Το προηγούμενο βιβλίο του Νίκου Δαββέτα, το Αντρες δίχως άντρες (2020), είχε αποσπάσει το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος. Ο ίδιος επέστρεψε φέτος με μια συναρπαστική νουβέλα που επικεντρώνεται σε μια γυναίκα, η οποία υπηρέτησε ως σωφρονιστική υπάλληλος, διαδοχικά, στις φυλακές Αβέρωφ και Κορυδαλλού. Αυτή η γυναίκα, η Δεσμοφύλακας του τίτλου, ήταν η μητέρα του. Εφυγε από τη ζωή τον Νοέμβριο του 2024, έχοντας παλέψει με τη νόσο του Αλτσχάιμερ.
«Στη διάρκεια της ασθένειάς της κρατούσα σημειώσεις, πρακτικές και χρηστικές, για τα φάρμακά της, τα ραντεβού με γιατρούς, φροντιστές κ.τ.λ. Στη συνέχεια όμως άρχισα να καταγράφω και τους διαλόγους μεταξύ μας, όσα μου έλεγε, που άλλοτε φαινόντουσαν μάλλον λογικά κι άλλοτε τελείως παράλογα.
Μια μέρα, καθώς ξεφύλλιζα αυτό το υλικό, δύο πυκνογραμμένα τετράδια, συνειδητοποίησα ότι εδώ υπήρχε μια αφήγηση με σάρκα και οστά» εξήγησε στο «Βήμα» ο συγγραφέας και, εφόσον δεν μπορούσε να την παραβλέψει, άφησε κατά μέρος ένα άλλο μυθιστόρημα που ήδη έγραφε, μια ιστορία τοποθετημένη στη δεκαετία του ’40.
«Το έκανα για μένα, λογάριαζα να συγκρατήσω την ανάμνησή της, με έναν τρόπο πιο προσωπικό. Να έχω τη μορφή της, το ταλαιπωρημένο σώμα της, τα λόγια της. Πλην όμως, το ενδιαφέρον είναι ότι εκείνη επανερχόταν όλο και λιγότερο στον ρόλο της μητέρας. Οσο κουβεντιάζαμε πλήθαιναν τα περιστατικά από τις φυλακές. Παράλληλα, ανακαλούσα κι εγώ σκηνές από την παιδική μου ηλικία, τις επισκέψεις μου στις φυλακές, όπου με είχε πάρει μαζί της αρκετές φορές».
Και κάπως έτσι, διαμορφώθηκε σταδιακά αυτή «η σπονδυλωτή νουβέλα» είπε ο Δαββέτας. «Ουδέποτε στο παρελθόν με έπαιρναν τηλέφωνο, σε τόσο σύντομο διάστημα, για να μου πουν ότι τους άρεσε κάποιο βιβλίο μου. Αυτές τις μέρες εξακολουθεί να συμβαίνει ακριβώς αυτό…» συμπλήρωσε και, πράγματι, η Δεσμοφύλακας οδεύει προς την τρίτη έκδοση.
Ενα διαχρονικό κοίτασμα
Η διαπίστωση αναπόφευκτη, οι οικογενειακές σχέσεις αποτελούν βασικό, διαχρονικό κοίτασμα της λογοτεχνίας. Αφορούν πάντοτε περισσότερους ανθρώπους από όσους φανταζόμαστε (ιδίως αν μια μητέρα, που εν προκειμένω μετουσιώνεται σε χαρακτήρα μυθοπλασίας, ασκούσε ένα τόσο ιδιαίτερο επάγγελμα). Ο Δαββέτας, στην προμετωπίδα της νουβέλας, προκρίνει μια φράση του Φίλιπ Ροθ από το μυθιστόρημά του Φεύγει το φάντασμα (μια φράση περί «εξομολόγησης» και «μεταμφίεσης»).
Ωστόσο, εδώ, είχε στο μυαλό του ένα άλλο του αμερικανού συγγραφέα, την Πατρική κληρονομιά, ένα εμβληματικό, μη μυθοπλαστικό έργο. «Η διαπραγμάτευση των σχέσεων με τους γονείς στη λογοτεχνία, ήδη από τον 19ο αιώνα, είναι δεδομένες. Περισσότερο, πάντως, στο επίπεδο μιας νοσταλγικής ή συναισθηματικής προβολής.
Υφίσταται πάντοτε ένα κράτημα, μια επιφύλαξη. Ο Ροθ, με τον σκληρό ρεαλισμό του, πήγε ένα βήμα παραπέρα. Καταγράφει εξονυχιστικά την πορεία ενός ανθρώπου που πεθαίνει, του πατέρα του, ο οποίος είχε όγκο στον εγκέφαλο.
Το κρίσιμο είναι ότι ο Ροθ κάνει λογοτεχνία με την ασθένεια, αποτυπώνει αυτό που βλέπει και το διαχειρίζεται αφηγηματικά, δεν φοβάται να το ονοματίσει, να το περιγράψει» ανέφερε ο Δαββέτας, υπονοώντας (για να έρθουμε και στα καθ’ ημάς) ότι ο Ροθ δεν αντιμετώπισε την ασθένεια του γονιού του, ας πούμε, σαν κάποιο μυστικό που δεν πρέπει να το μάθει το χωριό.
Οι γονείς ως terra incognita
«Φοβάμαι ότι όλοι μας για τους γονείς μας ξέρουμε πολύ λίγα πράγματα. Οταν είμαστε νεότεροι οι γονείς δεν μας ενδιαφέρουν. Μας ενδιαφέρει η ζωή μας. Είμαστε κλεισμένοι στον εαυτό μας και, παράλληλα, αντλούμε ικανοποίηση από τη γνωριμία και τη συναναστροφή με άλλους ανθρώπους, έξω από τον οικογενειακό καμβά. Είναι φυσικό, θέλουμε να κάνουμε τον κύκλο μας, να πάρουμε τον δρόμο μας.
Το παρατηρώ αυτό, όχι μόνο στον δικό μου γιο αλλά και στους μεγαλύτερους φίλους μου. Εχασαν τους γονείς τους, αλλά κι αυτοί δεν πρόλαβαν να τους πουν όσα ήθελαν. Πλην όμως, έτσι έχει το πράγμα. Νομίζω ότι συνομιλούμε ειλικρινά με τους γονείς μας μόνο όταν αυτοί έχουν πια φύγει» εκτίμησε ο συγγραφέας.
Οταν η μητέρα του Δαββέτα είχε πλέον συνταξιοδοτηθεί, πρώην έγκλειστες την επισκέπτονταν στο σπίτι για να την ευχαριστήσουν. «Μια κοινωνική λειτουργός, που κάποτε ξεναγήθηκε από τη μητέρα μου στις φυλακές, μου έδωσε μια εντελώς διαφορετική εικόνα για εκείνην, όχι τόσο επίσημη, τόσο αρράγιστη, τόσο αυστηρή.
Στο βιβλίο, όπου όλα εκκινούν από την πραγματικότητα, πλησιάζω εν γένει τη μητέρα μου ως μια πολύπλευρη μυθιστορηματική ηρωίδα» και, όντως, η νουβέλα του Δαββέτα έχει μεγάλο ενδιαφέρον και ως προς τη δομή της (μικρά εναλλασσόμενα κεφάλαια) και ως προς την προσέγγιση των χρονικών επιπέδων.
Σε αυτό το τελευταίο, τον ρώτησα, έπαιξε κάποιον ρόλο η ίδια η ασθένεια της μητέρας του, υπέβαλε τρόπον τινά τη μορφή του βιβλίου; «Ναι, εξ ου και το βιβλίο είναι γραμμένο σε ένα είδος ιστορικού ενεστώτα, για να δείξω καλειδοσκοπικά ότι, όταν πάσχεις από Αλτσχάιμερ, ο χρόνος σου αποδιαρθρώνεται, αποσαθρώνεται, δεν υπάρχει ούτε παρόν ούτε παρελθόν, όλα είναι ενιαία και ρευστά σαν χυλός».
Συνηγορία της λιτότητας
Ο Νίκος Δαββέτας είναι υπέρμαχος της υφολογικής λιτότητας, της αφηγηματικής οικονομίας, της δουλεμένης φράσης. «Παλιότερα πίστευα, λανθασμένα, ότι αν έχεις ένα ωραίο θέμα μπορείς να γράψεις και ένα ωραίο βιβλίο. Αυτό δεν ισχύει με τίποτα! Οσο περνούν τα χρόνια τόσο πιο πολύ αφήνομαι στις ίδιες τις λέξεις, να με παρασύρουν αυτές σε φράσεις, παραγράφους, σελίδες. Από τις λέξεις, από τη γλώσσα αναδύεται η ιστορία που θέλω κάθε φορά να αφηγηθώ. Κοιτάξτε, δεν είμαι αυτό που λένε “ολιγογράφος”.
Γράφω πολύ, αλλά πετάω περισσότερο, πολύ συνειδητά, κυρίως πετάω, αφαιρώ. Θέλω να σκέφτεσαι ο αναγνώστης “τι κρίμα που τελείωσε, μακάρι να είχε κι άλλο”, όχι κάτι του τύπου “εκείνες οι 100 σελίδες θα μπορούσαν να λείπουν”. Το έχει πει όμορφα ο Αλέξης Πανσέληνος, λογοτέχνης δεν γίνεσαι γράφοντας αλλά σβήνοντας».
Κατόπιν, ο Δαββέτας σχολίασε τις ελληνικές επιρροές του, μεταξύ άλλων, Γιώργος Ιωάννου, Μένης Κουμανταρέας και Θανάσης Βαλτινός, «τον οποίο και θεωρώ τον σημαντικότερο δάσκαλό μου στην πεζογραφία».
Δεν θα λησμονήσει ποτέ όμως το μάθημα που έλαβε από τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο, ο οποίος είχε δημοσιεύσει πρώτος γραπτά του στο περιοδικό «Διαγώνιος», το 1981. «Επαιρνε το μολύβι του και συνεχώς έκανε διαγραφές. Θυμάμαι ότι από ένα ποίημα 20 αράδων που είχα γράψει, ο Χριστιανόπουλος κράτησε μονάχα τους δύο τελευταίους στίχους. “Αυτά θα δημοσιεύσω” μου είπε, τους είχε κυκλώσει».
INFO: Νίκος Δαββέτας, «Η δεσμοφύλακας», εκδόσεις Πατάκη, 2025, σελ. 160, τιμή 11,10 ευρώ






