Ενα παραγνωρισμένο, χαμένο για δεκαετίες και σχεδόν άγνωστο στο ευρύ κοινό μελόδραμα του Σπυρίδωνα Σαμάρα (1861-1917), ενός από τους σημαντικότερους έλληνες μουσουργούς του 19ου αιώνα, επιστρέφει στην Εθνική Λυρική Σκηνή σε νέα αποκατεστημένη μορφή.
Η όπερα «Flora mirabilis» θα παρουσιαστεί στις 27 Σεπτεμβρίου σε συναυλιακή μορφή και θα μαγνητοσκοπηθεί για την GNO TV. Τη συμπλήρωση και αποκατάσταση της πρωτότυπης ενορχήστρωσης του έργου καθώς και την εκδοτική του επιμέλεια έχει αναλάβει ο μουσικολόγος και κλαρινετίστας, αναπληρωτής καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο Γιάννης Σαμπροβαλάκης, που χρειάστηκε να εργαστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα προκειμένου να συγκεντρώσει, να συγκρίνει και να αποκρυπτογραφήσει όλες τις διαθέσιμες πηγές, να συμπληρώσει τα ελλείποντα μέρη της παρτιτούρας και να αποκαταστήσει την αυθεντική μουσική γραφή του κερκυραίου συνθέτη. Πολύτιμοι συνεργάτες του στο Κέντρο Ελληνικής Μουσικής για μία ακόμη φορά στάθηκαν η φιλόλογος και μεταφράστρια Ελένη Γρηγορέα, η μουσικός Εβελίνα Χαρκοφτάκη, καθώς και ο συνιδρυτής του Κέντρου Ελληνικής Μουσικής, μουσικολόγος Γιάννης Τσελίκας.
Τα χρόνια της επιτυχίας
Η «Θαυμαστή άνθηση» (όπως είχε μεταφραστεί ο τίτλος στα ελληνικά) του Σαμάρα γράφτηκε πάνω στο ιταλικό λιμπρέτο του Φερδινάντο Φοντάνα, λιμπρετίστα των πρώτων μελοδραμάτων του Τζάκομο Πουτσίνι. Εκανε πρεμιέρα στο ιστορικό θέατρο Carcano του Μιλάνου τον Μάιο του 1886. Γρήγορα γνώρισε μεγάλη επιτυχία στον ευρωπαϊκό χώρο, για να παρουσιαστεί μεταξύ άλλων, όπως μας πληροφορεί ο Γιάννης Σαμπροβαλάκης, «στο περίφημο Teatro alla Scala στο Μιλάνο και στη συνέχεια σε άλλες πόλεις της Ιταλίας όπως στην Αλεσάντρια, το Τορίνο και τη Ρώμη, αλλά και στην Αυστρία (σώζεται μάλιστα και μία κριτική από τη Βιέννη), στη Γερμανία και στη Γαλλία. Πρόκειται ίσως για τη μεγαλύτερη επιτυχία όλων των εποχών από έλληνα συνθέτη στον χώρο του μελοδράματος».
Στην Ελλάδα είχε παιχτεί εκείνη την εποχή;
«Βεβαίως, στα τέλη του 19ου αιώνα παρουσιάστηκε στην Κέρκυρα και στην Αθήνα».
Και έπειτα;
«Κατά τον βομβαρδισμό του Μιλάνου το 1943 από τις συμμαχικές δυνάμεις καταστράφηκε η παρτιτούρα του έργου».
Δηλαδή υπήρχε μία μόνη παρτιτούρα για ορχήστρα; Κανένα αντίγραφο;
«Την παρτιτούρα και τα μέρη της ορχήστρας τα διαχειρίζονταν ο εκδότης, εν προκειμένω ο σημαντικός εκδοτικός οίκος Casa Musicale Sonzogno. Κάθε θέατρο τα νοίκιαζε και τα επέστρεφε, οπότε δεν υπήρχαν πολλαπλά αντίγραφα που θα μπορούσαν να σωθούν. Στην περίπτωση της “Flora mirabilis” μετά τον βομβαρδισμό (στον οποίο χάθηκαν βεβαίως και άλλα έργα) σώθηκε μόνο το σπαρτίτο, η εκδοχή για φωνές και πιάνο, γεγονός που έκανε οποιαδήποτε μελλοντική παρουσίαση εξαιρετικά δύσκολη».
Η αναβίωση του 1979
Αυτό το σπαρτίτο χρησιμοποίησε η Εθνική Λυρική Σκηνή όταν πολλά χρόνια μετά, το 1979, παρουσίασε για πρώτη φορά στην ιστορία της το έργο, σε επανενορχήστρωση και μουσική διεύθυνση του Οδυσσέα Δημητριάδη, σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη, σκηνικά – κοστούμια Αντώνη Κυριακούλη, χορογραφίες Ντόρας Τσάτσου-Συμεωνίδη. Στην πρεμιέρα τραγούδησαν η Βαρβάρα Γκαβάκου (Λίντια), ο Ζάχος Τερζάκης (Βάλντο), ο Φραγκίσκος Βουτσίνος (Πρίγκιπας Κριστιάνο του Ερεμπρο) και ο Ανδρέας Κουλουμπής (Κόμης του Αντελφιόρ). Αργότερα, το 2011, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, παρουσιάστηκε σε συναυλιακή μορφή η εκδοχή για φωνές και πιάνο με τους Σοφία Κυανίδου, Ζάχο Τερζάκη, Δημήτρη Κασιούμη, Κύρο Πατσαλίδη και τον Νίκο Κυριόσογλου στο πιάνο.
Μια σημαντική ανακάλυψη
Πριν από μερικά χρόνια στο αρχείο της Φιλαρμονικής Εταιρείας «Μάντζαρος» στην Κέρκυρα ανακαλύφθηκε μέρος του πρωτότυπου μουσικού υλικού της ορχήστρας. Αυτό το πολύτιμο υλικό, μαζί με τη σωζόμενη αυθεντική ενορχήστρωση δύο χορευτικών αποσπασμάτων (που φυλάσσονταν στη Μουσική Βιβλιοθήκη της ΕΛΣ) και φυσικά με το σπαρτίτο για φωνές και πιάνο, επεξεργάστηκε ο Γιάννης Σαμπροβαλάκης. Νότα-νότα, συλλαβή-συλλαβή ο έμπειρος ενορχηστρωτής άρχισε να ανασυνθέτει την παρτιτούρα, όπως ένας συντηρητής αποκαθιστά ένα έργο τέχνης που έχει φθαρεί. «Συνέλεξα όλα τα στοιχεία, όλα τα κομμάτια που είχαν απομείνει και τα χρησιμοποίησα όπως χρησιμοποιείς τα κομμάτια ενός παζλ» λέει. «Ομως συχνά έλειπαν κομμάτια, υπήρχαν τρύπες που έπρεπε να καλύψω παραμένοντας την ίδια στιγμή όσο γίνεται πιο πιστός στο πνεύμα του συνθέτη». Η επίπονη αλλά και τόσο δημιουργική διαδικασία διήρκεσε δύο ολόκληρα χρόνια, «ενώ του Σαμάρα του πήρε μόλις τέσσερις μήνες για να γράψει το έργο» λέει γελώντας ο κ. Σαμπροβαλάκης.
Ο Σαμάρας όμως, όταν συνέγραφε το έργο, κατέγραφε τη μουσική που άκουγε μέσα του, ενώ εσείς έπρεπε να πάρετε ό,τι είχε απομείνει και να… μιμηθείτε τον Σαμάρα;
«Επρεπε να προσπαθήσω να μπω στο μυαλό του. Αυτή είναι μια μεγάλη δυσκολία σε αυτή τη διαδικασία, στη στυλιστική ενορχήστρωση. Πρέπει να κάνεις ό,τι κάνεις χωρίς να προδώσεις τον συνθέτη. Παραμένοντας όσο γίνεται πιστός στο στυλ του. Δηλαδή κάνεις μουσική αλλά δεν βάζεις τόσο την προσωπικότητά σου στο τελικό αποτέλεσμα, βάζεις την προσωπικότητα κάποιου άλλου. Γράφεις σαν να είσαι κάποιος άλλος ή μάλλον λειτουργείς ως δύο άνθρωποι, κυρίως όπως ο συνθέτης».
Επικίνδυνη ισορροπία! Αν ο ενορχηστρωτής ξεφύγει από εκείνο που πιθανώς ήθελε ο συνθέτης και κάνει τα δικά του; Δεν υπάρχει αυτός ο κίνδυνος;
«Πρέπει να τα ζυγίσεις προσεκτικά τα πράγματα. Να σκεφτείς πόσο θα βάλεις από τον εαυτό σου και πόσο από τον συνθέτη. Σε προσωπικό επίπεδο δεν μπορώ να μη βάλω και τον εαυτό μου στη δουλειά, αλλιώς δεν γίνεται. Ομως στο τέλος είμαι σίγουρος ότι έχω προσεγγίσει κατά περίπου 95% την αυθεντική εκδοχή. Πρόκειται για αναδημιουργία και για συνδημιουργία την ίδια στιγμή (σαν να συνεργάζομαι με τον συνθέτη), όπου εκμεταλλεύομαι όλες τις πηγές, ό,τι σώζεται, αλλά δεν το πειράζω, δεν το αλλοιώνω, συμπληρώνω τα κενά του».
Τώρα που ολοκληρώσατε τη διαδικασία και που σε λίγο το κοινό θα ακούσει τη «Flora mirabilis», πώς θα αξιολογούσατε το έργο;
«Θεωρώ ότι είναι η σημαντικότερη όπερα του 19ου αιώνα γραμμένη από έλληνα συνθέτη. Δεν είναι εύκολο έργο, έχει όμως πολλά αξιόλογα στοιχεία. Υφολογικά ανήκει στον πρωτοβερισμό, προάγγελο του βερισμού – είναι ας πούμε μεταξύ Βέρντι και Πουτσίνι. Πρόκειται για έργο πολύ μελωδικό, θα έλεγα μάλιστα πως ο Σαμάρας με την πλούσια ενορχήστρωσή του αναδεικνύει περισσότερο την ορχήστρα παρά τις φωνές των σολιστών. Εχει και μεγάλο σκηνικό ενδιαφέρον. Διαδραματίζεται στη Σουηδία του 15ου αιώνα ως μια αλληγορική αφήγηση με παραμυθένια στοιχεία, με ανθρώπους, με πνεύματα κ.λπ. Ομως επειδή η υπόθεση δεν είναι εύληπτη καθώς κινείται σε δύο επίπεδα – το πραγματικό και το συμβολικό –, καλό είναι να τη γνωρίζεις πριν να το παρακολουθήσεις. Εστω να έχεις διαβάσει μια περίληψη. Αυτό θα συμβούλευα το κοινό που θα έρθει στην παρουσίασή του».
Πρόκειται για την όπερα ενός έλληνα συνθέτη πάνω όμως σε ιταλικό λιμπρέτο. Ελληνικά στοιχεία υπάρχουν στη μουσική;
«Οπως εγώ δεν μπορώ να κρύψω τον εαυτό μου όταν κάνω την αποκατάσταση ενός έργου, αλλά πάντα θα βάλω και κάτι δικό μου, έτσι και ο Σαμάρας στη μουσική του δεν μπορεί να κρύψει πως είναι Ελληνας. Ηταν ένας κοσμοπολίτης, στη μουσική του έχει επηρεαστεί από την ευρωπαϊκή κουλτούρα της εποχής, από τις μουσικές σκηνές της Γαλλίας και της Ιταλίας, έχει όμως πάντα και το επτανησιακό στοιχείο. Εχει μικρή δόση ελληνικότητας, που σε ορισμένες σκηνές την αισθάνεσαι. Πάνω απ’ όλα η “Flora mirabilis” είναι ένα έργο με ιδιαίτερες ποιότητες που αξίζει να ακουστεί ξανά και να βρει τη θέση που του αξίζει στο ευρωπαϊκό ρεπερτόριο της όπερας».



