Η συζήτηση για την απαγόρευση της χρήσης των social media από ανήλικους συνοδεύεται σχεδόν πάντα από μια βασική υπόσχεση: ότι η τεχνολογία μπορεί να ελέγξει την πρόσβαση και να «κλείσει την πόρτα». Στην πράξη, όμως, τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα. Η τεχνολογία μπορεί να δυσκολέψει την είσοδο, όχι να την αποκλείσει καθολικά.
Πώς θα γίνεται τεχνικά ο έλεγχος;
Οι βασικές μέθοδοι που συζητούνται διεθνώς αφορούν την ταυτοποίηση ηλικίας μέσω εγγράφων, τραπεζικών στοιχείων ή ακόμη και μέσω αυτοματοποιημένων συστημάτων εκτίμησης ηλικίας με τεχνητή νοημοσύνη. Όλες αυτές οι μέθοδοι, όμως, έχουν δύο κοινά χαρακτηριστικά: αφενός είναι ατελείς και μπορούν να ξεγελαστούν, αφετέρου δημιουργούν τεράστιους όγκους ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων παιδιών.
Η τεχνική δυνατότητα, δηλαδή, συγκρούεται ευθέως με το θεμελιώδες ζήτημα της ιδιωτικότητας και της ασφάλειας των ίδιων των ανηλίκων.
Μπορεί η απαγόρευση να επιβληθεί μέσω συσκευών και δικτύων;
Οι γονικοί έλεγχοι, τα φίλτρα παρόχων και οι περιορισμοί λειτουργικών συστημάτων προσφέρουν πράγματι σημαντικά εργαλεία, κυρίως για μικρές ηλικίες. Ωστόσο, όσο μεγαλώνει το παιδί και αποκτά μεγαλύτερη ψηφιακή αυτονομία, οι τεχνικοί φραγμοί παρακάμπτονται σχετικά εύκολα με VPN, εναλλακτικές DNS, ακόμη και με απλές δεύτερες συσκευές.
Στην πράξη, ο τεχνικός έλεγχος λειτουργεί περισσότερο ως καθυστέρηση παρά ως πραγματικό τείχος.
Τι ρόλο παίζουν οι ίδιες οι πλατφόρμες;
Οι μεγάλες πλατφόρμες διαθέτουν τη δυνατότητα να εντοπίζουν ανήλικους χρήστες και να μπλοκάρουν λογαριασμούς. Ταυτόχρονα, όμως, βασίζουν την επιχειρηματική τους επιτυχία στη συνεχή διεύρυνση της βάσης χρηστών. Αυτή η σύγκρουση συμφέροντος οδηγεί συχνά σε επιφανειακή εφαρμογή των κανόνων, με μεγάλα περιθώρια παραβίασης.
Μπορεί να παρακαμφθεί η απαγόρευση;
Η εμπειρία δείχνει ότι ένα μεγάλο ποσοστό παιδιών θα το προσπαθήσει. Η εφηβεία είναι εκ φύσεως ηλικία ορίων, δοκιμών και αντίδρασης. Όσο πιο απόλυτο είναι ένα ψηφιακό «όχι», τόσο μεγαλύτερη είναι η τάση για υπόγεια χρήση, ιδίως όταν η κοινωνική ζωή μεταφέρεται όλο και περισσότερο στο διαδίκτυο.
Μήπως τελικά η απαγόρευση κάνει τα social media πιο ελκυστικά;
Το απαγορευμένο διαχρονικά ασκεί ισχυρή έλξη, ιδιαίτερα στις μικρές ηλικίες. Τα social media κινδυνεύουν να μετατραπούν σε σύμβολο κοινωνικής ενηλικίωσης και όχι απλώς σε εργαλείο επικοινωνίας. Έτσι, η απαγόρευση μπορεί ακούσια να ενισχύσει αυτό ακριβώς που θέλει να περιορίσει.
Υπάρχει κίνδυνος μετακίνησης σε πιο επικίνδυνα ψηφιακά περιβάλλοντα;
Ναι, και αυτός ο κίνδυνος θεωρείται από τους ειδικούς ιδιαίτερα σοβαρός. Όταν κλείνουν οι πιο ορατές και σχετικά ρυθμισμένες πλατφόρμες, κάποιοι ανήλικοι μετακινούνται σε κλειστά δίκτυα, ανώνυμα φόρουμ, ανεξέλεγκτους server και, σε ένα μικρό αλλά υπαρκτό ποσοστό, σε διαδρομές του dark web. Εκεί, η εποπτεία μηδενίζεται και οι κίνδυνοι εκμετάλλευσης, κακοποίησης και ριζοσπαστικοποίησης αυξάνονται δραματικά.
Προστατεύει πράγματι η απαγόρευση την ψυχική υγεία;
Η προστασία δεν προκύπτει αυτόματα από τον αποκλεισμό. Χωρίς εκπαίδευση, χωρίς γονική παρουσία, χωρίς ψυχολογική ενδυνάμωση, η απαγόρευση απλώς μεταφέρει τη χρήση στο «κρυφό», συχνά με μεγαλύτερο άγχος, ενοχή και συγκρουσιακή σχέση με τους ενήλικες.
Ποιες ηλικίες μπορούν να προστατευτούν ουσιαστικά;
Οι ειδικοί συγκλίνουν στο ότι οι πιο αποτελεσματικές παρεμβάσεις αφορούν κυρίως παιδιά έως 11 ή 12 ετών, όπου ο έλεγχος της συσκευής είναι εφικτός και η γονική παρουσία καθοριστική. Από εκεί και πάνω, η καθολική απαγόρευση μετατρέπεται περισσότερο σε συμβολική πράξη παρά σε λειτουργικό μέτρο.
Είναι τελικά λύση ή ψευδαίσθηση;
Η απαγόρευση των social media στους ανηλίκους δεν είναι από μόνη της ούτε απόλυτα λάθος αλλά ούτε και επαρκής λύση. Μπορεί να λειτουργήσει επικουρικά, σε μικρές ηλικίες και σε συνδυασμό με ισχυρή παιδεία. Όταν, όμως, παρουσιάζεται ως καθολική απάντηση σε ένα σύνθετο κοινωνικό και ψυχολογικό ζήτημα, κινδυνεύει να μετατραπεί σε ψευδαίσθηση ελέγχου. Είναι μια επιλογή που μετατοπίζει το βάρος από την παιδεία στον έλεγχο, από την πρόληψη στην καταστολή, από την κοινωνική πολιτική στην τεχνική φίμωση. Προσφέρει πολιτικό χρόνο, αλλά δεν λύνει το πρόβλημα. Δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι το κράτος μπορεί να ρυθμίσει την ψηφιακή πραγματικότητα με τους ίδιους όρους που ρυθμίζει έναν φυσικό χώρο.
Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν μπορούμε να κλείσουμε το διαδίκτυο στα παιδιά. Είναι αν μπορούμε να τους μάθουμε να ζουν μέσα σε αυτό χωρίς να χάνουν τον εαυτό τους.






