Η Ευρώπη επιστρέφει σε τροχιά ανάκαμψης, η απασχόληση αυξάνεται και η ανεργία υποχωρεί σταθερά. Κι όμως, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, το 8,2% των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το 2024, παρέμενε σε κίνδυνο φτώχειας. Στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 10,7%, ένας στους 10 εργαζόμενους. Πρόκειται για ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην ΕΕ, σε μια περίοδο που η οικονομία αναπτύσσεται με 2% το τρίτο τρίμηνο του 2025 και η ανεργία μειώνεται στο 8,6%. Τα στοιχεία όμως αποκαλύπτουν μια πολύ δύσκολη πραγματικότητα, καθώς η εργασία δείχνει να μην αρκεί για μια αξιοπρεπή διαβίωση.

Η πραγματικότητα των εργαζόμενων φτωχών είναι σύνθετη. Στην ευρωπαϊκή στατιστική γλώσσα, χαρακτηρίζονται έτσι όσοι διαθέτουν καθαρό εισόδημα κάτω από το 60% του διάμεσου εισοδήματος της χώρας τους, παρά το γεγονός ότι εργάζονται. Στην πράξη, πρόκειται κυρίως για εργαζόμενους σε μερική απασχόληση, χαμηλής εξειδίκευσης ή σε νοικοκυριά με περιορισμένη ένταση εργασίας.

Η Κομισιόν σε έκθεση της καταγράφει ότι το φαινόμενο δείχνει να σταθεροποιείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όμως πίσω από τον μέσο όρο κρύβονται τεράστιες αποκλίσεις. Το ποσοστό στο Λουξεμβούργο είναι 13,4%, ενώ στη Φινλανδία είναι μόλις 2,8%. Τα επίπεδα εκπαίδευσης και η φύση της απασχόλησης καθορίζουν σημαντικά το πλαίσιο, καθώς εργαζόμενοι με χαμηλή εκπαίδευση ή χωρίς σταθερή σχέση εργασίας έχουν σχεδόν διπλάσιες πιθανότητες να βρεθούν σε κίνδυνο φτώχειας.

Οι φόροι τρώνε τις αυξήσεις

Στην Ελλάδα, αυτή η αντίφαση είναι ακόμα πιο έντονη. Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι απασχολούμενοι ξεπερνούν πλέον τα 4,4 εκατομμύρια, ενώ η ανεργία μειώνεται σε επίπεδα, που είχαν να καταγραφούν πριν από την κρίση. Και όμως, η χώρα βρίσκεται σταθερά ανάμεσα στις χειρότερες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως προς τη φτώχεια στην εργασία. Η Eurostat καταγράφει μάλιστα πέντε ελληνικές περιφέρειες, μεταξύ των 25 της ΕΕ, όπου περισσότερο από το ένα τρίτο του πληθυσμού βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. Η γεωγραφική διάσταση της ανισότητας, οι χαμηλοί μισθοί σε μεγάλο μέρος του ιδιωτικού τομέα και η εκτεταμένη μερική ή «μαύρη» εργασία δημιουργούν ένα περιβάλλον όπου η είσοδος στην αγορά εργασίας δεν εγγυάται την έξοδο από τη φτώχεια.

Ο δεύτερος πυλώνας του προβλήματος είναι το φορολογικό βάρος στην εργασία. Η Κομισιόν εκτιμά ότι ένας εργαζόμενος στο 50% του μέσου μισθού στην ΕΕ επιβαρύνεται κατά 31,8% από φόρους και εισφορές. Στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ, ο μέσος όρος ανέρχεται σε 34,9%, ενώ στους χαμηλόμισθους, η επιβάρυνση μπορεί να απορροφά το 25 έως 40% οποιασδήποτε μισθολογικής αύξησης. Για την Ελλάδα, ειδικά για το 2025, καταγράφεται φορολογικό βάρος στην εργασία περίπου 39% για έναν τυπικό μισθωτό χωρίς παιδιά, δηλαδή ποσοστό υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το συγκεκριμένο εύρημα απαντά στο γιατί όταν ένας εργαζόμενος λαμβάνει αύξηση, μεγάλο μέρος αυτής της αύξησης χάνεται στη διαδρομή.

Ακριβή στέγη ο «αόρατος» φόρος

Η εικόνα γίνεται ακόμα πιο πιεστική, αν προστεθεί ο παράγοντας της ακρίβειας. Το κόστος κατοικίας λειτουργεί πλέον σαν «αόρατος φόρος». Τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι το 31% των νοικοκυριών σε αστικές περιοχές δαπανά πάνω από το 40% του εισοδήματός του στη στέγαση, ποσοστό που είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη. Η Τράπεζα της Ελλάδος επιβεβαιώνει την ανοδική πορεία των τιμών ακινήτων, σημειώνοντας ότι η αύξηση συνεχίζεται, έστω και με επιβραδυνόμενο ρυθμό. Σε αυτό το περιβάλλον, οι μισθολογικές αυξήσεις συχνά δεν επαρκούν για να καλύψουν το κόστος της καθημερινότητας, πόσο μάλλον για να εξασφαλίσουν αποταμίευση ή μια στοιχειώδη οικονομική ασφάλεια.

Η ευρωπαϊκή ανάκαμψη δημιουργεί θέσεις εργασίας, αλλά δεν παράγει την απαιτούμενη αύξηση παραγωγικότητας, για να στηρίξει διαρκώς υψηλότερους πραγματικούς μισθούς. Η παραγωγικότητα στην ευρωζώνη αυξάνεται με ρυθμό μόλις 0,7% σε ετήσια βάση, περιορίζοντας το περιθώριο για ουσιαστικές βελτιώσεις στην αγοραστική δύναμη. Στην Ελλάδα, το φαινόμενο εντείνεται από τη διάρθρωση της απασχόλησης, με μικρές επιχειρήσεις, χαμηλή τεχνολογική ένταση και περιορισμένες ευκαιρίες αναβάθμισης δεξιοτήτων.

Το αποτέλεσμα είναι ένας μηχανισμός που εγκλωβίζει ένα ποσοστό εργαζομένων στην ίδια εισοδηματική θέση, ακόμη και σε περιόδους ανάπτυξης. Η φτώχεια στην εργασία δεν είναι πια μόνο κοινωνική ανησυχία, αλλά μακροοικονομικό ζήτημα. Περιορίζει την κατανάλωση, μειώνει την αποταμίευση, επιβαρύνει τα συστήματα κοινωνικής προστασίας και αποθαρρύνει την επένδυση σε δεξιότητες.

Ελλάδα

  • Ανάπτυξη ΑΕΠ → 2%
  • Ανεργία → 8,6%
  • Εργαζόμενοι σε κίνδυνο φτώχειας → 10,7%
  • Φορολογική βάρος στην εργασία → 39%
  • Το 31% των νοικοκυριών δαπανούν 40% του εισοδήματος για ενοίκιο