, την εγκατάσταση και το βίντεο. Δεν πρόκειται για απλή καταγραφή της πραγματικότητας, αλλά για μια διερεύνηση των εσωτερικών, συχνά καταπιεσμένων περιοχών της ανθρώπινης συνείδησης.
Παράλληλα, η γκαλερί Can Christina Androulidaki στην Ομόνοια φιλοξενεί την έκθεση «Spirits and Spaces» (ως τις 24/1), όπου παρουσιάζεται αντιπροσωπευτικό δείγμα της ομότιτλης σειράς, καθώς και η σειρά αρνητικών εικόνων «Hungry Ghosts». Eργα που εκπέμπουν μια υποδόρια δύναμη, διαφορετική σε μορφή, αλλά αντίστοιχης έντασης, με εκείνη που χαρακτηρίζει τα πορτρέτα της αγροτιάς. Ο υπόγειος χώρος της γκαλερί, με το ημίφως και την αίσθηση απομόνωσης, ενισχύει την ένταση του ballenesque, μετατρέποντας την εμπειρία σε μια καταβύθιση στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο ελληνικός μήνας του 1975
Πρωτότυπη όσο και ενδιαφέρουσα είναι η αρχειακή έκθεση στο ΕΜΣΤ, «Ο ελληνικός μήνας στο Λονδίνο 1975, 50 χρόνια μετά» (ως τις 8/2), σε επιμέλεια Πολύνας Κοσμαδάκη, όπου παρουσιάζεται ένα ιστορικό γεγονός, όταν από τις 4 Νοεμβρίου έως τις 4 Δεκεμβρίου 1975 το Λονδίνο έγινε για έναν μήνα «ελληνικό»: ο Greek Month in London έφερε στο βρετανικό κοινό μια ζωντανή εικόνα του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού, εστιάζοντας στο εικαστικό σκέλος σε δύο εκθέσεις.
Η πρώτη, «Four Painters of 20th Century Greece» στην γκαλερί Wildenstein, παρουσίασε τους Θεόφιλο, Κόντογλου, Χατζηκυριάκο-Γκίκα και Τσαρούχη, σημαντικούς εκπροσώπους του ελληνοκεντρικού μοντερνισμού. Η δεύτερη, «Eight Artists, Eight Attitudes, Eight Greeks» στο ICA, έφερε στο φως έργα οκτώ σύγχρονων καλλιτεχνών, κυρίως της ελληνικής Διασποράς: Αντωνάκο, Κανιάρη, Χρύσα, Κουνέλλη, Παύλο, Σαμαρά, Takis και Τσόκλη, αμφότερες σε επιμέλεια Χρήστου Ιωακειμίδη και Νόρμαν Ρόζενταλ (με τη συμβολή του Ντένη Ζαχαρόπουλου). Η έκθεση στο ΕΜΣΤ φέρνει ξανά στο προσκήνιο αυτά τα έργα, μέσα από τις συλλογές του μουσείου αλλά όχι μόνο, δημιουργώντας έναν ζωντανό διάλογο ανάμεσα στο τότε και το τώρα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κείμενα με τις εντάσεις των εν Ελλάδι εικαστικών, πολιτικών, τεχνοκριτικών που θεώρησαν ότι η παρουσία των expats δεν συνιστούσε ουσιαστική ελληνική εκπροσώπηση.
«4ensic Drawings»
Να σημειώσουμε, όμως, ότι υπάρχουν και εκθέσεις που φιλοξενούνται σε γκαλερί και συνομιλούν ισότιμα, αν όχι πιο τολμηρά, με αφηγήσεις που βλέπουμε αυτή την περίοδο σε θεσμικούς χώρους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η έκθεση «4ensic Drawings» στην γκαλερί Καλφαγιάν (ως τις 10/1), όπου έργα δύο παλαιότερων δημιουργών, του Αλέξη Ακριθάκη και του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, τίθενται σε διάλογο με εκείνα δύο νεότερων, της Καρολίνας Κρασούλη και του Κωνσταντίνου Μουχταρίδη. Το νήμα που τους συνδέει είναι ο τρόπος με τον οποίο χτίζουν την εικόνα μέσα από μικρές, επαναλαμβανόμενες κινήσεις: γραμμές, μοτίβα, σημειώσεις και χειρονομίες που, μέσα από την επιμονή τους, αποκτούν ρυθμό και εσωτερικό βάθος.
Στα Πετράλωνα, στο Alkinois Art Space, η έκθεση «An Evening Botanist» του Ανδρέα Μαλλουρή, σε επιμέλεια Πάνου Γιαννικόπουλου, ξεδιπλώνει έναν κόσμο όπου η τέχνη συναντά τη χειρουργική. Ο τίτλος της έκθεσης αντλείται από τον όρο «evening botanist», έναν παλιό ευφημισμό για μυστικές συναντήσεις σε δημόσιους κήπους, που εδώ γίνεται αφετηρία για την εξερεύνηση της σωματικής εγγύτητας. Αξιοποιώντας την εμπειρία του ως πλαστικού χειρουργού και εικαστικού, ο Μαλλουρής δημιουργεί γλυπτικά θραύσματα από μπρούντζο, γύψο, σαπούνι, ξύλο και στηρίγματα μοσχευμάτων, συνθέτοντας έργα που ενσωματώνουν αντίθεση και αλληλεπίδραση. Κάγκελα και αγκαθωτά φυτά ορίζουν όρια που ταυτόχρονα περιορίζουν και ελευθερώνουν, ενώ ανθρώπινα μέλη-μοσχεύματα μιλούν όχι μόνο για την πληγή ή την απώλεια, αλλά και για την επούλωση και τη φροντίδα. Η έκθεση δημιουργεί έτσι μια ποιητική, απτική συνύπαρξη ανάμεσα στο όριο και την υπέρβασή του, την επιθυμία και τον περιορισμό της, την πληγή και την αποκατάσταση (έως τις 17/1).



