Τι μπορεί να συμβαίνει στο ξενοδοχείο που λέγεται Ριβιέρα και μουχλιάζει στην παρακμή, ενώ κυλά η ταινία που φέρει τον ίδιο τίτλο; Ενας φοίνικας που μιλάει (σε όσους μπορούν να τον ακούσουν), δύο φίλες για πάντα, ένα αμήχανο καλοκαιρινό ειδύλλιο, μια μητέρα που θέλει να τα αφήσει όλα πίσω.
Αυτή η τρυφερή και αστεία ιστορία ενηλικίωσης είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του Ορφέα Περετζή που άρχισε να σπουδάζει Kλινική Ψυχολογία στο Stirling της Σκωτίας και συνέχισε σπουδάζοντας Κινηματογράφο και Βίντεο στο UCA (Ηνωμένο Βασίλειο) και Σενάριο στο London Film School.
Η «Ριβιέρα» έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Επίσημο Διαγωνιστικό Τμήμα του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σάο Πάολο στη Βραζιλία και έφυγε από την ελληνική πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με 4 βραβεία, ανάμεσα στα οποία της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου FIPRESCI, όπως και αυτό της πρωτοεμφανιζόμενης ηθοποιού, που απονεμήθηκε εξ ημισείας στις θαυμάσιες Εύα Σαμιώτη και Μυρτώ Μεϊτάνη Καστρινάκη.
Ο χώρος, το ξενοδοχείο Ριβιέρα, είναι ο ορισμός της παρακμής, αλλά την ίδια στιγμή έχει μια ζεστασιά που δεν θες να χαθεί. Εχετε σκεφτεί τι θα μπορούσε αυτή η ιδέα να αντανακλά στην κοινωνία μας σήμερα; Τι θα μπορούσε να είναι το αντίστοιχο της Ριβιέρας στην Ελλάδα του 2025;
«Ολυμπιακοί Αγώνες 2004. Η Ελλάδα τιμά την ιστορία της και καταφέρνει να παραδώσει αυτά που έχει υποσχεθεί. Γήπεδα και υποδομές. Το ελληνικό φρόνημα φαίνεται να υπηρετείται με τον βέλτιστο τρόπο. Αργότερα, ολυμπιακά ακίνητα εγκαταλείπονται, έλληνες αθλητές βρίσκονται μπλεγμένοι σε σκάνδαλα ντόπινγκ, η χώρα μπαίνει δυναμικά στα μνημόνια λόγω του υπέρογκου χρέους της. Αυτό ακριβώς είναι το κοινωνικό πλαίσιο της Ριβιέρα.
Η απομυθοποίηση ενός “ένδοξου” παρελθόντος μπροστά στη νέα δυναμική της παγκόσμιας οικονομίας. H κατάρρευση ενός αφηγήματος που δεν ευσταθεί πια. Η Ριβιέρα του 2025 κινδυνεύει να γίνει μια ασαφής υπόσχεση ενός τρόπου ζωής που προωθεί τις κοινωνικές ανισότητες και ισοπεδώνει τον πολιτισμό».
Θεωρείτε ότι κατά μία έννοια η «Ριβιέρα» είναι (και) μια ταινία πάνω στην αιώνια σύγκρουση της παλιάς με τη νέα γενιά;
Η νέα γενιά ενηλικιώνεται σε έναν κόσμο γεμάτο βία, πολέμους και οικολογικές καταστροφές. Ενας νέος, δύσκολο πια ταυτίζεται με το σύγχρονο παρελθόν. Ετσι, τα ίχνη της νέας γενιάς χάνονται στην απάθεια, τη μοναξιά και σε ακραίες επιλογές.
Σε αντίθεση με τους συνομήλικούς της, η πρωταγωνίστρια έχει εμμονή με το παρελθόν, με την ηρωική εικόνα του μπαμπά της, με εκείνους που πέρασαν από το ξενοδοχείο όταν ζούσαν και έκαναν τα πιο ωραία γλέντια αλλά τώρα αγνοείται η τύχη τους. Ετσι έρχεται αντιμέτωπη με την απάθεια των ανθρώπων γύρω της να αγκαλιάσουν το όραμά της.
Τότε χάνεται και εκείνη μέσα στην αποξένωση και τη μοναξιά αλλά καταφέρνει να βρει την ελευθερία της μέσα από τις ακραίες πράξεις της.
Τι σας ώθησε στον κινηματογράφο από την κλινική ψυχολογία;
Ως φοιτητής αποφάσισα να κάνω μια μικρού μήκους ταινία βασισμένη σε μια ψυχική διαταραχή διπολικού τύπου όπου ο πρωταγωνιστής συναντούσε μια άλλη εκδοχή του εαυτού του που τον καταδίωκε.
Οταν είδα για πρώτη φορά ολοκληρωμένη την ταινία ο ενθουσιασμός μου ήταν τόσο μεγάλος που αποφάσισα να αφήσω τα εργαστήρια και τα πειράματα και να ασχοληθώ με τον κινηματογράφο.
Με δεδομένο ότι η ψυχολογία έχει άμεση σχέση με τον κινηματογράφο θα λέγατε ότι αυτή η μετάβαση έγινε ομαλά;
Η μετάβαση ήταν αβέβαιη. Δεν είχε καμία σχέση η πρακτική στον κινηματογράφο με τα εργαστήρια της κλινικής ψυχολογίας. Και η αλήθεια είναι ότι ποτέ συνειδητά δεν αναζήτησα τη σχέση κινηματογράφου και ψυχολογίας.
Παρ’ όλα αυτά θεωρώ πως στη μυθοπλασία και στη ζωή με ενδιαφέρει η πολυπλοκότητα της ψυχοσύνθεσης. Σε αυτό το κομμάτι επικεντρώνομαι και στη “Ριβιέρα” όπου εμφανίζεται ένα ensemble χαρακτήρων, καθένας με τις δικές του επιθυμίες, τα δικά του κρυφά πάθη και απογοητεύσεις. Δουλεύω αρκετά στο μυαλό μου με ψυχαναλυτικούς όρους τα πορτρέτα των χαρακτήρων.
Εχετε ασχοληθεί και με το ντοκιμαντέρ με την ταινία «Iodine: Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου», όπως και με τα ντοκιμαντέρ που έχετε γυρίσει για το Cosmote TV History Channel. Ποιο είδος θεωρείτε ότι σας εκφράζει περισσότερο, η μυθοπλασία ή το ντοκιμαντέρ;
Στη φιλμογραφία μου υπάρχει ένας διάλογος ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και τη μυθοπλασία. Και πάντα λησμονώ το ένα ή το άλλο. Οταν κάνω μυθοπλασία μού λείπει η ευελιξία του ντοκιμαντέρ και όταν κάνω ντοκιμαντέρ σκέφτομαι μακάρι να είχα σκεφτεί περισσότερο μια σκηνή με μυθοπλαστικούς όρους και περισσότερο στυλιζάρισμα.
Στο “Iodine” ανακάλυψα έναν τρόπο αφήγησης ελλειπτικό και δυναμικό που θα με συντροφεύει σε οτιδήποτε κάνω στο μέλλον. Το ντοκιμαντέρ έχει προκύψει μέσα από την ανάγκη μου να μάθω να εκφράζομαι καλύτερα στη μυθοπλασία. Το ένα τρέφει το άλλο.






