Η Ηρώ Μπέζου γνώρισε και αγάπησε το θέατρο εξ απαλών ονύχων και το ακολούθησε χωρίς δισταγμό. Σύντομα χάραξε την πορεία της.
Παράλληλα με την υποκριτική άρχισε να γράφει και να σκηνοθετεί. Τώρα ερμηνεύει την Ευανθία στον «Βαρόνο Φ – Φιάκα» του Δημοσθένη Μισιτζή, μια κωμωδία ηθών του 1870 που λίγο απέχει από την εποχή μας, σε ελεύθερη διασκευή-σκηνοθεσία των Γιωργή Τσουρή – Αλέξανδρου Χρυσανθόπουλου (Πτι Παλαί). Μετά το Πάσχα θα ανεβάσει στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν – Φρυνίχου την καινούργια της δουλειά.
Συχνά μου δίνετε την αίσθηση ότι θα προτιμούσατε να ζείτε σε άλλη εποχή.
«Δεν δυσφορώ σε αυτή την εποχή παραπάνω από όσο δυσφορούν οι περισσότεροι άνθρωποι. Δεν ακολουθώ πάντα πολύ θερμά τον τρόπο λειτουργίας της, αλλά δεν είναι ότι έχω και άρνηση».
Δουλεύετε με έναν πολύ προσωπικό τρόπο…
«Ναι. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς αλλιώς μπορεί να γίνει κάτι. Ως ηθοποιός μπορεί να έχω μια απόσταση από τις παραστάσεις, αλλά παρ’ όλα αυτά να βρω μια γοητεία για να αγαπήσω αυτό που κάνω. Αλλά το να δημιουργήσεις κάτι σημαίνει ότι προτείνεις κάτι, κι εγώ θέλω να είναι προσωπικά τα πράγματα. Δεν θα ‘θελα να είμαι σε κάτι που γίνεται απλά και μόνο επειδή έχει πιασάρικη θεματική.
Καταλαβαίνω ότι όταν συνεργάζεσαι με ανθρώπους που έχεις και προσωπική σχέση, αυτό εμπεριέχει ένα ρίσκο, αλλά δεν γίνεται να μην έχεις και καθόλου. Γι’ αυτό είναι έτσι μαγικό το θέατρο και όλοι δημιουργούμε τόσο έντονη σχέση μεταξύ μας. Είναι πολύ συγκινητικό το ότι βγαίνει κάποιος στη σκηνή και εκτίθεται. Εχει κάτι σχεδόν αφύσικο».
Πάμε στον «Φιάκα».
«Ο βαρόνος μας. Το έργο έχει κάποιες ανατροπές, παρεμβάσεις, είναι διασκευή. Ο Γιωργής (σ.σ. Τσουρής) ήθελε να ασχοληθεί και με τη γλώσσα αλλά και να χρησιμοποιήσει το έργο σαν βάση για να μιλήσει για πράγματα που τον απασχολούν σε σχέση με την ελληνική κοινωνία, την ταυτότητά μας και φυσικά το ίδιο το θέατρο. Αναφέρεται στο ψέμα, στην ταυτότητα και γιατί κανένας δεν νιώθει επαρκής μέσα στην ταυτότητα που ήδη έχει και προσπαθεί να υποκριθεί κάτι άλλο, το οποίο οδηγεί, φυσικά, σε ένα αδιέξοδο.
Κανείς δεν πιστεύει ότι μπορεί πραγματικά να γίνει αγαπητός και αποδεκτός αν δεν έχει ιδιοκτησία, χρήματα ή έναν τίτλο. Οπότε όλοι βρίσκονται μπλεγμένοι μέσα σε αυτό το ψέμα, που τελικά οδηγεί στο τίποτα. Ο βασικός ήρωας, ο Φιάκας, είναι εθισμένος στο ψέμα – δεν μπορεί να συνδεθεί με την αλήθεια. Οπότε προκαλεί κωμικές καταστάσεις αλλά εν τέλει είναι αδιέξοδες και ασφυκτικές. Για να επιβιώσει προσπαθεί να αποκτήσει status και κύρος, πράγματα ζωτικής σημασίας. Και να θυσιάσει τελικά οτιδήποτε προσωπικό – έρωτα, αγάπη, φιλία – που θα μπορούσε να έχει για μας πραγματική αξία».
Ποια είναι η Ευανθία;
«Η Ευανθία στο έργο μας έχει μία σημαντική διαφορά από το πρωτότυπο. Εχει κι αυτή εκπέσει, παρότι αριστοκράτισσα και πρέπει πάση θυσία να παντρευτεί για να μπορέσει να βιοποριστεί και να μη χάσει την περιουσία της. Και παρότι είναι πραγματικό το αίσθημά της, όπως και του Φιάκα, υποκρίνεται ότι έχει ακόμα περιουσία. Βιώνει απογοήτευση και προδοσία από τον αγαπημένο της. Παράλληλα εξίσου εύκολα πείθεται από ένα προφανές ψέμα – ότι είναι βαρόνος, αριστοκράτης. Ο ένας προσπαθεί να γίνει αντάξιος του άλλου».
Πού εντοπίζετε σήμερα την υποκρισία;
«Δεν θα ήθελα να μιλήσω για το προφανές που έχει να κάνει με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά θα το πω γιατί είναι κάτι που σου επιβάλλεται – η προβολή μιας εικόνας. Κι ακόμα περισσότερο σε παιδιά που είναι εγκλωβισμένα στην εικόνα. Εκεί είναι λίγο επικίνδυνο το κομμάτι τού φαίνεσθαι. Στην εποχή μας έχουμε απομακρυνθεί από οτιδήποτε έχει να κάνει με τη φαντασία. Η σχέση με τον λόγο, τον ήχο, τον χρόνο, την υπομονή έχει τραυματιστεί. Ενα ακόμα κομμάτι της εποχής που αποστρέφομαι είναι η αντίσταση προς την ποίηση, η ανάγκη να είναι όλα πολύ γρήγορα».
Δεκαπέντε χρόνια στο θέατρο: Κάνατε την πορεία που είχατε επιλέξει;
«Εχω κάνει πολλά πράγματα που είχα ονειρευτεί και άλλα που δεν είχα. Οταν πρωτοξεκίνησα, το βασικό που με ενδιέφερε ήταν να παίζω – και μόνο που θα έπαιζα ήταν για μένα τρομερό. Σίγουρα είχα ονειρευτεί να παίξω κάποια κλασικά έργα, το οποίο συνέβη και πλέον δεν είναι προτεραιότητά μου.
Είχα ονειρευτεί να ανήκω σε ομάδες με ανθρώπους που να νιώθω πιο οικογενειακά – το έζησα στο έπακρον και όσο μπορώ το ζω ακόμα. Για να είμαι ειλικρινής, θα ήθελα να έχω μεγαλύτερη ενασχόληση με το αρχαίο δράμα, μου αρέσει πολύ. Νομίζω πως, ίσα-ίσα, η πραγματικότητα έχει ξεπεράσει τις προσδοκίες μου. Και σίγουρα δεν είχα διανοηθεί να μπω στη διαδικασία να δημιουργήσω κάτι. Αυτό μπήκε στη ζωή μου πρόσφατα».
Πώς;
«Νομίζω ότι συνέβη σε μια φάση προσωπικών ρήξεων και μεταβάσεων. Ηθελα να πω κάποια πράγματα και είχα την ανάγκη να είμαι λίγο πιο αυτόνομη. Τώρα που το βλέπω από απόσταση λέω ότι μπορεί τότε να μην περίμενα πια κάτι απ’ έξω. Σαν να συνειδητοποιούσα ότι δεν θα έρθει κάποιος να με σώσει. Το ιδανικό μου κάποια στιγμή κλονίστηκε και, άθελά μου, προσπάθησα να αναζητήσω τρόπους να μην πάψω να αγαπάω το θέατρο. Γιατί δεν θέλω να γίνω κυνική, ούτε ακριβώς επαγγελματίας».
Προηγήθηκαν οι «Ναυαγοί», οι «Απόγονοι». Τι έπεται;
«Οταν έκανα τους «Ναυαγούς» δεν περίμενα ότι θα προκύψει επόμενο. Οι «Απόγονοι», μια ιδέα που ξεκίνησε από τον Χρήστο (σ.σ. τον εξάδελφό της, Χρήστο Θάνο), ήταν μία δημιουργική συνεργασία. Τώρα είμαι σε μια φάση που ισορροπεί κάτι πιο επαγγελματικό υποκριτικά, γιατί θέλω να παίζω, να εξελίσσομαι, να αποκτώ καλύτερη τεχνική. Συνυπάρχει όμως αυτό με κάτι, όχι πειραματικό ή εναλλακτικό, γιατί είναι γραφικοί όροι, αλλά πιο ριψοκίνδυνο, στο οποίο έχω μεγαλύτερη ευθύνη. Το να εκπλήσσω τον εαυτό μου είναι κάτι πολύ ζωτικό.
Τώρα, στη δεύτερη προσπάθειά μου, γράφω, σκηνοθετώ, αλλά είναι εξίσου τρομακτικό. Το συναρπαστικό σε αυτά είναι ότι υπάρχει κάτι πιο μεγάλο από τον τρόμο, πιο ισχυρό από τον φόβο, κάτι που θες τόσο πολύ ώστε να είσαι διατεθειμένος να ριψοκινδυνέψεις. Αυτό είναι που σε κρατά ζωντανό και αξίζει τον κόπο. Χαίρομαι γιατί με εμπιστεύεται ξανά το Θέατρο Τέχνης. Το έργο, «Το Τέρας», έχει πάλι να κάνει με προσωπικές σχέσεις, απλώς κινείται στον χώρο του σουρεαλισμού και του ονειρικού».
Δεν κάνετε τηλεόραση. Αντιστέκεστε;
«Δεν με δελεάζει ιδιαίτερα, δεν χωράει σε αυτά που θέλω να κάνω. Θα μπορούσε να προκύψει, φυσικά, κάποια στιγμή. Μπορεί να μη με πείραζε να παίξω αν είχα την οικονομική ανάγκη. Αλλά δεν πληρώνω ενοίκιο, δεν έχω οικογένεια, δεν έχω στριμωχτεί οικονομικά. Ιδανικά θα ήθελα να μη χρειαστεί. Βέβαια, δεν το γνωρίζω το μέσο. Δύο περάσματα είχα κάνει, κοριτσάκι, στο «Εκείνες κι εγώ», κι ένα, αργότερα, στο «Η Ζωή εν Τάφω». Αλλά δεν θέλω να είμαι σνομπ ούτε απαξιώνω τους συναδέλφους που κάνουν τηλεόραση».
Είδατε φέτος τους γονείς σας στο θέατρο;
«Η παράσταση του πατέρα μου μού άρεσε πολύ. Ηταν πολύ καλός, με συγκίνησε. Στης μαμάς μου τώρα θα πάω».
INFO :«Ο Βαρόνος Φ – Φιάκας». Παίζουν: Θάνος Τοκάκης, Ηρώ Μπέζου, Γιωργής Τσουρής, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Θανάσης Δόβρης, Yoel Soto. Στο Πτι Παλαί.