Χαράματα, ένα μπαλκόνι σαν κήπος, σε πολυκατοικία της Κυψέλης, πριν από μισό αιώνα και πλέον. Μια γυναίκα, η μητέρα της ιστορίας, πέφτει στο κενό από τον πέμπτο όροφο. Παρεμβαίνει ωστόσο ένα δέντρο. Εκείνη δεν πεθαίνει. Σηκώνεται τραυματισμένη, ανεβαίνει στο διαμέρισμα και πέφτει ξανά. Αυτή τη φορά τα καταφέρνει. Χρόνια μετά, ο σύζυγός της, ο πατέρας της ιστορίας, θα κρεμαστεί στην κουζίνα του σπιτιού, όπως ακριβώς είχε κρεμαστεί η αδερφή του, η θεία της ιστορίας, σε ένα δέντρο του νησιού τους. Επιπλέον, ναι, βάζει και η γιαγιά της ιστορίας τέρμα στη ζωή της. Θα αναρωτιέστε τώρα, τι συμβαίνει, τόσες αυτοκτονίες μαζεμένες στον ίδιο οικογενειακό καμβά; Είναι απίστευτο. Πώς είναι δυνατόν; Κι όμως, είναι.

Η Φωτεινή Τσαλίκογλου επανακάμπτει στο πεδίο της μυθοπλασίας με το βιβλίο της Ο Ιωσήφ ήρθε μετά. Αφήγηση για την «ακραία οδύνη» και το «διαγενεακό τραύμα», αφήγηση σπειροειδής που αναστατώνει, μυθιστόρημα βασισμένο σε απολύτως πραγματικά γεγονότα.

«Ως συγγραφέας εξετάζω ευρύτερα το καθεστώς της αλήθειας. Η ιστορία είναι πραγματική αλλά ήδη διαμεσολαβημένη από την αφηγήτρια, τη Θάλεια, όπως την έχω ονομάσει στο βιβλίο. Aντικειμενική αλήθεια σε μια βιογραφία, πολλώ δε μάλλον σε μια αυτοβιογραφία, δεν μπορεί να υπάρξει. Γιατί όταν οι άνθρωποι μιλούν για τη δική τους ιστορία, δεν μιλούν με όσα έγιναν, μιλούν με όσα ήταν και έβλεπαν οι ίδιοι» εξηγεί στο «Βήμα» η Τσαλίκογλου.

Ο σκοτεινός Ιωσήφ

Η Θάλεια, η κεντρική ηρωίδα, μικρό κορίτσι ακόμα, βρίσκεται μπροστά σε μια αποβολή της εγκύου μητέρας της, αντικρίζει ένα «σκούρο καφέ πράγμα» στον μπιντέ. Η Ανθή καθησυχάζει τη Θάλεια, τη διαβεβαιώνει ότι «θα σου κάνω ένα άλλο αδερφάκι». Και όντως, έρχεται κατόπιν ο Ιωσήφ, ο αστάθμητος και σκοτεινός Ιωσήφ που, μεγαλώνοντας, βασανίζει καθημερινά τη γυναίκα που τον έφερε στον κόσμο και έχει παράλληλα την απαίτηση να τον αγαπά άνευ όρων. Ο Ιωσήφ, προσέξτε, θα διαπράξει κάποια στιγμή ανθρωποκτονία, θα σκοτώσει τον σύζυγο της ερωμένης του. Και ύστερα, με «μειωμένο καταλογισμό», θα καταδικαστεί. «Η Θάλεια είναι η μυθοπλαστική εκδοχή μιας γυναίκας που μοιράστηκε την ιστορία της μαζί μου, που μου την εμπιστεύτηκε σχετικά πρόσφατα ως ένα δώρο ευθύνης. Αυτή τη γυναίκα την παρακολουθούσε ένας φίλος μου, πολύ σημαντικός ψυχίατρος και ψυχαναλυτής που δεν ζει πια, για περισσότερα από δέκα χρόνια».

Το ενδιαφέρον είναι ότι το συγκεκριμένο μοίρασμα δεν προέκυψε στο πλαίσιο μιας επίσημης σχέσης ανάμεσα σε θεραπεύτρια και θεραπευόμενη. Εξ ου και η Τσαλίκογλου δεν μετέρχεται την επιστήμη της αλλά τη λογοτεχνία προκειμένου να εισχωρήσει σε αυτή την ιστορία (κοινωνική και πολιτική ιστορία της Ελλάδος, παράλληλα) και να τη φωτίσει.

«Το τραύμα που δεν ειπώθηκε, δεν καταγράφηκε, δεν μοιράστηκε, είναι ένα τραύμα που δεν εξαφανίζεται αλλά μεταβιβάζεται σαν σιωπηλή κληρονομιά. Η σιωπή του πατέρα στο βιβλίο είναι κιόλας ένας τρόπος μετάδοσης του τραύματος. Ο πατέρας, του οποίου η οικογένεια είχε ήδη σημαδευτεί από αυτοχειρίες, απώλειες και βία, γίνεται ο σιωπηλός φορέας ενός άρρητου βάρους. Η σιωπή δεν είναι κενό, είναι “παρουσία απούσα”, ένα κρυφό μήνυμα που μεταφέρεται με βλέμματα, με αποσύρσεις, με όσα δεν αρθρώνονται, με όσα δεν λέγονται» αναφέρει η Τσαλίκογλου.

Ο πατέρας, ο Μάρκος στο βιβλίο, μιλάει στην κόρη του, «καθιστώντας “θεματοφύλακα” της μνήμης τη Θάλεια». Στον γιο του, όμως, δεν μιλάει. «Ετσι το άλλο παιδί, εξόριστο από την αφήγηση του πατέρα του, βιώνει ένα αίσθημα απειλής χωρίς όνομα. Αυτό το απροσδιόριστο “κάτι έγινε εδώ” περνά μέσα του σαν πρώιμη εγγραφή απελπισίας. Δεν “κληρονομεί” κάποιο γεγονός το παιδί, αλλά μια ευαλωτότητα: δυσκολία στη ρύθμιση του φόβου, ψυχοπαθητικές εκφορτίσεις, τάση για επιθετικότητα. Η επιθετικότητα του Ιωσήφ είναι σαν το σπάσιμο του καθρέφτη: το οικογενειακό τραύμα γίνεται δράση αντί για λέξη. Ο Ιωσήφ κουβαλάει ένα “ξένο πένθος” που τον σπρώχνει στη βία, σαν να παλεύει με μια ιστορία που δεν του ανήκει αλλά τον καθορίζει. Το πατρικό τραύμα μεταδίδεται τόσο ψυχικά (μέσα από τη σιωπή, τη διαταραγμένη συναισθηματική σχέση, το οικογενειακό ασυνείδητο) όσο και βιολογικά/επιγενετικά (μέσα από αλλαγές στον τρόπο που το σώμα βιώνει το στρες). Συνεπώς, το παιδί “ξέρει χωρίς να ξέρει”, γίνεται μάρτυρας ενός άγραφου βιβλίου που το ίδιο γράφει με τη συμπεριφορά του» τονίζει η Τσαλίκογλου.

Προς το τέλος της αφήγησης, της μυθοπλασίας δηλαδή, εμφανίζεται μια νεαρή επιστήμων στην ψυχιατρική κλινική όπου παραμένει έγκλειστος ο Ιωσήφ, άρτι αφιχθείσα από τη Γενεύη. «Είναι μια νύξη για την περίοδο κατά την οποία εργαζόμουν πάνω στο “Σχιζοφρένεια και φόνος: Μια ψυχολογική-εγκληματική έρευνα”, τη διατριβή μου. Θα μπορούσα να πω ότι με αυτό το βιβλίο επιστρέφω, τρόπον τινά, και στη δική μου καταγωγή» σχολιάζει.

Δίνοντας μορφή στο ανείπωτο

Πλην όμως, η λογοτεχνία προσλαμβάνει για την Τσαλίκογλου μια κρίσιμη σημασία, διαφορετικής τάξεως. «Εκεί που η ψυχιατρική, ο επιστημονικός λόγος, αποτυπώνει και ταξινομεί, η λογοτεχνία λειτουργεί διαφορετικά, μπορεί να δώσει μορφή στο ανείπωτο, μπορεί να συλλάβει το υπόγειο ρίγος της σιωπής. Tα παιδιά πολύ συχνά κουβαλούν αδιέξοδα που δεν είναι δικά τους αλλά αντηχήσεις της ενοχής ή της τρέλας των γονιών τους. Η λογοτεχνία έρχεται για να περιφρουρήσει το βίωμα, παλεύει να μιλήσει για το βίωμα ως εμπειρία, να το διασώσει από τη σιωπή, από την παθολογία. Η λογοτεχνία, εν προκειμένω, αδράχνει αυτό το “σαν να ξέρει χωρίς να ξέρει” του Ιωσήφ και το μετατρέπει σε μορφή λόγου, ώστε το τραύμα να αποκτήσει φωνή και να ακουστεί. Η λογοτεχνία, ανασύροντας τα μυστικά από τις κρύπτες τους, εκφράζοντας το ανέκφραστο, διασώζοντας το ανείπωτο, ρίχνει μια γέφυρα ή, για να το πω αλλιώς, παραβιάζει ένα όριο. Παραβιάζει τον κανόνα της σιωπής. Και, ασφαλώς, έχει κάτι το διαταρακτικό αυτό» υπογραμμίζει.

Σταματά για λίγο, έπειτα συνεχίζει: «Ευελπιστώ ότι το βιβλίο θα παροτρύνει τους αναγνώστες να ξεβολευτούν από ετοιμοπαράδοτα συναισθήματα και σκέψεις ώστε να διατυπώσουν με τη σειρά τους το ερώτημα “ποιος είμαι;”, το πλέον διαταρακτικό ερώτημα που μπορούμε να θέσουμε στον εαυτό μας».

Η Φωτεινή Τσαλίκογλου, που πάντοτε αναζητεί «ρωγμές ελέους» στον ζόφο, κλείνει τη συνομιλία μας με μια εικόνα, «μια παραβολή για “τα μάγια” της λογοτεχνίας». Σε κάποια παράξενα εγκαίνια, η λογοτεχνία προβαίνει σε απαγορευμένα αποκαλυπτήρια, «πηγαίνει και ξεσκεπάζει εκείνο ακριβώς το άγαλμα που όφειλε να μείνει σκεπασμένο».

INFO: Φωτεινή Τσαλίκογλου, «Ο Ιωσήφ ήρθε μετά», εκδόσεις Καστανιώτη, 2025, σελ. 200, τιμή 16 ευρώ (το βιβλίο κυκλοφορεί στις 29/9 )