Η Ιταλία υπήρξε η πατρίδα πολλών από τους σπουδαιότερους σχεδιαστές μόδας του 20ού αιώνα, αλλά λίγοι ενσάρκωσαν με τόσο εμφατικό τρόπο τα αντιθετικά άκρα του στυλ και του lifestyle όσο ο Τζόρτζιο Αρμάνι (1934-2025) και ο Τζιάνι Βερσάτσε (1946-1997).
Ο πρώτος, λάτρης της αυστηρής απλότητας, της διακριτικότητας και του μινιμαλισμού, έζησε μια μακρά ζωή που έφτασε μέχρι τα βαθιά γεράματα. Ο δεύτερος, δημιουργός του πιο εξωστρεφούς και εκρηκτικού οίκου της δεκαετίας του ’90, δολοφονήθηκε τραγικά στη βίλα του στο Μαϊάμι σε ηλικία 50 μόλις ετών, αφήνοντας πίσω του έναν μύθο που εξακολουθεί να στοιχειώνει τη μόδα. Η πορεία τους, οι επιλογές τους, τα ρούχα, τα σπίτια και οι παρέες τους αντανακλούν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες κοσμοθεωρίες – κι όμως, αμφότεροι θα μείνουν στην Ιστορία.
Το σημάδι του πολέμου
Ο Τζόρτζιο γεννήθηκε το 1934 στην Πιατσέντσα της Βόρειας Ιταλίας. Η παιδική του ηλικία σημαδεύτηκε από τον πόλεμο και τις κακουχίες, εμπειρίες που του ενστάλαξαν την αξία της πειθαρχίας και της απλότητας. Σπούδασε για λίγο Ιατρική, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι η έλξη που του ασκούσε η μόδα ήταν ακαμάχητη. Ξεκίνησε την καριέρα του στη βιτρίνα του μεγάλου πολυκαταστήματος La Rinascente στο Μιλάνο, πριν περάσει ως σχεδιαστής στον οίκο Nino Cerruti.
Το 1975 ίδρυσε τον δικό του οίκο μόδας Armani και σχεδόν αμέσως έγινε γνωστός για το «power suit»: το ανδρικό και γυναικείο κοστούμι με χαλαρούς ώμους και ρευστές γραμμές, που απέπνεε δυναμισμό και στιβαρότητα αλλά χωρίς να φαίνεται βαρύ, ήταν εκλεπτυσμένο αλλά χωρίς περιττές φιοριτούρες. Στις δεκαετίες του ’80 και ’90 το όνομα Armani έγινε συνώνυμο του understated luxury, της πολυτέλειας που δεν πάει χέρι-χέρι με την επιδειξιομανία. Ο όρος quiet luxury πάντως δεν του άρεσε ποτέ.
Το 1980 επιμελήθηκε την γκαρνταρόμπα του Ρίτσαρντ Γκιρ στη μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία «American Gigolo», κάνοντας πάταγο με τα ρούχα του. Από τότε το Χόλιγουντ τον λάτρεψε. Αμέτρητοι σταρ, από τον Αλ Πατσίνο έως την Τζούλια Ρόμπερτς, περπάτησαν στο κόκκινο χαλί με Armani. Συνολικά σχεδίασε κοστούμια για περισσότερες από εκατό ταινίες, μία από τις πιο σημαντικές ήταν «Οι Αδιάφθοροι» (1987). Για τον ίδιο, η μόδα ήταν εργαλείο για να αναδείξει την προσωπικότητα, όχι για να την επισκιάσει: «Κομψότητα δεν σημαίνει να σε προσέχουν, αλλά να σε θυμούνται» δήλωνε χαρακτηριστικά.
Ο Αρμάνι έζησε πάντα λιτά, με κατοικίες σε Μιλάνο, Σεν Τροπέ και Αντίγκουα, σχεδιασμένες με γούστο που παρέπεμπε σε αρχιτεκτονικό μινιμαλισμό. Συλλέκτης τέχνης, με έμφαση στη φωτογραφία και στον μοντερνισμό, προτιμούσε κομμάτια που αντανακλούσαν την καθαρότητα των γραμμών που χαρακτήριζαν και τα ρούχα του. Με φράσεις όπως «Η κομψότητα δεν φωνάζει» και «Το στυλ είναι η ισορροπία μεταξύ αντίθετων πραγμάτων» εξέφραζε την αποστροφή του για την υπερβολή. Το γκρι, χρώμα-σήμα κατατεθέν του, δεν ήταν για εκείνον βαρετό αλλά ο καμβάς πάνω στον οποίο χτίζονταν οι αποχρώσεις της προσωπικότητας.
Με την ίδια λιτότητα προσέγγισε και τον σχεδιασμό του Armani Hotel που άνοιξε στην Μπουρτζ Χαλίφα το 2010, στους 39 τελευταίους ορόφους ενός ουρανοξύστη στο Ντουμπάι των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Διαθέτει 160 δωμάτια και σουίτες και 144 κατοικίες. Ο Αρμάνι επιμελήθηκε επίσης τους εσωτερικούς χώρους των Armani Residences, επίσης εντός του ουρανοξύστη, και την ειδικά σχεδιασμένη σειρά προϊόντων που χρησιμοποιήθηκαν από τη συλλογή επίπλων Armani/Casa.
Ο Αρμάνι διατήρησε όλη του τη ζωή διακριτικό προφίλ και όσον αφορά την προσωπική του ζωή, είναι γνωστό ωστόσο ότι είχε μια μακροχρόνια σχέση με τον αρχιτέκτονα και συνεργάτη του Σέρτζιο Γκαλεότι μέχρι τον θάνατο του δεύτερου από AIDS το 1985. Υπήρξε επίσης υποστηρικτής ηθικών πρακτικών, συμπεριλαμβανομένων της παύσης συνεργασίας με λιποβαρή μοντέλα το 2007 και της προώθησης βιώσιμων πρωτοβουλιών μόδας.
Ο γιος της μοδίστρας
Ο Τζιάνι Βερσάτσε γεννήθηκε το 1946 στο Ρέτζιο της Καλαβρίας. Γιος μοδίστρας, μεγάλωσε ανάμεσα σε υφάσματα, πατρόν και μηχανές ραπτικής. Από μικρός ονειρευόταν να γίνει μεγάλος σχεδιαστής, αλλά η διαδρομή του δεν είχε καμία σχέση με τον αυστηρό δρόμο του Αρμάνι. Ηταν λάτρης της τέχνης, της μυθολογίας, του μπαρόκ και έβλεπε τη μόδα ως σκηνή θεάτρου.
Το 1978 ίδρυσε τον οίκο Versace στο Μιλάνο και αμέσως καθιερώθηκε με τα χρυσά μοτίβα, τα έντονα χρώματα, τα extravagant prints που εμπνευσμένα από την αρχαιότητα και την ποπ κουλτούρα. Για εκείνον, η μόδα ήταν έκρηξη, μια γιορτή της ζωής. Η δεκαετία του ’90 τον βρίσκει στην κορυφή: τα ακριβοθώρητα supermodels της εποχής – Ναόμι Κάμπελ, Λίντα Εβαντζελίστα, Σίντι Κρόφορντ, Κρίστι Τέρλινγκτον – περπατούν στις πασαρέλες του τραγουδώντας το «Freedom!» του Τζορτζ Μάικλ. Το όνομα Versace γίνεται συνώνυμο του απενοχοποιημένου σεξαπίλ, της υπερβολής, του ιταλικού dolce vita που δεν διστάζει να φτάσει στα άκρα.
Η Villa Fontanelle στη λίμνη Κόμο, το παλάτι στη Via Gesù στο Μιλάνο και φυσικά η θρυλική Casa Casuarina στο Μαϊάμι ήταν χάρτες της προσωπικότητάς του. Στο εσωτερικό τους, μωσαϊκά, αρχαιοελληνικά αγάλματα, πίνακες του Αντι Γουόρχολ, γλυπτά του Ντάμιεν Χιρστ – μια συλλογή που συνδύαζε αρχαιότητα και σύγχρονη τέχνη σε μια συνεχή αισθητική πρόκληση. Για τον Βερσάτσε, η μόδα ήταν ταυτόσημη με την κοσμοθεωρία vivere pericolosamente (να ζεις επικινδύνως, να αγαπάς το ρίσκο). «Μην είσαι ασφαλής, μην είσαι βαρετός, μην είσαι προβλέψιμος» έλεγε. Και ακόμη: «Δεν νομίζω ότι η μόδα είναι κάτι που υπάρχει μόνο στα ρούχα. Η μόδα είναι στον αέρα, γεννιέται από ιδέες, από τον τρόπο που ζούμε».

Το υπνοδωμάτιο της θρυλικής Casa Casuarina του Βερσάτσε στο Μαϊάμι.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του ο Βερσάτσε ήταν επίσης ένας παραγωγικός σχεδιαστής κοστουμιών για θεατρικές παραγωγές και όπερες. Είχε πει, «για εμένα το θέατρο είναι απελευθέρωση» και τα σχέδιά του ωφελούνταν σίγουρα από την κλίση του για τη χρήση έντονων χρωμάτων, την αγάπη του για βαριές κουρτίνες και βαρύτιμα διακοσμητικά αντικείμενα και μια εγκυκλοπαιδική γνώση της ιστορίας της μόδας. Και στην προσωπική του ζωή τού άρεσε η εξωστρέφεια και με τον σύντροφο του Αντόνιο Ντ’ Αμίκο σύχναζαν σε κλαμπ και σε πάρτι.
Η αντιπαράθεσή τους δεν ήταν απλώς επαγγελματική, αλλά σχεδόν φιλοσοφική.
Στα ρούχα: Ο Aρμάνι μιλούσε τη γλώσσα της αυστηρής κομψότητας, με γήινες αποχρώσεις, καθαρές γραμμές, ρούχα που θύμιζαν αρχιτεκτονικά σχέδια. Ο Βερσάτσε αντίθετα γιόρταζε την υπερβολή: φλούο χρώματα, prints με κεφαλές Μέδουσας, χρυσές αλυσίδες, δέρμα, μεταξωτά υφάσματα.
Στα σπίτια: Ο Aρμάνι ζούσε σε χώρους που έμοιαζαν γκαλερί μινιμαλιστικού ντιζάιν. Ο Βερσάτσε διαμόρφωνε εσωτερικά που θύμιζαν ρωμαϊκά ανάκτορα, γεμάτα μωσαϊκά, μαρμάρινα αγάλματα και πίνακες της ποπ αρτ.

Το λιτό καθιστικό στην εξοχική κατοικία του Αρμάνι στην Τοσκάνη.
Στους φίλους και τα είδωλα: Ο Aρμάνι είχε δίπλα του το Χόλιγουντ και τα κόκκινα χαλιά. Ο Βερσάτσε λάτρεψε τα supermodels, τα ανέδειξε σε παγκόσμια είδωλα, δημιούργησε το φαινόμενο των catwalk stars.
Στις προσωπικότητες: Ο Aρμάνι ντροπαλός, συγκρατημένος, εσωστρεφής και λιγομίλητος. Ο Βερσάτσε εκρηκτικός, κοινωνικός, παθιασμένος με τη ζωή και τη λάμψη.
Η μοίρα επεφύλασσε αντιθετικά σενάρια για τους δύο μετρ. Ο Αρμάνι έζησε μια μακρά ζωή, έχοντας δει τον οίκο του να μεγαλώνει και να εξελίσσεται σε μια αυτοκρατορία που περιλαμβάνει μόδα, αξεσουάρ, ξενοδοχεία, εστιατόρια. Εφυγε πρόσφατα, πλήρης ημερών, αφήνοντας πίσω του μια παρακαταθήκη λιτότητας και κομψότητας. Ο Βερσάτσε, αντίθετα, δολοφονήθηκε το 1997, στα 50 του χρόνια, έξω από τη βίλα του στο Μαϊάμι από τον κατά συρροήν δολοφόνο Αντριου Κιουνάναν. Ο θάνατός του συγκλόνισε τον κόσμο της μόδας και αποκάλυψε την εύθραυστη πλευρά της υπερβολής που πρέσβευε.
Η κληρονομιά τους
Ο Αρμάνι άλλαξε για πάντα την έννοια του κοστουμιού, φέρνοντας το unstructured jacket και το χαλαρό tailoring που ακόμη σήμερα παραμένει κλασικό. Υπήρξε ίσως ο πρώτος που έφερε τον μινιμαλισμό στη μόδα με τέτοια καθολική απήχηση. Ο Βερσάτσε καθιέρωσε τη μόδα ως υπερθέαμα, ως κομμάτι της ποπ κουλτούρας. Ηταν ο πρώτος που κατάλαβε τη δύναμη του σταρ σίστεμ, χρησιμοποιώντας τα supermodels ως παγκόσμια icons. Επίσης, επαναπροσδιόρισε τη σχέση μόδας και τέχνης.
Ο Τζόρτζιο Αρμάνι και ο Τζιάνι Βερσάτσε ήταν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: από τη μία η σιωπηλή, αυστηρή κομψότητα, από την άλλη η εκρηκτική, λαμπερή πληθωρικότητα. Και οι δύο, όμως, με τον τρόπο τους, όρισαν την εικόνα της Ιταλίας και της διεθνούς μόδας στις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Ο ένας θα αποτελεί για πάντα το πρότυπο του διακριτικού μινιμαλισμού, ο άλλος έμεινε στην Ιστορία ως ο απόλυτος εκπρόσωπος της εκκωφαντικής υπερβολής. Ο κόσμος ωστόσο της μόδας τούς χρειάστηκε και τους δύο: τον Αρμάνι για να θέσει όρια, τον Βερσάτσε για να τα αψηφήσει.






