Πριν από περίπου μία δεκαετία δραματικά δημοσιεύματα στον διεθνή Τύπο προειδοποιούσαν για τεράστια οικολογική καταστροφή στο Περού: Ο Κελτσάγια, ο μεγαλύτερος παγετώνας της χώρας, έλιωνε, όπως γράφτηκε, με ανησυχητικούς ρυθμούς, θύμα και εκείνος της κλιματικής αλλαγής. Τι έγινε στο μεταξύ και ως τις μέρες μας; Τα νέα είναι σχετικά καλά. Ο Κελτσάγια, αν και μειωμένος σε έκταση (όπως οι περισσότεροι παγετώνες του πλανήτη), βρίσκεται ακόμα εδώ. Ομως οι επιστήμονες εξακολουθούν να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου: Οι παγετώνες σε όλη την περιοχή που καλύπτουν τα τροπικά τμήματα της οροσειράς των Ανδεων έχουν πλέον κατά 20% λιγότερο πάγο. Μέσα στα επόμενα χρόνια οι παγετώνες του Περού, της χώρας όπου βρίσκεται το 71% των τροπικών παγετώνων του πλανήτη, θα έχουν μείνει μισοί ως προς το μέγεθός τους, σύμφωνα πάντα με τις προβλέψεις των ειδικών. Αν αυτό, η ελάττωση του όγκου τους (δηλαδή του νερού τους), συνεχιστεί, εκατομμύρια Περουβιανοί θα αντιμετωπίσουν στο άμεσο μέλλον μεγάλα προβλήματα λειψυδρίας, καθώς εκτός από στολίδια του φυσικού τοπίου και από τουριστικές ατραξιόν οι προαιώνιοι αυτοί παγωμένοι «γίγαντες» λειτουργούν και ως υδάτινοι τροφοδότες για τις τοπικές κοινωνίες.

Τα λάμα που ζουν στο Περού (και κινδυνεύουν με εξαφάνιση) έχουν αναδειχθεί σε αξιοθέατα για τους τουρίστες.

Σε αυτές τις κοινωνίες, στους ανθρώπους που ζουν στη δυσπρόσιτη Cordillera Vilcanota, ταξιδεύουμε σήμερα. Πρόκειται για την οροσειρά, τμήμα των Ανδεων, που βρίσκεται ανάμεσα στο Κούσκο, πρωτεύουσα προ αιώνων της αυτοκρατορίας των Ινκας, και στο Πούνο, μια μικρή πόλη στις όχθες της λίμνης Τιτικάκα, στα σύνορα με τη Βολιβία. Πώς φτάνεις εκεί; Αν δεν συμμετέχεις σε κάποια οργανωμένη εκδρομή, δύσκολα. Συνήθως οι επισκέπτες πετούν αρχικά στο Κούσκο. Η πόλη των 300.000 σήμερα κατοίκων βρίσκεται σε υψόμετρο 3.500 μέτρων. Η έλλειψη οξυγόνου γίνεται αμέσως αισθητή, χρειάζεται λοιπόν υπομονή (και προσοχή) για να προσαρμοστείς και για να μπορέσουν οι πνεύμονές σου να κάνουν αξιοπρεπώς τη δουλειά τους. Κατά τα άλλα, η πόλη έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι βεβαίως το περίφημο Μάτσου Πίτσου, το «αρχαίο βουνό» των Iνκας, στο οποίο φτάνουμε έπειτα από διαδρομή διάρκειας περίπου τεσσάρων ωρών με τρένο. Ομως αυτό είναι προορισμός τόσο σημαντικός και ιδιαίτερος που θα πρέπει κάποια στιγμή να του δώσουμε περισσότερη προσοχή μέσα από ένα εκτενέστερο αφιέρωμα στους αρχαίους πολιτισμούς του Περού.

Σμήνη τροπικών παπαγάλων επιστρέφουν στις φωλιές τους την ώρα που πέφτει ο ήλιος.

Στα βάθη της ζούγκλας

Συνεχίζουμε εξερευνώντας τα περουβιανά μνημεία της φύσης λοιπόν. Ενα από τα πιο σημαντικά, το Εθνικό Πάρκο Μανού, ξεκινά περίπου 230 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Κούσκο. Η απόσταση από την ορεινή πόλη ως το Manu Learning Center λόγω των δύσκολων δρόμων καλύπτεται σε περισσότερες από πέντε ώρες με το αυτοκίνητο. Μια ακόμα πύλη εισόδου προς το αξιοθέατο θεωρείται η πόλη Παουκαρτάμπο, 106 χιλιόμετρα από το Κούσκο (περίπου δυόμισι ώρες με το αυτοκίνητο). Το πάρκο ιδρύθηκε με διάταγμα του δικτάτορα Χουάν Βελάσκο Αλβαράδο το 1973 και ανακηρύχθηκε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UΝΕSCO το 1987. Είναι τεράστιο σε έκταση και στα βάθη του κρύβει παρθένα δάση στα οποία πρόσβαση έχουν μόνο οι επιστήμονες/ερευνητές, αλλά και περιοχές επισκέψιμες από τους τουρίστες. Η πλούσια πανίδα του που περιλαμβάνει και είδη εξαιρετικά σπάνια και η ακόμα πιο εντυπωσιακή χλωρίδα κάνουν την περιοχή σχεδόν μοναδική στο είδος της. Γιγαντιαία αρμαντίλο και καπιμπάρα, τζάγκουαρ, περισσότερα από 130 είδη ερπετών και 1.000 είδη πτηνών είναι μερικοί μόνο από τους μυστηριώδεις κατοίκους του. Ορισμένες από τις φυλές των ιθαγενών που ζουν εκεί σε πρωτόγονες συνθήκες δεν έρχονται σχεδόν ποτέ σε επικοινωνία με τη δική μας κοινωνία.

Οι παγετώνες της περιοχής κάθε χρόνο συρρικνώνονται, θύματα και αυτοί της κλιματικής αλλαγής.

Κάτω από ένα πέπλο ομίχλης

Ψηλά βουνά, παγετώνες και δάση, ατελείωτα δάση, οι θησαυροί της φύσης που διαθέτει το Περού λειτουργούν ως πόλος έλξης (μαζί με τους αρχαιολογικούς θησαυρούς του) για χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο. Ανάμεσα σε όλα αυτά τα αξιοθέατα ξεχωριστό και σημαντικό κεφάλαιο αποτελούν τα «δάση των νεφών» (cloud forests), δηλαδή τα πυκνά τροπικά δάση που λόγω του κλίματος και της υγρασίας που προκαλεί η πυκνή βλάστηση είναι σχεδόν πάντα σκεπασμένα από πηχτή ομίχλη. Τόποι που μοιάζουν να βγαίνουν από παραμύθι (αλλά και τρομακτικοί την ίδια στιγμή, ειδικά για εμάς τους κατοίκους των πόλεων που δεν είμαστε εξοικειωμένοι με την άγρια φύση), αποτελούν πολύτιμα οικοσυστήματα στα οποία ευδοκιμούν σπάνια είδη της χλωρίδας (ανάμεσά τους εκατοντάδες είδη φτέρης και ορχιδέας) και ζουν παράξενα ζώα – ανάμεσά τους ο μικροσκοπικός δηλητηριώδης βάτραχος Ameerega shihuemoy, είδος που ανακαλύφθηκε τα τελευταία χρόνια. Εκτός από τα δάση του Εθνικού Πάρκου Μανού τέτοια ομιχλώδη οικοσυστήματα απαντώνται και σε άλλα σημεία της χώρας. Εννοείται πως οι πεζοπορικές εκδρομές σε αυτά τα υπέροχα αλλά και επικίνδυνα περιβάλλοντα γίνονται πάντα με τη συνοδεία οδηγού. Και οι πεζοπορικές εκδρομές από την περιοχή του Κούσκο προς το Μάτσου Πίτσου περνούν μέσα από τέτοια δάση.

Εξωπραγματικά τα χρώματα στις πλαγιές του όρους Αουζανγκάτε, όπου η φύση επιστρατεύει όλη τη χρωματική παλέτα της.

Eνα πολύχρωμο βουνό

Περί τα 130 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Κούσκο βρίσκεται ένα από τα πιο απρόβλεπτα και εντυπωσιακά αξιοθέατα της χώρας, το όρος Αουζανγκάτε με τις πολυφωτογραφημένες χρωματιστές πλαγιές. Πρόκειται για λόφους με ριγέ χρωματισμούς οι οποίοι ξεκινούν από το διακριτικό χρώμα της άμμου και του χώματος και φτάνουν ως το κίτρινο, το μοβ και το πράσινο. Τα εξωπραγματικά χρώματα οφείλονται βεβαίως στα ορυκτά και στα πετρώματα που «ευδοκιμούν» στην περιοχή, οι ντόπιοι όμως λάτρευαν το Αουζανγκάτε (η ονομασία του οποίου σημαίνει «βουνό των επτά χρωμάτων» και «βουνό του ουράνιου τόξου») ως θεό. H πρόσβαση είναι αρκετά δύσκολη και απαιτεί δύο-τέσσερις ημέρες πολύωρης πεζοπορίας και διανυκτέρευση σε κατασκηνώσεις. Μιας πεζοπορίας που οργανώνουν τα τουριστικά γραφεία της περιοχής και που μπορεί να ξεκινά από το Κούσκο και να περνά και από το Μάτσου Πίτσου. Η τέλεια εκδρομή για όποιον αντέχει τα ανηφορικά μονοπάτια και απολαμβάνει τον ύπνο στη φύση!

Τα κατασκευασμένα από καλάμια πλωτά νησιά-χωριά της λίμνης Τιτικάκα και οι ντυμένες με έντονα χρώματα και με τα χαρακτηριστικά καπέλα τους ιθαγενείς της περιοχής.

Λίμνη Τιτικάκα

Δύσκολη πεζοπορία απαιτείται και για να προσεγγίσουμε τον παγετώνα Κελτσάγια. Για άλλη μια φορά, είτε βρισκόμαστε στο Κούσκο είτε κάπου αλλού στη γύρω περιοχή, την καλύτερη λύση θα μας δώσουν τα ειδικευμένα στη δύσκολη περιοχή πρακτορεία με τους έμπειρους οδηγούς τους. Η λιμνοθάλασσα Σιμπινακότσα στον δρόμο προς τον παγετώνα είναι μια ακόμα εξωπραγματική στάση, με τα νερά της άλλοτε να έχουν τιρκουάζ, άλλοτε πράσινο και άλλοτε ροζ χρώμα, ανάλογα με το πού βρίσκεται ο ήλιος! Βεβαίως, πιο διάσημη λίμνη του Περού και ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής είναι πάντα η Τιτικάκα, στα σύνορα με τη Βολιβία, σε υψόμετρο 3.812 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη λίμνη της Νότιας Αμερικής. Τροφοδοτείται από πολλά ποτάμια και από τους παγετώνες των γύρω βουνών. Αρκετά από τα σαράντα (και βάλε) νησιά της είναι τεχνητά: Πρόκειται για πλωτές κατασκευές από καλάμια πάνω στα οποία στήνουν οι κάτοικοι, μέλη της φυλής των Ούρος, τις επίσης καλαμένιες καλύβες τους. Αυτό κάποτε εξυπηρετούσε μια πολύ συγκεκριμένη ανάγκη, καθώς οι κινούμενες στο νερό γειτονιές λειτουργούσαν ως καταφύγια για τους ντόπιους κάθε φορά που δέχονταν επίθεση από άλλες φυλές. Σήμερα αποτελούν (και αυτές και οι κάτοικοί τους) αξιοθέατα σε μια περιοχή που παραμένει όμορφη αλλά και έχει υποστεί δραματικές αλλαγές από την επιδρομή του τουρισμού. Ως γνωστόν, όπου ο άνθρωπος πατάει το πόδι του προκαλεί (και) μεγάλες καταστροφές. Τα τρία οικοσυστήματα του Περού, οι έρημοι των παραλίων του, οι περιοχές του Αμαζονίου με τα δάση της βροχής και το οροπέδιο των Aνδεων με τα δάση των νεφών, στο οποίο περιπλανηθήκαμε σήμερα, ως μέρη μεγάλης φυσικής ομορφιάς αλλά και ως τόποι κατοικίας τεράστιας ποικιλίας ζώων (θεωρούνται από τις περιοχές με την πιο ποικιλόμορφη πανίδα και χλωρίδα στον κόσμο) επιβάλλεται να προστατευτούν και να σωθούν. Για τις γενιές που θα έρθουν. Γιατί, όπως όλοι (θα έπρεπε να) έχουμε πλέον καταλάβει, το μέλλον (δεν μπορεί παρά να) είναι πράσινο.