Οταν πριν από μερικά χρόνια η επιτακτική ακινησία του έγινε καθημερινότητα – όπως ο ίδιος είχε αποκαλέσει το αποτέλεσμα της άστοχης επέμβασης στη σπονδυλική στήλη -, ο ιταλός σκηνοθέτης Μπερνάρντο Μπερτολούτσι πίστεψε ότι οι κινηματογραφικές μέρες του είχαν οριστικά κλείσει τον κύκλο τους. «Μου ήταν πολύ δύσκολο να χωνέψω το γεγονός ότι από εδώ και στο εξής θα κινιόμουν σε αναπηρικό καροτσάκι» θα έλεγε αργότερα ο σκηνοθέτης που την περασμένη Δευτέρα πέθανε από καρκίνο. «Αλλά σιγά-σιγά είδα ότι μπορούσα να μάθω την «τέχνη» τού να αποδέχεται κανείς την κατάστασή του». Με άλλα λόγια, ο Μπερτολούτσι είδε ότι ήταν εφικτό να σκηνοθετήσει ξανά, «από μια διαφορετική «θέση»». Και το έκανε, μεταφέροντας στον κινηματογράφο το μυθιστόρημα «Εσύ κι εγώ» του Νικολό Αμανίτι, μια ταινία δωματίου με πρωταγωνιστές δύο παιδιά, που έμελλε να είναι η τελευταία του. Παίχθηκε στις Κάννες το 2012, οπότε άκουσα από κοντά τον Μπερτολούτσι να λέει τα παραπάνω λόγια.
Αθάνατος «Κομφορμίστας»
Ηταν καλλιτέχνης ασφαλώς, ένας αληθινός διανοούμενος (στα νιάτα του βραβευμένος ποιητής), αλλά όταν του δόθηκε η ευκαιρία αποδείχθηκε παμπόνηρος έμπορος. Από τη στιγμή που ο ποιητής – σεναριογράφος – κριτικός κινηματογράφου πατέρας του τον έφερε σε επαφή με τον Πιερ Πάολο Παζολίνι και ο τελευταίος τον προσέλαβε ως βοηθό του στην πρώτη ταινία του, το «Ακατόνε», ο Μπερτολούτσι αφοσιώθηκε πλήρως στην τέχνη του κινηματογράφου. Σύντομα απέκτησε το δικό του αποτύπωμα.
Στην αρχή, στα χρόνια του ’60, την εποχή που βρισκόταν υπό την επιρροή του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας, ο Μπερτολούτσι κινηματογραφούσε νοήματα και μηνύματα («Πριν από την επανάσταση», «Ο σύντροφος»). Αργότερα όμως, με τον «Κομφορμίστα» (1970), τη μία και μοναδική ταινία της φιλμογραφίας του που με το χέρι στη καρδιά αποκαλείς αριστούργημα, έντυσε καλλιτεχνικά την ιδεολογία. Με την πολύτιμη συνδρομή του Βιτόριο Στοράρο στη φωτογραφία και ένα μνημειώδες μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια ως βάση στο σενάριο (για το οποίο ο Μπερτολούτσι προτάθηκε για Οσκαρ), έφτιαξε ένα αξεπέραστο ψυχολογικό δράμα με νουάρ αποχρώσεις πάνω στο πνιγηρό υπαρξιακό αδιέξοδο ενός ανθρώπου που χωρίς να είναι ακριβώς κυνικός, ξεπουλιέται στον φασισμό, όχι απλώς για να επιβιώσει αλλά για να προχωρήσει μπροστά και να πετύχει. Η ταινία εκθειάστηκε από την κριτική, αγαπήθηκε από το κοινό και δεν ξεπεράστηκε ποτέ. Παραμένει μια ταινία νεανικής δυναμικής, επαναστατικής σκηνοθετικής τόλμης και απόλυτης φιλοσοφικής ωριμότητας.
Η γλύκα του Χόλιγουντ
«Ο κινηματογράφος για μένα είναι μια ατέλειωτη ταινία με σκηνές υπογεγραμμένες από διάφορους συγγραφείς σε ένα σύνθετο παιχνίδι με ανέκδοτα, τσιτάτα, αναφορές και παραλλαγές» λέει ο ίδιος στο βιβλίο «Bertolucci by Bertolucci» που επιμελήθηκαν οι Ντόναλντ Ρανβό και Εντζο Ούνγκαρι. «Το «Με κομμένη την ανάσα» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ ήταν μια έκπληξη στην εποχή του γιατί επαναστάτησε απέναντι στη γραμματική, στο συντακτικό, στη γλώσσα του κινηματογράφου. Αλλά οι καιροί αλλάζουν και εγώ έχω την ανάγκη για ένα σοκ στο σύστημα της κινηματογραφικής επικοινωνίας, ένα σοκ που θα δημιουργήσει μια νέα σχέση ανάμεσα στο κοινό και την εικόνα».
Ο Μπερολούτσι βρήκε το σοκ που ήθελε στο «Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι». Βέβαια, δεν μπορούμε να ξέρουμε αν ο αδιέξοδος έρωτας ενός μεσήλικου Αμερικανού με μια νεαρή Παριζιάνα (Μάρλον Μπράντο – Μαρία Σνάιντερ) στο Παρίσι θα είχε κάνει την ίδια αίσθηση αν η ταινία δεν περιείχε την περίφημη σκηνή του παρά φύσιν έρωτα με το βούτυρο. Αυτή όμως είναι η μόνη σκηνή που σήμερα θυμόμαστε, το σήμα κατατεθέν ενός έργου του οποίου ο τίτλος, μάλλον υπερβολικά, ακόμα και σήμερα παραπέμπει σε κάτι το εμβληματικό και άπιαστο. Η κριτικός κινηματογράφου Πολίν Καέλ είχε πει ότι (το λατρεμένο της) θα άλλαζε τον τρόπο που κοιτάζουμε κινηματογράφο. Μπορεί, αλλά από τότε ο τρόπος που κοιτάζουμε το σινεμά έχει περάσει από τόσο πολλές αλλαγές που σήμερα αυτή η ταινία πολύ απλά δείχνει τα χρόνια της.
Το «Ταγκό» ήταν μια ταινία της οποίας η κατασκευή διαμόρφωσε την κινηματογραφική αντίληψη του Μπερτολούτσι. Του χάρισε μία υποψηφιότητα για το Οσκαρ σκηνοθεσίας και τον έφερε σε άμεση επαφή με το Χόλιγουντ, όπου πολλά χρόνια αργότερα θα διέπρεπε χωρίς ποτέ να εγκαταλείψει την Ευρώπη. «Με το «Ταγκό» έπαψα να σκέφτομαι τον κινηματογράφο έτσι όπως τον σκεφτόμουν παλαιότερα» θα έλεγε. «Προσπάθησα να γίνω κάτι σαν τον Τζέρι Λούις, θέλησα να ψυχαγωγήσω αντί να θεωρητικοποιώ». Μάλιστα, ο Μπερτολούτσι αποκάλεσε το «Ταγκό» «ο προσωπικός μου «Αμερικανός στο Παρίσι». Oταν ο Μπράντο μπαίνει στο διαμέρισμα μούσκεμα από τη βροχή και κτυπά σαν κλακέτες τα πόδια του στο πάτωμα για να βγάλει το νερό, αυτή είναι η δική μου εκδοχή του Τζιν Κέλι».
Ο τελευταίος σταθμός
Θα έπρεπε να περάσουν 15 χρόνια ώστε ο Μπερτολούτσι να γευθεί μια επιτυχία ισάξια του «Ταγκό». Στο διάστημα που μεσολάβησε η δημιουργική αμηχανία του ήταν εμφανής τόσο στο «1900», μια πομπώδης τοιχογραφία της πολιτικής ιστορίας της Ιταλίας μέσα από την παράλληλη πορεία δύο οικογενειών προερχόμενων από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, όσο και στο κουραστικό αιμομικτικό δράμα «Το φεγγάρι» αλλά και στην αφελή δραματική σάτιρα «Η τραγωδία ενός γελοίου ανθρώπου» όπου ο Ούγκο Τονιάτσι υποδύεταιι τον χρεωμένο βιομήχανο που για να σώσει την επιχείρησή του σκέφτεται να καταχραστεί τα λύτρα που θα γλιτώσουν τον απαχθέντα γιο του.
Ωστόσο η τελευταία ταινία-σταθμός στην καριέρα του Μπερτολούτσι είναι ο «Τελευταίος αυτοκράτορας» (1987), με θέμα την ιστορία του τελευταίου αυτοκράτορα της Κίνας, στην οποία η πλήρης υποταγή του στους κώδικες του Χόλιγουντ είναι τόσο κραυγαλέα που αδυνατείς να βρεις σε αυτήν κάτι από τον παλιό σκηνοθέτη. Γιατί ο «Αυτοκράτορας», μέσα στο λούσο και στην εξωτερική ομορφιά του, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια ταινία του Σίντνεϊ Πόλακ ή ακόμα και του Στίβεν Σπίλμπεργκ.
Το σίγουρο είναι ότι ο Μπερτολούτσι χαμογέλασε πλατιά με τον θρίαμβο της ταινίας, η οποία προτάθηκε για εννέα Οσκαρ, όσα και κέρδισε (ανάμεσά τους τα καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου, το οποίο ο Μπερολούτσι μοιράστηκε με τον Μαρκ Πέπλοου, αδελφό της δεύτερης από τις τρεις γυναίκες του, της Κλερ Πέπλοου).
Από τον «Αυτοκράτορα» και μετά μια νέα περίοδος αμηχανίας με ταινίες χωρίς χαρακτήρα («Ο μικρός Βούδας») ή ρεπλίκες παλαιότερων επιτυχιών του («Πολιορκία μιας γυναίκας», «Κλεμμένη ομορφιά»).
Βεβαίως, αν και σίγουρα δεν ήταν όλες οι ταινίες του Μπερτολούτσι επιτυχημένες, όλες παρουσίαζαν ενδιαφέρον και η τελευταία του που έκανε αίσθηση ήταν οι «Ονειροπόλοι» (2003), μια προσωπική αναδρομή του στα χρόνια του ’60, στα χρόνια της επανάστασης και της ελευθερίας. Μια νοσταλγική ματιά στα χρόνια της αθωότητας.