«Ηξερα ότι η Κοτοπούλη ήταν μια σπουδαία ηθοποιός που την αγαπούσε πολύ ο κόσμος, αλλά ομολογώ ότι δεν είχα ιδέα για την προσωπικότητά της, που ξέφευγε από την ηθοποιό» είπε στο «Βήμα» η Νένα Μεντή που υποδύεται την Κοτοπούλη στη θεατρική παράσταση «Μαρίκα».
«Ηταν μια σταρ, λαϊκή, με την πραγματική έννοια της λέξης. Ηταν ζυμωμένη με τον κόσμο. Ηταν μία από αυτούς.
Σε αντίθεση με τον ρατσισμό που υπάρχει σήμερα στο θέατρο ανάμεσα στο εμπορικό και στο ποιοτικό, η Κοτοπούλη έπαιζε όλα τα είδη που ακουμπούσαν στον κόσμο. Ηθελε να είναι και εμπορικό γιατί θα της έφερνε εισπράξεις. Ηταν επιχειρηματίας. Είχε πάρει τα πράγματα στα χέρια της. Δεν φοβόταν, είχε δύναμη. Αρκεί να σκεφτούμε ότι στις αρχές του 20ού αιώνα μια γυναίκα έκανε θεατρική επιχείρηση. Απίστευτο δεν ακούγεται;
Αυτό που τη χαρακτήριζε ήταν η αγάπη που είχε για τους νέους: Τους ανακάλυπτε, τους στήριζε. Σαν να τους είχε γεννήσει. Θεατρομάνα, κυριολεκτικά – ούτε αυτό υπάρχει σήμερα. Είμαι στο θέατρο 54 χρόνια, έχω συνεργαστεί και με τους παλαιότερους, αλλά αυτό που είχε η Μαρίκα με τους νέους δεν το συνάντησα ποτέ. Περισσότερο ανταγωνισμό και ζήλια έχω δει, παρά στήριξη.
Εχω εκτίμηση και θαυμασμό στην ελευθερία της. Ηταν τολμηρή, χωρίς λογοκρισία στο στόμα της και στις ερωτικές της επιλογές. Εκανε ό,τι ήθελε. Είχε μια βαθιά αγάπη για το θέατρο.
Φιλοβασιλική; Εκείνη πίστευε ότι ήταν πατριώτισσα. Εκτιμώ την αφοσίωση και την πίστη στα πιστεύω της. Πίστευε ότι ο βασιλιάς και ο Μεταξάς ήταν πατριώτες, ότι αγαπούσαν τον κόσμο. Αυτό. Από την άλλη έδινε λεφτά για να φάνε άνθρωποι που δεν είχαν, τηλεφωνούσε στους υπουργούς για να βγάλει αριστερούς από τη Μακρόνησο. Τώρα, γιατί μια τόσο κωλοπετσωμένη γυναίκα, μια γυναίκα της πιάτσας ήταν φιλοβασιλική, δεν έχω απάντηση.
Ξεχωρίζω την αλήθεια και την αυθεντικότητά της. Δεν έκρυβε τίποτα, ούτε τη μορφίνη ούτε τις σχέσεις της με γυναίκες. Κι αυτή την αλήθεια είχε και στην τέχνη της. Πάθος και αλήθεια. Ανεξέλεγκτη στον τρόπο έκφρασής της, χωρίς ταμπού, χωρίς φραγμούς, κι αυτό είναι κάτι που μοιράζομαι, γιατί έτσι έμαθα από τον πατέρα μου.
Ηθελε να τη φωνάζουν Κυρία Μαρίκα. Ηταν η Κυρία Μαρίκα για όλους».