Το «τέλος της Ιστορίας» ως οριστική επικράτηση του μοντέλου της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της οικονομίας της αγοράς που διακήρυξε ο Φράνσις Φουκουγιάμα το 1989 θα τον καταδιώκει αιώνια, όπως φαίνεται.
Με την επίκλησή του, προκειμένου να ακολουθήσει ένα fast forward στο σήμερα της κατίσχυσης των δημαγωγών, της ανόδου της Ακροδεξιάς, του θριάμβου του κινεζικού υβριδικού ημιαυταρχικού καπιταλισμού, ανοίγει ο δημοσιογράφος των «Financial Times» Μάρτιν Γουλφ την Κρίση του δημοκρατικού καπιταλισμού (εκδ. Αλεξάνδρεια).

Αντικείμενό της δεν είναι, βέβαια, η κριτική στον Φουκουγιάμα, ούτε η υπογράμμιση του εγγενούς αστάθμητου της Ιστορίας. Το παράδειγμα του Γουλφ αποσκοπεί στο να δείξει πώς η διαφαινόμενη κυριαρχία του δημοκρατικού καπιταλισμού διολίσθησε εντός τριών δεκαετιών σε αμφιβολία για την επιβίωσή του.
Η ανατροπή των συσχετισμών
Αγορά και δημοκρατία είναι «συμπληρωματικά αντίθετα», επισημαίνει ο Γουλφ. Η συνύπαρξή τους κατά τους τελευταίους δύο αιώνες έχει μεταβάλει αμφότερες τις έννοιες, όχι όμως και τη θεμελιωδώς δύσκολη άσκηση ισορροπίας που απαιτεί ο συνδυασμός τους. Εκδημοκρατισμός και παγκοσμιοποίηση απελευθέρωσαν στο β΄ μισό του 20ού αιώνα κεντρομόλες και κεντρόφυγες δυνάμεις ταυτόχρονα. Στις αρχές του 21ου αιώνα η συνισταμένη τους εκβάλλει σε μια «δημοκρατική ύφεση».
«Εχει επέλθει ανισορροπία μεταξύ της πολιτικής και της οικονομίας της αγοράς και του κράτους, του εγχώριου και του παγκόσμιου, των νικητών και των ηττημένων, της τεχνολογικής αλλαγής και της δυνατότητας προσαρμογής σε αυτήν» συνοψίζει ο Γουλφ.
Κρίσιμα «αφηγήματα αναφορών» απέτυχαν, με αποτέλεσμα την εδραίωση ενός «άγχους για το κοινωνικό στάτους» που εκφράζεται εκλογικά με ψήφο επιστροφής στο παρελθόν – ένα παρελθόν οικονομικά καλύτερο και με την υπόσχεση της προοπτικής για το μέλλον: υπαινικτικά, το τραμπικό σύνθημα «ας κάνουμε την Αμερική μεγάλη ξανά» διατυπώνει ακριβώς αυτό το αίτημα.
Αποβιομηχάνιση, αποσυνδικαλισμός, απορρύθμιση και άνοδος της περιστασιακής απασχόλησης επέφεραν έναν συνδυασμό διευρυνόμενων οικονομικών ανισοτήτων και εργασιακής επισφάλειας που πλήττει τα λιγότερο μορφωμένα στρώματα. Καταλύτης της διάρκειας υπήρξε η στιγμή: η κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος το 2008 «προκάλεσε μια χιονοστιβάδα που παρέσυρε τους ιστορικούς πολιτικούς συσχετισμούς».
Πλήττοντας την αίσθηση της ασφάλειας των ευάλωτων στρωμάτων και υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη των δυτικών κοινωνιών στο καθιερωμένο μοντέλο, άνοιξε τον δρόμο στις πολιτικές «αντιδραστικής νοσταλγίας» από τους Brexiters και τον Ντόναλντ Τραμπ ως την Τζόρτζια Μελόνι και το AfD. Κάποιοι από τους παράγοντες της εξίσωσης είναι αναπόδραστοι. Ο Γουλφ επισημαίνει ότι η κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης στους δύο αιώνες της νεωτερικότητας υπήρξε η τεχνολογία.
Οπως όμως υποδεικνύει ο σπουδαίος αμερικανός οικονομολόγος Ρόμπερτ Γκόρντον, μαζικές τεχνολογικές μεταβολές που δρουν ευεργετικά σε όλο το εύρος της οικονομίας όπως η Δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση (1870-1890) συμβαίνουν μόνο μία φορά.

Martin Wolf, Η κρίση του δημοκρατικού καπιταλισμού, Μετάφραση Κωστής Πανσέληνος.Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2024, σελ. 504, τιμή 26,50 ευρώ.
Το Διαδίκτυο ή η ψηφιακή μετάβαση δεν συνιστούν άλματα συγκρίσιμης εμβέλειας και το κατά πόσο η τεχνητή νοημοσύνη ή η πυρηνική σύντηξη διαθέτουν το απαιτούμενο δυναμικό μένει να φανεί. Στο μεταξύ η πτώση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας και η γήρανση του πληθυσμού στις χώρες υψηλών εισοδημάτων οφείλονται σε διαρθρωτικούς παράγοντες που αντανακλούν το τίμημα της επιτυχίας της προηγούμενης ανόδου.
Ταυτόχρονα, η ανάδυση μιας «οικονομίας της προσόδου» όχι μόνο ευνοεί ένα ελάχιστο ποσοστό της κοινωνικής διαστρωμάτωσης αλλά και εξυπηρετεί τη φιλοδοξία του να ελέγξει το πολιτικό και το νομικό σύστημα – τα αποτελέσματα στις ΗΠΑ είναι προφανή.
Αυτός ο «δημαγωγικός αυταρχικός καπιταλισμός», περισσότερο από τον κινεζικό «γραφειοκρατικό αυταρχικό καπιταλισμό», σε συνδυασμό με μια πολιτική προσέγγιση που ο Γουλφ αποκαλεί «πλουτολαϊκισμό», συγκροτεί τη βασική απειλή κατά της δημοκρατίας – ένα οικονομικό και πολιτικό πλέγμα που επικάθεται στα κοινωνικά και πολιτισμικά χάσματα των τελευταίων δεκαετιών επιδιώκοντας να αναδιατάξει πλήρως το τοπίο.
Ο παράγοντας Τραμπ
Η ανάλυση του Μάρτιν Γουλφ αποδεικνύεται εξαιρετικά οξυδερκής ως προς την περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ παρά το γεγονός ότι η πρωτότυπη αγγλόφωνη έκδοση προηγείται κατά έναν χρόνο των εκλογών του 2024 και των ανατρεπτικών πολιτικών της δεύτερης θητείας του.
Η επιστροφή όμως στο παρελθόν, η εμμονή στους δασμούς και τις γιγαντιαίες φορολογικές περικοπές χωρίς αντίκρισμα στον ρυθμό ανάπτυξης, η μετατροπή του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος σε πρωσοποπαγή οργανισμό, η απόπειρα αναγωγής της αμερικανικής δημοκρατίας στη συγκεντρωτική εξουσία του ίδιου συνιστούν συμπτώματα εμφανή ήδη κατά την πρώτη του διακυβέρνηση.
Ιδιαίτερα η περίπτωση των δασμών αποτελεί άσκηση οικονομικού ανορθολογισμού, καθώς η επικέντρωση σε διμερή ισοζύγια δεν αλλάζει το συνολικό: «Αν, για παράδειγμα, οι ΗΠΑ σταματήσουν να αγοράζουν προϊόντα από την Κίνα, είναι πιθανό ότι θα προμηθευτούν τα ίδια προϊόντα από κάποια άλλη χώρα· και, επίσης, αν οι ΗΠΑ παράγουν τα προϊόντα αυτά εγχώρια, θα σταματήσουν να παράγουν κάτι άλλο το οποίο ως σήμερα εξαγόταν».
Τα πρώτα αποτελέσματα της επιδεικτικής άγνοιας των πραγματικών δεδομένων κατέστησαν προφανή ήδη από την περασμένη εβδομάδα, όταν η ανακοίνωση υπέρογκων δασμών προκάλεσε την κατακόρυφη πτώση των χρηματιστηρίων και διέσπειρε φόβους παγκόσμιας ύφεσης. Ο «ασταθής προστατευτισμός», όπως αποκάλεσε ο Πολ Κρούγκμαν σε podcast των «New York Times» στις 5 Απριλίου τη χαοτική ανά χώρα επιβολή διαφορετικών τελών, χωρίς κοινή συνισταμένη, εξελίσσεται σε άμεση απειλή κατά της διεθνούς οικονομίας.
Λύσεις υπάρχουν;
Το αποτύπωμα μιας άλλης πολιτικής, αυτής του Φράνκλιν Ρούζβελτ, παραμένει τόσο βαθύ 100 σχεδόν χρόνια μετά την εφαρμογή της ώστε ο Γουλφ δεν βρίσκει καλύτερο τίτλο από το «Προς ένα νέο Νιου Ντιλ» για να πλαισιώσει τις οικονομικές προτάσεις εξόδου από το αδιέξοδο.
Οι βασικές κατευθύνσεις, μάλιστα, παρά το ότι εγγράφονται σε ένα τοπίο παγκοσμιοποίησης, καινοτομίας και επενδύσεων, μοιράζονται βασικές προτεραιότητές του: βελτίωση βιοτικού επιπέδου, δουλειές, ασφάλεια, ισότητα ευκαιριών, εξάλειψη των ειδικών προνομίων των ισχυρών. Η καρδιά του Νιου Ντιλ, ωστόσο, υπήρξε ο πειραματισμός, η πολιτική εφαρμογή της μεθόδου δοκιμής και πλάνης.
Ο συγγραφέας διαβεβαιώνει ότι «λύσεις υπάρχουν», έχει όμως κανείς την αίσθηση ότι δεν ξεφεύγει από το ευχολόγιο του οικονομικού στοχασμού: η καταπολέμηση της διαφθοράς είναι κοινότοπη, ενώ την επάνοδο της προοδευτικής φορολόγησης και της φορολόγησης του κεφαλαίου την έχουν εισηγηθεί εδώ και μια δεκαετία οι Γκαμπριέλ Ζικμάν, Εμάνουελ Σάες και Τομά Πικετί. Παρόμοια ερωτήματα εγείρει η «αναστήλωση της δημοκρατίας».
Ο «κίνδυνος των πολιτικών ταυτότητας» ή η «διαχείριση της μετανάστευσης» είναι ετικέτες για μείζονα δυσεπίλυτα (και ως τώρα άλυτα) προβλήματα του καιρού μας. Ο «σεβασμός της ειδημοσύνης», οι «βουλές αξίων», η εισαγωγή της αρχής της κλήρωσης διά «γνωμοδοτικών συνελεύσεων», η απαγόρευση εταιρικών δωρεών στα κόμματα, η «αναζωογόνηση των μίντια» μέσω της κατάργησης των ανώνυμων αναρτήσεων, ενίσχυσης των τοπικών μέσων, δημόσιας ρυθμιστικής υπηρεσίας του Διαδικτύου παραθέτουν συνταγές που ανακυκλώνονται από χρόνια χωρίς πρακτικά αποτελέσματα.
Είναι γεγονός, ωστόσο, ότι βιβλία όπως αυτό του Γουλφ στοχεύουν πρωτίστως στη διάγνωση των όρων και τη σκιαγράφηση των μηχανισμών του προβλήματος, η επίλυση ξεπερνά το εύρος της εντολής τους. Περιγράφοντας με ενάργεια τη δημοκρατική ύφεση και αναλύοντας με διαύγεια τον μετασχηματισμό του διεθνούς σκηνικού (καίρια η παρατήρησή του για τον πολύ πιο πολύπλοκο και επικίνδυνο χαρακτήρα του νέου Ψυχρού Πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας ως προς εκείνον με τη Σοβιετική Ενωση) ο Μάρτιν Γουλφ παρέχει μια διεισδυτική ματιά στα γενεσιουργά αίτια της σημερινής υπαρξιακής κρίσης.






