Το 2023, δύο χρόνια πριν πεθάνει στα 89 του χρόνια ο Μάριο Βάργκας Λιόσα, ο επιφανέστερος (μαζί με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες) συγγραφέας του λατινοαμερικανικού El boom, εξέδωσε στα ισπανικά το κύκνειο άσμα του, το μυθιστόρημα Σας αφιερώνω τη σιωπή μου (εκδ. Καστανιώτη), ελεγεία και δοξαστικό της κρεολικής μουσικής του Περού.
Είναι νωρίς ακόμη για να το κατατάξει κανείς μαζί με τα αριστουργήματά του: το Πράσινο σπίτι, την Πόλη και τα σκυλιά, τον Πόλεμο της συντέλειας του κόσμου και το απαράμιλλο Συνομιλία στο Κατεντράλ (το οποίο μεταφέρθηκε δυστυχώς στη χώρα μας με τον απερίγραπτο τίτλο Πότε πήραμε την κάτω βόλτα;). Αλλά δεν υπάρχει μυθιστόρημα του Λιόσα που να μην είναι πολύ υψηλού επιπέδου. Το ίδιο συμβαίνει και με αυτό, το πολύ πρόσφατο· και ως συνήθως, τεχνικά και αφηγηματικά ασύγκριτο.
Δύο τρόποι αφήγησης
Στο Σας αφιερώνω τη σιωπή μου αυτός ο κορυφαίος συγγραφέας χρησιμοποιεί δύο τύπους αφήγησης: η μία είναι καθαρά μυθοπλαστική, με αρχή μέση και τέλος, και η άλλη έχει τη μορφή χρονικού και δοκιμίου (είδος στο οποίο επίσης διέπρεψε ο Μάριο Βάργκας Λιόσα) αποδεικνύοντας ότι το δοκίμιο είναι πεζογραφία ιδεών (ή και ποίησης, αντίστοιχα).
Η κύρια αφήγηση είναι σε τρίτο πρόσωπο, όμως στην άλλη ο αφηγητής, όταν εμφανίζεται να απευθύνεται ευθέως στον αναγνώστη, μιλάει για τη χώρα, την εποχή, και τους ανθρώπους όχι απλώς με συμπάθεια αλλά και με χιούμορ και με συγκίνηση – συχνά και με πάθος.
Και όπως συμβαίνει και στα υπόλοιπα μυθιστορήματά του, ο Λιόσα μας δίνει τη δική του ανθρωπογεωγραφία της χώρας του μέσα από το έργο εκείνων που ανάδειξαν την κρεολική της μουσική, δηλαδή τον ψυχισμό και το πάθος της.

Μάριο Βάργκας Λιόσα. Σας αφιερώνω τη σιωπή μου. Μετάφραση Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Εκδόσεις Καστανιώτη, 2025, σελ. 336, τιμή 18 ευρώ
Ο καλύτερος κιθαρίστας του Περού
Από την πρώτη ακόμη σελίδα ο Λιόσα εμφανίζει τον κύριο πρωταγωνιστή του Τόνιο Ασπιλκουέτα, που έχει πάθος με την κρεολική μουσική. Eχει ακούσει όλους σχεδόν τους τραγουδιστές και τους κιθαρίστες της κι έχει γράψει πλήθος κείμενα γι’ αυτούς σε μικρά και λαθρόβια περιοδικά.
Κάποια μέρα δέχεται ένα τηλεφώνημα από κάποιον καταξιωμένο συγγραφέα και κριτικό ονόματι Χοσέ Ντουάρτε Φλόρες, που τον θαυμάζει και ταυτοχρόνως τον φθονεί επειδή ανήκε στην ελίτ, ενώ ο Ασπιλκουέτα βρισκόταν στο περιθώριο. Ο Χοσέ Ντουάρτε Φλόρες τον προσκαλεί σε μια μάζωξη όπου θα παίξει ο καλύτερος κιθαρίστας του Περού, ονόματι Λάλο Μολφίνο.
Οταν ο νεαρός κιθαρίστας αρχίζει να παίζει, όλοι οι παρευρισκόμενοι καταλαμβάνονται από έκσταση – και περισσότερο απ’ όλους ο Τόνιο Ασπιλκουέτα. Η εμπειρία αυτή θα τον σημαδέψει.
Από εδώ και στο εξής όλη του τη ζωή θα την αφιερώσει σ’ αυτόν τον νεαρό κιθαρίστα που τον έχει μαγέψει. Θα αρχίσει να ψάχνει για τη ζωή του, θα συναντά όσους τον γνώριζαν ή τον είχαν συναναστραφεί, θα προσπαθήσει να τον συναντήσει. Σκοπός του να γράψει ένα βιβλίο γι’ αυτόν και για τη μαγική του μουσική που εκπροσωπούσε τη συνείδηση και την ευαισθησία του Περού.
Οπως θα ξετυλίγεται η έρευνα έτσι θα μας αποκαλύπτει ο Μάριο Βάργκας Λιόσα τις πτυχές τα λαϊκής μουσικής του Περού: πώς αναπτύχθηκε στις φτωχογειτονιές της Λίμα, ποιοι ήταν οι κύριοι εκπρόσωποί της, πώς από το περιθώριο θα περνούσε στα σαλόνια της ελίτ, πώς θα λειτουργούσε ως συνεκτικός ιστός μιας υβριδικής κοινωνίας που είναι συνδυασμός των τοπικών παραδόσεων και των συνηθειών και της κουλτούρας την οποία μετέφεραν στη Λατινική Αμερική οι ισπανοί κατακτητές.
Η καταιγιστική παράθεση των ονομάτων που είναι εν πολλοίς άγνωστα στο ευρωπαϊκό – πόσο μάλλον στο ελληνικό – κοινό δεν ενοχλεί τον αναγνώστη. Αλλωστε, ο μεταφραστής έχει εφοδιάσει το βιβλίο με όλες τις αναγκαίες σημειώσεις.
Αλλά τι λόγο έχει η αναδρομή στο παρελθόν και μάλιστα σε απίστευτη πυκνότητα; Ολες οι αναφορές ωστόσο είναι μέρος της αφήγησης. Και τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται ο Μάριο Βάργκας Λιόσα είναι όχι μόνο πραγματικά αλλά και μυθικά. Ανήκουν σ’ ένα δεύτερο επίπεδο της μυθοπλασίας. Μαγικός ρεαλισμός; Μάλλον.
Ενα μωρό στα σκουπίδια
Ο Τόνιο Ασπικουέλτα μετά από περιπετειώδη αναζήτηση θα ανακαλύψει πώς γεννήθηκε ο Λάλο Μολφίνο: Ενας ιταλός ιερέας θα ειδοποιηθεί μια νύχτα να πάει και να κοινωνήσει μια ετοιμοθάνατη γυναίκα που ζει σε έναν σκουπιδότοπο και τρέφεται από τα αποφάγια. Εκεί ακούει μέσα στα σκουπίδια και τους αρουραίους το κλάμα ενός μωρού. Το παίρνει στην αγκαλιά του, το πηγαίνει στο σπίτι του, το υιοθετεί και του δίνει το όνομα Λάλο Μολφίνο.
Ο μικρός στο σχολείο δεν κάνει παρέα παρά μόνο με έναν συμμαθητή αλλά ούτε και μ’ αυτόν έχει πολλά πολλά. Σύντομα παρατάει το σχολείο και φεύγει από το σπίτι. Εχει βρει μια παλιά κιθάρα, της βάζει χορδές και μαθαίνει να παίζει μόνος του. Χωρίς δάσκαλο.
Σύντομα η γοητεία του παιξίματός του συναρπάζει τους επιχειρηματίες που χρηματοδοτούν και εκμεταλλεύονται τις λαϊκές μπάντες. Αλλά ο Λάλο Μολφίνο αρνείται να παίξει με άλλους μουσικούς. Εκείνοι γίνονται έξαλλοι, όπως και οι επιχειρηματίες. Τον απολύουν, όμως εκείνος δεν τους μιλάει, δεν διαμαρτύρεται.
Ακόμη και η πασίγνωστη και πανέμορφη τραγουδίστρια Σεσίλια Μπαράσα, φίλη του Τόνιο Ασπικουέλτα, αναγκάζεται να τον απολύσει από το συγκρότημά της – μολονότι τον θαυμάζει απεριόριστα. Το μόνο που της λέει εκείνος φεύγοντας είναι αυτό που αποτελεί τον τίτλο του μυθιστορήματος: «Σας αφιερώνω τη σιωπή μου». Τι είναι όμως – αλληγορικά μιλώντας – αυτή η σιωπή; Είναι η μαγεία της μουσικής στον υπέρτατο βαθμό, που αφήνει άφωνο το ακροατήριο.
Διαρκής έρευνα
Ο Τόνιο Ασπικουέλτα θα προχωρήσει την έρευνά του και θα συναντήσει πολλούς. Τις ιστορίες τους, που είναι πλήθος, θα τις ενσωματώσει αριστοτεχνικά ο Μάριο Βάργκας Λιόσα στην αφήγηση. Θα συναντήσει ακόμη και τη μόνη (φτωχή) κοπέλα με την οποία ήταν συνδεδεμένος ο Λάλο Μολφίνο, με την οποία όμως ο ερωτικός του δεσμός έμεινε ανολοκλήρωτος, λες και τον απέτρεπε την τελευταία στιγμή ο φόβος της επαφής.
Ο Ασπικουέλτα δεν θα δει τον Λάλο Μολφίνο έπειτα από εκείνη την πρώτη φορά πριν από χρόνια. Ωστόσο θα ολοκληρώσει το βιβλίο του, που θα το απορρίψουν μετά πολλών επαίνων όλοι οι εκδότες – εκτός από έναν βιβλιοπώλη. Το βιβλίο γνωρίζει απρόσμενη επιτυχία, όχι μόνο στη Λίμα αλλά και στην επαρχία και εκτός Περού. Το αποτέλεσμα είναι να του δώσουν μια έδρα στο πανεπιστήμιο.
Ομως η γραφή του βιβλίου δεν σταματά. Οι ιδέες και οι απόψεις του συγγραφέα αλλάζουν σε κάθε νέα έκδοση. Τώρα η κρεολική μουσική αποκτά τον χαρακτήρα ενός μεγάκοσμου: είναι αυτή που μπορεί να ενοποιήσει μια υβριδική χώρα όπως το Περού και να της προσδώσει τον εθνικό χαρακτήρα που θα την οδηγήσει σε μια κοινωνία αγάπης, συμφιλίωσης και ευημερίας.
Είναι εφικτή η δημιουργία μιας τέτοιας κοινωνίας; Μπορεί και όχι, όμως δεν παύει να είναι επιθυμητή – γι’ αυτό άλλωστε κι ο Τόνιο Ασπικουέλτα αλλάζει συνεχώς σε κάθε νέα έκδοση το βιβλίο του. Η γραφή γίνεται συνείδηση, η λαϊκή μουσική μια νέα πατρίδα για όλους. Μια συνθήκη ζωής δηλαδή που οδήγησε τον Τόνιο Ασπικουέλτα σχεδόν στα πρόθυρα της τρέλας.
Η επιθυμία της αλλαγής
Πώς οι ιδέες και οι συγκινήσεις αλλάζουν τη ζωή μας; Και γιατί η αλλαγή αυτή να μην είναι το μείζον παράδειγμα για το παρόν και το μέλλον; Η υπόθεση του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται σε μια περίοδο που το Περού εξακολουθεί να ταλαιπωρείται από τη βία και την τρομοκρατία του Φωτεινού Μονοπατιού, εξαιτίας της οποίας η χώρα είχε φτάσει στα πρόθυρα της καταστροφής. Οι σχετικές αναφορές επ’ αυτού είναι λίγες και σχετικά σύντομες – αλλά χαρακτηριστικές.
Ομως ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, στο τέλος όταν συναντάται με τα στενή του φίλη Σεσίλια, δεν είναι τόσο αισιόδοξος – σε αντίθεση μ’ εκείνη, με την οποία παραμένει αθεράπευτα ερωτευμένος, παρά το ότι εκείνη ποτέ δεν τον είδε ερωτικά. Χωρίζουν τραβώντας ο καθένας τον δρόμο του. Και δεν ξέρουμε αν θα εξακολουθήσουν να συναντιούνται.
Στας δυσμάς του βίου του ο ανεπανάληπτος Μάριο Βάργκας Λιόσα, μας λέει πως ολοκλήρωσε την πρώτη γραφή του μυθιστορήματός του στη Μαδρίτη, στις 27 Απριλίου 2022 – για να του δώσει την τελική του μορφή μετά από ένα ταξίδι στο βόρειο Περού. Δεν πρόκειται για επιστροφή στις ρίζες, όπως συνηθίζουμε να λέμε. Ο Λιόσα είχε μέσα του από πάντα και τα καταγωγικά του βιώματα αλλά και την ισπανική, όπως και την ευρωπαϊκή (τη γαλλική κυρίως) παιδεία.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος μετάφρασε το Σας αφιερώνω τη σιωπή μου με προσοχή και ευσυνειδησία και σε πολύ καλά ελληνικά. Δεν ήταν όσο εύκολο φαντάζει και μόνο αν σκεφτεί κανείς το πλήθος των χαρακτήρων και των τοπωνυμίων που παρελαύνουν στο βιβλίο· πολιτική και πολιτισμική ιστορία επίσης, περουβιανή μουσική ορολογία, τεράστια λίστα μουσικών και τραγουδιστών/τραγουδιστριών που εμφανίζονται στο μυθιστόρημα αλλά και πλήθος άλλες επεξηγηματικές σημειώσεις, αναγκαίες κυρίως για όσους θέλουν να εισχωρήσουν στο υπόστρωμα της αφήγησης.
Τα παραπάνω είναι μέρος του δοκιμιακού πεδίου στο συνολικό έργο του Μάριο Βάργκας Λιόσα. Ενα κοινωνικό και πολιτισμικό μωσαϊκό που τη γοητεία του την καθιστά συναρπαστικότερη το αφηγηματικό του τέμπο.
«Το μυθιστόρημα: Η ιδιωτική ιστορία των εθνών»
Οπως συμβαίνει και με άλλους σημαντικούς λατινοαμερικανούς συγγραφείς, ο Μάριο Βάργκας Λιόσα ενδιαφερόταν πολύ για τα πολιτικά ζητήματα τόσο του Περού όσο και της Λατινικής Αμερικής στο σύνολό της – αλλά και του κόσμου. Μπορεί να μη μας αρέσουν ορισμένες πολιτικές απόψεις του, όμως αυτό τι σημαίνει;
Οτι, λ.χ., θα πάψουμε να διαβάζουμε τον Μπαλζάκ επειδή ήταν μοναρχικός; Τέτοιες εμμονές στη χώρα μας δυστυχώς εξακολουθούν να μας απασχολούν. Η ουσία εδώ είναι μία: ο Λιόσα ήθελε να τον συγκαταλέγουν – και δικαίως – στους μείζονες συγγραφείς, γι’ αυτό και όλη η πεζογραφία του, ως αυτό το τελευταίο του βιβλίο, ορίζεται από τον μπαλζακικό αφορισμό ότι «το μυθιστόρημα είναι η ιδιωτική ιστορία των εθνών».
Να προσθέσω εδώ και δύο άλλα παραδείγματα: του Φόκνερ, με τον οποίο μοιάζει, ειδικά εδώ, ως προς τα χρήση της διπλής εστίασης· και του Φλομπέρ σε ό,τι αφορά την επιλογή της σωστής λέξης, απαραίτητη προϋπόθεση για την ποιητική τής σύνταξης και την αποτύπωση των χαρακτήρων και του περίγυρου. Οσο για όσους του καταλογίζουν το ότι υποστήριζε τον Μπολσονάρο της Βραζιλίας, αυτό σε τι επηρεάζει το έργο του;
Και πώς εξηγείται ότι, όπως λέει στο σημείωμά του στο μυθιστόρημα αυτό, θα ήθελε να γράψει ένα δοκίμιο για τον Σαρτρ, ο οποίος υπήρξε δάσκαλός του στα νιάτα του κι έπειτα να μη γράψει τίποτε άλλο; Αν θέλει κανείς να προβεί σε μια πρώτη διαπίστωση, θα μπορούσε να πει πως σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής ο Λιόσα είναι για την πεζογραφία της ό,τι κι ο Οκτάβιο Πας για την ποίησή της.






