Η έναρξη είναι καθαρή, στιβαρή. Βλέπουμε ένα σχεδόν άδειο δωμάτιο. Στα αριστερά, σε ένα ντιβάνι, βρίσκεται ξαπλωμένος ένας άντρας, ο θεραπευόμενος, η κατάσταση του οποίου είναι προδήλως οριακή. «Ολα μέσα μου είναι σκόνη» και «η καρδιά μου είναι νεκρή» λέει, μεταξύ άλλων, απευθυνόμενος τόσο στην απόγνωσή του όσο και προς τα δεξιά του, όπου πηγαινοέρχεται όρθιος, αργά, στοχαστικά, ο θεραπευτής του. Ο πρώτος, ένας σύγχρονος Φάουστ, φορά ρούχα απλά, καθημερινά. Ο δεύτερος, ένας αντίστοιχος Μεφιστοφελής, ο ψυχαναλυτής της ιστορίας, βηματίζει μέσα σε ολοπόρφυρο κοστούμι. Πίσω τους, στο βάθος, υπάρχει μια πόρτα που ανοίγει.
Και κάπως έτσι, στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου εισβάλλει ορμητικά το χάος του ασυνειδήτου, αυτή είναι η παράσταση, για να παρασύρει τον κεντρικό ήρωα σε ένα εσώτερο ταξίδι, επίπονο και λυτρωτικό, σκιώδες και φωτεινό. Κοντολογίς, σε ένα ταραχώδες πλην μεταμορφωτικό πέρασμα προς την αυτογνωσία. Ο Αρης Μπινιάρης, διασκευάζοντας και σκηνοθετώντας το ομότιτλο κλασικό έργο του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε, διαβάζει τον «Φάουστ» (1808-1832) με όρους τρέχοντες και οικείους, συγκεκριμένα μέσα από το πρίσμα της περίκλειστης, λειψής, δυσλειτουργικής ατομικότητας που, αναγνωρίζοντας πια τη δυσφορία, τη σύγχυση και το αδιέξοδό της, αφήνεται (με την προβλεπόμενη βοήθεια) σε μια περιπετειώδη και κρίσιμη διαδικασία η οποία θα μπορούσε, ίσως, να προσδιοριστεί σαν ενδόρρηξη υπαρξιακή, αναπόδραστη και συνάμα απαραίτητη μπροστά στο αβίωτο, μια διαδικασία που έρχεται και ανασυγκροτεί (διόλου γραμμικά, βεβαίως) το προσωπικό και το διαπροσωπικό, δηλαδή την αμφίβολη σχέση με τον Εαυτό και, παράλληλα, την επίφοβη συσχέτιση με τον Αλλο (ή, εν προκειμένω, την Αλλη, τη Μαργαρίτα, τη γυναίκα που ενσαρκώνει τον μεγάλο έρωτα).
Λοιπόν, εδώ, η ψυχή του Φάουστ δεν πουλιέται στον διάβολο, όπως στον γνωστό θρύλο, αντιθέτως, ο Μεφιστοφελής συντροφεύει τον Φάουστ στη δική του αγωνιώδη πορεία προς τα μέσα, στη δική του προσπάθεια να αντιμετωπίσει και να αποδεχτεί όλα τα μαύρα (και «εωσφορικά», αντιλαμβάνεστε) χάσματα που συνθέτουν την ανθρώπινη υπόστασή του, ανομολόγητες επιθυμίες, ανοιχτά τραύματα, κακές και σκόρπιες σκέψεις, αδυναμίες, ματαιώσεις, ενοχές. Η παράσταση του Μπινιάρη (που διατηρεί ως βασικό άξονα το κείμενο του Γκαίτε, αλλά συμπληρώνεται και από άλλα κείμενα, των Κρ. Μάρλοου, Ντε Σαντ και Ρεμπό) εστιάζει σε ορισμένα επεισόδια του πρωτότυπου έργου (αναπόφευκτα, διότι είναι αχανέστατος ο «Φάουστ», θεματικά και δραματουργικά). Αποτελεί δε ένα ακραιφνώς εκκοσμικευμένο εγχείρημα εγγεγραμμένο στο ορίζοντα των ανασφαλών καιρών μας (αναπόφευκτα, ξανά, διότι ποιος ασχολείται στα σοβαρά πλέον με έννοιες όπως η αμαρτία, λόγου χάριν). Γενικώς, ο «Φάουστ» του Μπινιάρη είναι ένας άνθρωπος με σάρκα και αίμα, διπλανός μας, όμοιός μας, που νιώθει ότι δεν ζει ουσιαστικά και πασχίζει, με τρόμο αλλά και με λαχτάρα, να γεμίσει αυτό το είδος του κενού.
Πώς όμως αποδίδονται οι επιμέρους στάσεις του Φάουστ στο ασυνείδητό του; Μέσα από μορφές και ατμόσφαιρες (αντλημένες, κατά κανόνα, από τη μεσαιωνική φαντασία και τη λαϊκή παράδοση). Αν εξαιρέσουμε το όντως ρυθμικό, υποβλητικό, τελευταίο μέρος της παράστασης (ζωώδους και παγανιστικής έμπνευσης, απολύτως μπινιαρικό), τα όσα προηγούνται, μολονότι δημιουργούν μια ενιαία θεατρική συνθήκη, δεν εξελίσσονται πάντα με συνεκτικό τρόπο και, επίσης, μοιάζουν να υπονομεύονται από μια αζύγιστη πληθωρικότητα (εικαστική, κινησιολογική, μουσική). Οι ερμηνείες του θιάσου (κυρίως των ηθοποιών Μιχάλη Βαλάσογλου, Αρη Νινίκα και Νάντιας Κατσούρα) είναι κοπιώδεις, διαθέτουν αισθαντικό μέτρο. Πάντως, αυτός ο «Φάουστ», αμφίθυμος, ριψοκίνδυνος, εκκρεμής, επικυρώνει τη μεταβατική φάση του ίδιου του Μπινιάρη. Μένει να την παρακολουθήσουμε.
Περισσότερες πληροφορίες για τους συντελεστές, τους ηθοποιούς, τις ημέρες και τις ώρες των παραστάσεων μπορείτε να δείτε εδώ.