Με την ποιητική συλλογή “Γέρας”, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Περισπωμένη και που το “Βήμα της Κυριακής” υποδέχθηκε με μια προδημοσίευση σε χαλεπούς καιρούς για την ποίηση, έδωσα ένα δείγμα για το πώς αντιλαμβάνομαι τις ιδέες, όπως για παράδειγμα τις Εθνικές μας Εορτές, ακολουθώντας τον Μαλλαρμέ στην απάντησή του στον φίλο του Ντεγκά: «Μα, Ντεγκά, την ποίηση δεν την φτιάχνεις με ιδέες. Τη φτιάχνεις με λέξεις”.

Με το ποίημα που αναδημοσιεύω εδώ, δεν θέλησα να ορίσω την εμπειρία μου στο αγράμματο πεδίο μιας ιδεοληπτικής ιδεολογίας του πατριωτισμού α λα Δένδια, αλλά να δείξω, με τη συνθήκη της αποδόμησης, τον τρόπο έκφρασης που δεν έχει απολέσει το ηθικό (και πατριωτικό) του στίγμα , όταν μάλιστα η πολιτική έχει πάρει την κατιούσα της ηθικολογίας και την ανιούσα της πατριδολαγνείας -με τα πιστόλια ακόμη κρύα στον χαρτοφύλακα, μαζί με τα λεφτά από τις παραγγελίες. Αντίθετα, ζήτησα μια συγκινησιακή παράκαμψη (τις λέξεις) για να “πειράξω” τις ιδέες με ενα κρυπτογράφημα (το ποίημα) που προϋποθέτει λέξεις και όχι ιδέες, μια που το ποίημα δεν απειλείται από τον Γεωργιάδη ή την Ζωή αλλά τον ιδεοληπτικό ανθολόγο ή τον φαρισαίο φιλόλογο των απανταχού διαλυτηρίων πλοίων για σκραπ.

Θα μπορούσε κάποιος να διανοηθεί πως στο παρελθόν η Εταιρεία Συγγραφέων απέρριψε την πρόταση της Τζίνας Πολίτη για την αποδοχή στους κόλπους της του Ζακ Ντερριντά;

Τέτοιου είδους εμπαθή διαβήματα δεν είναι σε θέση να ιδρύσουν κοινότητα που θα εξουσιοδοτεί με ένα προωθημένο κοινωνικό συμβόλαιο, τον ηθικό νόμο ώστε να μην εμπλέκεται με τις κρατικές εκδοχές του, όπως ο λεβέντης Χρυσοχοίδης ή οι παρακρατικές εκδοχές του κράτους -pretador, ή, ακόμα, οι (αντι)κρατικές εκδοχές, όπως η περίπτωση Καρυστιανού.

Το “μη-δικυβερνήσιμη χώρα” του Βενιζέλου δεν είναι ανέκδοτο για το μη χείρον των ημερών, ούτε απόφανση κάποιου πικραμένου. Είναι μια κατάσταση σε πολιτικό επίπεδο που δείχνει γιατί η κοινωνία των πολιτών και κυρίως, οι θλιβεροί διανοούμενοί της δεν λειτουργούν παρά μόνον για την αναπαραγωγή του status τους με όλες τις ισοπεδωτικές για τη σκέψη συνέπειες.

Τίποτα δεν μας προετοιμάζει για το χειρότερο, όχι στα ήρεμα νερά του Αιγαίου αλλά στα σάπια των βιομηχανιών όπλων -ακόμα κι όταν αυτά επέχουν θέση ακαδημαϊκών τίτλων. Γεγονότα που, ενώ αντιμετωπίζονται πολιτικά, η πολιτική δεν είναι σε θέση να τα επιλύσει παρά μόνο να τα διαπραγματευτεί με τις τρείς-τέσσερις φαμίλιες που κάνουν κουμάντο, και τον Τσίπρα ερχόμενο επί πώλου όνου εκ νέου στην Ιερουσαλήμ της Αγίας Μετριότητας.

Αυτό όμως δεν γίνεται με “Ανεξάρτητες Αρχές”, ούτε με πολιτική αρθρογραφία, αλλά μέσα στο σιωπηλό, ανίδεο, αγανακτισμένο “μέσα” του καθενός. Ένα είδος άσκησης όχι στον Άθω, αλλά στον πάτο. Προϋποθέτει, ας πούμε, τον τρόπο μιας αποφατικής ένθεν θεολογίας που αναγνωρίζει πως ο Θεός είναι παντελώς έτερος και ακατάληπτος στην ουσία του και που έχει το θάρρος να παραδεχτεί πως: “Ο Θεός είναι μια διερώτηση του Θεού”.

Θα ήθελα να προσθέσω: ενός Θεού η θεολογία του οποίου δεν είναι θεολογία αλλά θεολογίες στον πληθυντικό. Είναι επακριβώς, η “οικουμενική δομή εμπειρίας” του ” μεσσιανικού χωρίς μεσσιανισμό”, για την οποία διερωτάται ο μαρξιστής Étienne Balibar αναφερόμενος στο “Marx & Sons” του Ζακ Ντερριντά που την προκρίνει για να σκεφτεί, με μια βιβλική αναφορά, “την καθαρή”, όπως γράφει, “πιθανότητα του επαναστατικού συμβάντος”.

Έτσι και το ποίημα -αποφατικά μιλώντας και αναμένοντας ως μεσσία το προσεχές, άγραφο ποίημα- είναι μια σύνθετη διερώτηση του εαυτού του, πέραν της υποτιθέμενης ουσίας για το τι έχει ή δεν έχει να μας πει.

Το πρώτο ερώτημα που θέτει το ποίημα είναι εάν η αμφι-βολία του συντάσσει όντως ένα ποίημα μέσα στον γνόφο της ποίησης.

Εάν συλλέγεται και εάν εκδίδεται σε τόμο, και εάν επιπλέον με την έκδοση, χάνεται το ηθικό πλεονέκτημα του ανεκδότου στο συρτάρι με τα μυστικά του ποιητή ή, πολύ περισσότερο, του άγραφου ποιήματος του Στίβενς, που η σύλληψή του και μόνον στον καθαρό αέρα, μαρτυρά για το ηθικό πλεονέκτημα του ποιητή σε σχέση με τον πολιτικό ή τον κριτικό που πολιτεύεται. Αυτό σημαίνει ότι το ποίημα δεν στέφεται απο τις ανθολογίες, ούτε στρέφεται προς τις ακαδημίες.

Δεν είναι σκήπτρο αλλά ο κάλαμος του ταπεινωμένου Ιησού προ του μαρτυρίου ή ακόμη, του θαυματουργού Γιοχάνες Μπόργκεν στον “Λόγο” του Καρλ Ντράγερ που ξανάβλεπα χριστουγεννιάτικα στο κανάλι της Βουλής σαν να ήταν η πρώτη φορά.

Και εφόσον καμιά λογική δεν το συνέχει ως ποίημα, πέραν των υπονοούμενων και των σιωπών του, εφόσον όλα τα γράμματά του απαρτίζουν την απουσία του, εφόσον, όπως ο Θεός, είναι τέκνο του ονόματός του, τότε η δημοσίευση, η προδημοσίευση ή η αναδημοσίευσή του το καταστρέφουν.

Το “καίνε”, αφήνοντας τις στάχτες να μαρτυρήσουν για ό,τι υπήρξε και επιπλέον, ό,τι υπάρξει ή θα μπορούσε να υπάρχει με τον τρόπο του ποιήματος αλλά και την ηθική του ποιητή -άπιστου και θεοσεβούμενου, ταπεινωμένου και ενδόξου συγχρόνως- μέσα στη δομή του ποιήματος, την απο-δόμηση του ποιήματος, εφόσον “η αποδόμηση είναι επινοητική, αλλιώς δεν είναι.”

Με αυτές τις στάχτες στο κεφάλι, περιαυτολογώ και εκτίθεμαι σε κατάσταση αρχαίου πένθους σαν “μάρτυρας για τον οποίο ουδείς μαρτυρά”.

Καταθέτω το ποίημα και ενθυμούμαι την απαίτηση του Τσέλαν στο εξαντλημένο και ανατυπωμένο στα Ελληνικά αριστούργημά του “Atemwennde”: “Ο κόσμος έφυγε πρέπει να σε [το] πάρω πάνω μου”.

Το αύριο, ούτως ή άλλως, θα έρθει από μόνο του, όπως όλα τα αύριο καί τα αύριο του επίμονου Ουίλιαμς Σαίξπηρ – που μας επινόησε όχι βέβαια για «τον κήπο των καλλιεργημένων στερεοτύπων όπου κερδισμένοι βγαίνουν οι επίμονοι κηπουροί», όπως επισημαίνει η Δήμητρα Κρουστάλλη, αλλά για τις αμμουδιές που βγαίνουν ασυμμάζευτα τα αμάραντα,τα κρινάκια καί τα αγκάθια.

ΥΓ.

“Εθνικές Εορτές”

Πρέπει νὰ ἐκτεθεῖς
Δὲν εἶναι ἄτρωτοι οἱ ἐκτεθειμένοι
Καὶ αὐτό τους ἀνυψώνει στὴ δικαιοσύνη
Ἔχουν βγάλει τὰ πρῶτα φτερά
Κι ἂς μὴν ἀνήκουν στὰ τάγματα τῶν ἀγγέλων
Εἶναι οἱ ἐπὶ γῆς ἐνσώματοι φρουροί
μιᾶς ἀναλογίας παραστατικῆς οὐρανοῦ καὶ γῆς
Ἔχουν βγάλει τὰ ὅπλα
Καὶ δὲν θὰ τὰ ἀκουμπήσουν στὴν κουβέρτα της Βάρκιζας
Θὰ ξαναπάρουν τὰ βουνά

Εἶμαι γεννηθεῖς στὴ γλῶσσα σου
Ἀλλὰ τὶς ἐξαιρέσεις στὸν κανόνα δὲν τὶς ξέρω
Καὶ εἰσπνέω τὸ λάθος μὲ τὰ βρογχοδιασταλτικά
Διευρύνω τοὺς ὄγκους τοῦ ἀέρα στὰ φωνήεντα
Τὰ σύμφωνα τὰ καταπίνω ἀμάσητα Είμαι αντάρτης και άγαλμα
Δὲν θὰ μὲ κάνεις ἔποικο

Κάτω ἀπ΄ τὸ πλατάνι τὸ κλεφτόπουλο ἴσιωσε
τὴν τσόχα
καὶ τὰ μαλλιά του ἀσυναίσθητα
Πελεκάνος δὲν εἶναι, ἕτοιμος νὰ κληθεῖ
νὰ σπάσει πέτρες γιὰ τὴ Μητρόπολη καὶ τὸ Κοινοβούλιο
λὲς καὶ θὰ τὸν ἀνταμείψουν

Ὁ παλιὸς ταγματασφαλίτης ποὺ τὸν προήγαγαν σὲ διευθυντή
ὁ πραγματιστὴς ποὺ ἔβαλε σὲ τάξη τὸ δημόσιο χρέος
Μηδαμινότητες ὑψωμένες σὲ μοδιστροῦλες

Δὲν ἔχω φροντίσει γιὰ τὸ ἀντίδοτο
Σὰν νὰ μὴ δάγκωναν ὅλοι αὐτοὶ τὸ χέρι ποὺ τοὺς ἔτεινα
γιὰ νὰ ρουφήξω μετὰ τὸ δηλητήριο
Σὰ νὰ μὴν κατεῖχα τὴν σημασία τῶν ἀντικειμενικῶν ἀξιῶν
οἱ σφῆκες νὰ μὴ γυρόφερναν
τὸν ἴσκιο μου
οἱ ἐμβοὲς ποὺ ἀπέκτησα ἀκουμπισμένος στὸ κέντρο τοῦ μυαλοῦ μου
νὰ σταματοῦσαν ξαφνικά
Νὰ ξανάβρησκα τὴ δύναμή μου: ἐνα «δυνάμει» μεσα μου ποὺ δὲν
μὲ κρατάει πιά

Σὰν τοὺς ἡλικιωμένους κι εὐάλωτους ἄντεξα ὀλη τὴ νυχτα,

Μέτωπο παγωμένο καὶ χείλη βουβά,
ποὺ τὸ φῶς τῆς αὐγῆς
σημαίνει τὴ δική τους ἔκλειψη
καθὼς χάνονται φεγγοβολῶντας

Δὲν σὲ βλέπω Πατρίδα
Ἐπιβεβαίωσα τὴν κράτηση
Ἀπ᾿ τὴν εἰκόνα σου συγκρατῶ τὸν ἥλιο
Ἀπὸ τὴν ἀσυναρτησία μου ,τὸ φτερούγισμα
Ὕστερα, πετῶντας ἀπὸ ψηλὰ ,θὰ δῶ
ἀνάμεσα στὰ λευκὰ σπιτάκια τὸ ἀρχεῖο μου
Ἀρχεῖο ἀνοιχτό
Ἀρχεῖο κλειστό

Ὀνομάζω ἀρχεῖο τὸν θώρακα μου
Προφυλάσσει ὄργανα καὶ στουπιά
ὥσπου ἕνας κόκκος στὸ γρανάζι
σταματάει τὴν καρδιά

Εἶχε ἤδη βραδιάσει
Ἄναψαν τὰ φῶτα καμπίνας
τὰ χαμήλωσαν διακριτικά

Μποροῦμε νὰ τραβήξουμε τὴν πλάτη τοῦ καθίσματος
Νὰ βγάλουμε τὰ παπούτσια

Ἀγνόησε τὴν προειδοποίηση γιὰ τὶς ἀναταράξεις πάνω ἀπὸ τὶς Ἄλπεις
Προσπάθησε νὰ κοιμηθεῖς
Στὶς τρεῖς χιλιάδες πόδια χάνεται ἡ μνήμη τῆς γῆς

Ἐξαέρωσα τὰ καλοριφὲρ πρὶν φύγουμε
Ἡ ἔκρηξη θὰ ἐξαερώσει κι ἐμᾶς

Ἐμεῖς, ἔξω στοὺς ἑξῆντα βαθμοὺς ὑπὸ τὸ μηδέν
Ἐμεῖς τεκμήρια μιᾶς λάμψης
Ἐμεῖς “αύριο, και το αύριο και το αύριο που
με το μικρό το βήμα τους μας σέρνουν
από μέρα σε μέρα, ως στη στερνή”
Εμείς ριμέικ του Μάκβεθ καὶ τίποτα
Εμείς με την υπόδειξη:
” Αν γαμηθούμε δεν θα μιλήσουμε πότε ξανά”