Η Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου συμπληρώνει πέντε μήνες λειτουργίας. Σε αυτούς τους πολύπαθους μήνες, τόσο από απόψεως επιδημιολογικών δεδομένων αλλά και έξαρσης της κλιματικής κρίσης, το καινούργιο κτίριο που εγκαινιάστηκε στις 25 Μαρτίου προσέλκυσε πολύ κόσμο. Το έβλεπες και το βλέπεις περνώντας απ’ έξω αλλά και μπαίνοντας μέσα, ιδίως τα Σαββατοκύριακα, καθώς οι ουρές δεν είναι μόνο συνέπεια της ελεγχόμενης ροής εισόδου επισκεπτών εξαιτίας των έκτακτων μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας. Μιλάνε και τα νούμερα, καθώς μέχρι σήμερα έχουν περάσει το κατώφλι της «περί τα 85.000 άτομα, μια ανταπόκριση πέρα από τις προσδοκίες μας», όπως θα πει στο «Βήμα» η κυρία Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, διευθύντρια της Πινακοθήκης. «Το πιο σημαντικό είναι ότι πρόκειται για πολλούς νέους ανθρώπους, θα έλεγα ότι το 65%-70% των ηλικιών είναι κάτω των 40, αλλά και πολλά παιδιά με τους γονείς τους – η είσοδος για άτομα μέχρι 25 ετών είναι δωρεάν. Αυτό βέβαια δεν λέει κάτι από μόνο του. Δεν σημαίνει ότι ο κόσμος ανταποκρίνεται σε ό,τι του προσφέρεται δωρεάν» θα σχολιάσει.

Το κατώφλι της Εθνικής Πινακοθήκης περνούν και πολλοί Ελληνες του εξωτερικού αλλά και πολλοί ξένοι, όπως βεβαίως και επιφανείς προσωπικότητες, ανεξαρτήτως εθνικότητας, που εντυπωσιάζονται από το μουσείο. Πρόσφατα την επισκέφθηκε ο Μάρτιν Ρόγιαλτον-Κις, πρώην επιμελητής του Βρετανικού Μουσείου (στο τμήμα χαρακτικών και σχεδίων) αλλά και ο Μισέλ Ντε Ζαεγκέρ, διευθυντής σύνταξης του περιοδικού «Le Figaro Histoire», ο τελευταίος στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής αποστολής που διοργάνωσε ο επίτιμος πρόεδρος-διευθυντής του Μουσείου του Λούβρου Ζαν-Λικ Μαρτινέζ με αφορμή την έκθεση «Παρίσι-Αθήνα. Η γέννηση της νεότερης Ελλάδας, 1675-1919», που παρουσιάζεται αυτή την περίοδο στο μουσείο του Παρισιού και προσελκύει περί τα 1.800-2.000 άτομα την ημέρα, όπως θα πει η κυρία Λαμπράκη-Πλάκα. «Στην Εθνική Πινακοθήκη το παράδοξο είναι ότι οι περισσότεροι ξένοι εντυπωσιάζονται από έργα τα οποία εμείς δεν θα βάζαμε σε πρώτη προτεραιότητα, όπως ας πούμε το «Το φίλημα» του Νικηφόρου Λύτρα. Τους αρέσει πολύ όμως και η «Αθηναϊκή βραδιά» του Ιάκωβου Ρίζου, ένα έργο που βρίσκεται σε όλο το Παρίσι πάνω σε γιγαντοαφίσες της έκθεσης του Λούβρου. Στον Ζαν-Λικ Μαρτινέζ αρέσει πολύ «Το ψάθινο καπέλο» του Νίκου Λύτρα και η «Προσωπογραφία του μικρού Κ(ωνσταντίνου) Μοντεσάντου» του ίδιου ζωγράφου».

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω