Ο Ρίτσαρντ Σουίνμπερν, Ομότιμος Καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας, είναι ένας από τους επιδραστικούς φιλοσόφους της «Αναλυτικής Φιλοσοφίας», η οποία επιμένει στην ακριβή και σαφή διάρθρωση των επιχειρημάτων με χρήση της τυπικής λογικής και αξιοποίηση των πορισμάτων των θετικών επιστημών. Ως επίγονος της παράδοσης του Τζον Λοκ, υποστηρίζει το «εύλογο του Χριστιανισμού» και τη δυνατότητα να καταδειχθεί ότι βασικές παραδοχές της χριστιανικής πίστης μπορούν να συμβιβαστούν με τον ορθό λόγο, έχοντας συμμετάσχει στον δημόσιο διάλογο με σημαντικούς άθεους φιλοσόφους.

Με τη βασική τριλογία του Η λογική συνοχή του θεϊσμού, [The Coherence of Theism, Clarendon Press 1993], Η ύπαρξη του Θεού [The existence of God, Clarendon Press 2004], Πίστη και λόγος [Faith and reason, Clarendon Press 2000] οικοδομεί μια πιθανοκρατική επιχειρηματολογία, η οποία αρχίζει από την παρατήρηση του φυσικού κόσμου και εξετάζει λογικώς με επαγωγική και συσσωρευτική μέθοδο τις πιθανότητες για την ύπαρξη του Θεού. Στο έργο Ο Χριστιανικός Θεός [The Christian God, Clarendon Press 1994] αναπτύσσει μια πρωτότυπη επιχειρηματολογία, για να εξηγήσει φιλοσοφικά τη χριστιανική πίστη ότι ο Θεός είναι Τριάδα.

Το 2025 (4-7 Ιουνίου) υπήρξε κύριος ομιλητής στο Συνέδριο Η Νίκαια και η Εκκλησία της τρίτης χιλιετίας: Προς την ενότητα Καθολικών και Ορθοδόξων, που διοργανώθηκε από την ΙΟΤΑ (International Orthodox Theological Association) και το Ποντιφικό Πανεπιστήμιο Angelicum στη Ρώμη. Η συμβολή του αφορούσε στο να καταδειχθεί από μια φιλοσοφική αναλυτική και υπαρξιακή σκοπιά η σημασία των διαφορών Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών.

Ο Ρίτσαρντ Σουίνμπερν έχει μεταστραφεί από τον Αγγλικανισμό στην Ορθοδοξία το 1996 και ταυτοχρόνως βασίζει τη σκέψη του στον Θωμά Ακινάτη και τον Ριχάρδο του Αγίου Βίκτωρος, που αποτελούν δύο σημαντικές πηγές της Ρωμαιοκαθολικής Θεολογίας. Για τον λόγο αυτό, θεωρείται μία συνθετική ενωτική μορφή στον διαχριστιανικό διάλογο, καθώς έχει μετάσχει τριών χριστιανικών παραδόσεων, ενώ αποτελεί και έναν επιδραστικό στοχαστή στον εκκοσμικευμένο φιλοσοφικό διάλογο. Μίλησε στο «Βήμα» με θέμα ποια είναι η φιλοσοφική διάσταση στις διαφορές Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών. Οι θέσεις του, αν και διαφέρουν από τις επίσημες θεολογικές θέσεις των Ορθοδόξων σε ορισμένα ζητήματα, όπως το «Φιλιόκβε», παρουσιάζουν ενδιαφέρον ως μια προσπάθεια απροϋπόθετης φιλοσοφικής διερεύνησης των δογμάτων, που είναι ανοικτή και για τον μη πιστό.

Πιστεύετε ότι οι λεγόμενες δογματικές διαφορές μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών που συζητώνται φέτος στα συνέδρια για τη Νίκαια έχουν ένα υπαρξιακό φιλοσοφικό νόημα που θα μπορούσε να ενδιαφέρει ευρύτερα; Πώς θα αναπτύσσατε την προβληματική του διαλόγου σε έναν μη ειδικό ή και σε έναν μη πιστό;

Εκκινώ τη φιλοσοφική μου επιχειρηματολογία από εκεί που θα την ξεκινούσε ο οποιοσδήποτε, είτε είναι άθεος, είτε είναι θεϊστής. Δεν πρωτοτυπώ, ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης [335-394] είχε δηλώσει ότι, εάν έχεις έναν διάλογο με κάποιον, οφείλεις να ξεκινάς από τη θέση που είναι ο συνομιλητής σου. Και βεβαίως, όταν κάνουμε έναν φιλοσοφικό διάλογο, κατ’ αρχήν είναι συνηθέστερο και πιο γόνιμο να τον κάνουμε με κάποιον που έχει διαφορετική άποψη από εμάς, εν προκειμένω με έναν άθεο, αν εγώ είμαι θεϊστής. Αλλά, θα προσέθετα, ότι, αν είναι κάποιος γνήσιος φιλόσοφος, κάνει τον διάλογο πρωτίστως με τον ίδιο του τον εαυτό, κάνει δηλαδή έναν ενδιάθετο διάλογο με έναν εαυτό που μπορεί να αμφιβάλλει και να φέρνει αντιρρήσεις, με σκοπό να οικοδομήσει την επιχειρηματολογία και τη λογική του οικοδομή σε στέρεα βάση.

Για να φτάσουμε στον φιλοσοφικό υπαρξιακό πυρήνα που έχουν οι διαφορές Ορθοδόξων και Καθολικών, θα χρειαστεί να εκθέσω τη φιλοσοφική συλλογιστική μου που έχω αναπτύξει σε πλειάδα βιβλίων. Εδώ θα τη συμπτύξω, προκειμένου να έχουμε ένα πλαίσιο. Η πλήρης επιχειρηματολογία μπορεί να βρεθεί ασφαλώς σε εκτενέστερους διαλόγους που έχω κάνει με μη πιστούς, καθώς και στα βιβλία μου. Για έναν φιλόσοφο, η αφετηρία είναι ο κόσμος, το σύμπαν, αυτό που ονομάζεται «κοσμολογικά επιχειρήματα». Μεταξύ πολλών επιχειρημάτων, το πλέον σημαντικό είναι ότι το σύμπαν υπάρχει και κυβερνάται από πολύ απλούς νόμους της φύσης που το ρυθμίζουν με εξαιρετική ακρίβεια, ώστε να προκύψει η ύπαρξη όντων, όπως οι άνθρωποι, που έχουν συνείδηση. Αυτό ονομάζεται και επιχείρημα της λεπτής ρύθμισης ή «λεπτορρύθμισης» (fine tuning) του σύμπαντος, δηλαδή της ρύθμισης του σύμπαντος με νόμους πολύ ακριβείς, «λεπτούς», ώστε να αναδυθεί η συνείδηση.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, αναζητείται η απλούστερη και επαρκέστερη εξήγηση για την ύπαρξη ενός «λεπτορρυθμισμένου» σύμπαντος και αυτή βρίσκεται στην ύπαρξη ενός παντοδύναμου Θεού ο οποίος είναι η αιτία αυτού του σύμπαντος και ο οποίος είναι απολύτως αγαθός, καθώς, επειδή είναι απολύτως αγαθός, θα επιδιώξει τη δημιουργία ενός αγαθού σύμπαντος. Είναι καλό να υπάρχουν άνθρωποι με συνείδηση και, κατά συνέπεια, ένα σύμπαν που οδηγεί στην ύπαρξη ανθρώπων είναι καλό. Ένα σύμπαν που διαθέτει ειδικούς φυσικούς νόμους, οι οποίοι οδηγούν στη δημιουργία ανθρωπότητας και συνείδησης είναι εύλογο να θεωρήσουμε ότι έχει μια αιτία που είναι αγαθή και παντοδύναμη.

Προκύπτει, βεβαίως, το πρόβλημα του κακού. Ένα σημαντικό επιχείρημα είναι ότι αν ο Θεός δίνει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να κάνουν λάθος ή, σε ένα θρησκευτικό ιδίωμα, να «αμαρτήσουν», καθώς και να υποφέρουν, αυτό συμβαίνει επειδή πρόκειται επίσης για μια δυνατότητα να βελτιωθούν και να βελτιώσουν τον κόσμο. Η ύπαρξη κακού προσφέρει μια σπουδαιότητα στον κόσμο, δείχνει ότι το πέρασμά μας από τη ζωή δεν είναι ένα παιχνίδι, αλλά ένα δράμα εξάσκησης της ελευθερίας. Ωστόσο, αν κάποιος ως αυθεντία κάνει κάποιον άλλο να υποφέρει για έναν καλό λόγο, τότε θα πρέπει και αυτός να μοιραστεί την οδύνη. Αυτός είναι κατά το σκεπτικό μου ο πρωταρχικός λόγος για να πιστεύω ότι ο Θεός ενσαρκώνεται στον Χριστό. Ο Θεός ενσαρκώνεται, για να μοιραστεί την ίδια μοίρα μαζί μας, αλλά επίσης ενσαρκώνεται, ώστε μέσα από μια καλή και δύσκολη ζωή να φέρει την εξιλέωση για τo κακό και για ό,τι σε ένα χριστιανικό ιδίωμα αποκαλούμε «αμαρτία». Επιπλέον, η ενσάρκωση είναι απαραίτητη για την αποκάλυψη αληθειών. Ο Χριστιανισμός έχει αυτήν την ιδιαιτερότητα μεταξύ των θρησκειών, για παράδειγμα, ο Μωάμεθ δεν ισχυρίστηκε ότι εξιλεώνει αμαρτίες, ο Βούδας δεν ισχυρίστηκε ότι είναι Θεός κ.ο.κ. Ο Ιησούς είναι ο μοναδικός ιδρυτής θρησκείας που εκπληρώνει αυτά που ο Θεός απαιτεί από τους ανθρώπους, όπως την αντιμετώπιση του κακού και της οδύνης, ενώ είναι ο ίδιος Θεός και μπορεί να προσφέρει την εξιλέωση και την αποκάλυψη. Για τον λόγο αυτό μου φαίνεται ως η πιο εύλογη θρησκεία.

Και για αυτόν τον λόγο, επειδή δηλαδή ο Θεός χρειάζεται να εκπληρώνει ο ίδιος αυτά που απαιτεί, θεωρώ ότι είναι εύλογη η αποδοχή του ισχυρισμού ότι ο Χριστός είναι Θεός και ότι αναστήθηκε εκ νεκρών. Θα προσέθετα και ιστορικές ενδείξεις και το γεγονός ότι υπάρχει η σφραγίδα του Θεού στο έργο του. Θα περιμέναμε, επομένως, η Εκκλησία, που ίδρυσε, να διαθέτει αξιοπιστία στη διδασκαλία της, γιατί ο Χριστός θα ήθελε να φανερωθεί η αλήθεια του έργου του. Επομένως, το ίδιο το γεγονός της διδασκαλίας της Αγίας Τριάδας αποτελεί μία καλή απόδειξη για την αλήθεια της. Αλλά πιστεύω ότι υπάρχει και ένα εύλογο επιχείρημα για την τριαδικότητα του Θεού, αν σκεφτούμε το ίδιο το είναι του.

Αντιλαμβάνομαι ότι σε λίγες προτάσεις συνοψίζετε μια επιχειρηματολογία που στην εργογραφία σας καταλαμβάνει πολλούς ογκώδεις τόμους. Η επιχειρηματολογία σας, εφόσον το καταλαβαίνω σωστά, ανήκει σε ό,τι λέμε προπαμπιλισμό (probabilism), δηλαδή καταδεικνύετε την εύλογη πιθανότητα του περιεχομένου της χριστιανικής πίστης. Ενώ μπορεί να υπάρχουν αφενός άθεοι που να θεωρούν τη χριστιανική πίστη ως παράλογη, αλλά, αντιστρόφως, και χριστιανοί που να θεωρούν ότι είναι καλύτερο η πίστη να υπερβαίνει ή ακόμη και να αψηφά και να καταργεί τη λογική, επειδή τότε είναι, κατ’ αυτούς, πιο ελεύθερη. Αν σας κατανοώ σωστά, θεωρείτε την εύλογη πιθανότητα του χριστιανισμού, όχι μια καταληκτική απόδειξή του, η οποία άλλωστε δεν θα άφηνε χώρο στην πίστη, ξεκινώντας ως φιλόσοφος από την παρατήρηση του κόσμου, διερωτώμενος για το αίνιγμα του κακού και στη συνέχεια θεωρώντας φιλοσοφικώς τις αξιώσεις του Χριστού ως ιδρυτή της Εκκλησίας. Είναι μια σκέψη «από τα κάτω προς τα πάνω». Φτάνουμε, όμως, στο θέμα μας, που είναι η θεωρία περί Αγίας Τριάδας, όπου εδώ υπάρχει η μεγαλύτερη διαφοροποίηση Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών. Ποια είναι η θεώρησή σας από τη φιλοσοφική σκοπιά σας;

Η σχετική διδασκαλία αποκρυσταλλώθηκε τον 4ο και 5ο αιώνα και περιέχει ότι έχουμε τρία θεία πρόσωπα όπου το καθένα είναι παντοδύναμο, πανάγαθο και με παντογνωσία. Τα τρία πρόσωπα συνδέονται από το γεγονός ότι ο Θεός Πατήρ είναι η αρχή τους. Στη Δύση υπάρχει περισσότερο μια έμφαση στο ότι ο Πατήρ είναι η αιτία άμεσα του Υιού και εμμέσως του Αγίου Πνεύματος. Στην Ανατολή η έμφαση είναι περισσότερο στο ότι ο Πατήρ είναι αιτία του Υιού με τον τρόπο της γεννήσεως και του Πνεύματος με τον τρόπο της εκπορεύσεως. Δηλώνεται ότι είναι δύο διαφορετικά είδη αιτιότητας, αλλά το περιεχόμενό τους δεν προσδιορίζεται.

Αυτός ο μη προσδιορισμός είναι και ο λόγος που η Ορθόδοξη θεολογία αυτοπροσδιορίζεται ως «αποφατική», ενώ η Ρωμαιοκαθολική θεωρείται ως περισσότερο θετικιστική.

Ας θέσουμε, όμως, φιλοσοφικώς τα ερωτήματα. Γιατί ο Πατήρ να είναι αιτία για δύο ακόμη πρόσωπα; Γιατί να μην είναι «μόνος» του, όπως σε αυστηρούς μονοθεϊσμούς; Βρίσκω πειστική την απάντηση του ιερού Αυγουστίνου Ιππώνος (354-430), ο οποίος έγραψε ότι αν ο Πατήρ είναι ανίκανος να είναι η αιτία του Υιού, τότε δεν είναι παντοδύναμος. Αν πάλι μπορούσε να είναι η αιτία του Υιού, αλλά δεν ήθελε, τότε θα ήταν εγωιστής. Ο Θεός ως πολλαπλότητα προσώπων προκύπτει από το ότι ο Θεός είναι αγάπη και από το ότι η αγάπη είναι η ανώτερη μορφή αγαθότητας. Αυτός ο προβληματισμός του να σκεφτόμαστε τον Θεό ως αγάπη, ακόμη και φιλοσοφικά, έχει αρχίσει με τη Σύνοδο της Νίκαιας το 325 και αναπτύσσεται επί πολλούς αιώνες. Αν ο Θεός είναι αγάπη στο ίδιο του το είναι και όχι μόνο στη σχέση του προς τον κόσμο, τότε ο Θεός είναι πλειάδα προσώπων. Ένας μοναχικός Θεός δεν μπορεί να εκφράσει την αγάπη, καθώς η αγάπη είναι μια κοινωνική πραγματικότητα. Όπως το έθεσε εύλογα ο ιερός Αυγουστίνος, ο Πατήρ αναπόφευκτα θα είναι η αιτία ενός προσώπου με το οποίο θα μοιράζεται το είναι.

Αλλά γιατί να υπάρχει και ένα τρίτο πρόσωπο; Μόλις τον 12ο αιώνα εμφανίστηκε ένας Χριστιανός φιλόσοφος που εξήγησε εκτενώς γιατί χρειάζεται να υπάρχουν τρία θεία πρόσωπα. Ο φιλόσοφος αυτός είναι ο Ριχάρδος του αγίου Βίκτωρος στο Παρίσι [+1173]. Έγραψε ότι, αν αγαπάς πραγματικά κάποιον, θα θέλεις επίσης αυτός να αγαπάται από κάποιον άλλο. Και, επίσης, αν θέλεις πραγματικά να αγαπάς κάποιον, θα θέλεις να έχει κάποιον άλλο να αγαπήσει. Αν λάβουμε μια αναλογία αρκετά μακρινή, αλλά υπαρκτή, αν δύο γονείς αποφασίσουν να μην κάνουν παιδιά, γιατί θεωρούν ότι η ύπαρξη παιδιών θα αποστερήσει τον καθένα τους από την αγάπη του άλλου, αυτό θα συμφωνούσαμε όλοι ότι είναι εγωιστικό. Θα θέλαμε κάποιος που αγαπάμε να έχει κάποιον παραπάνω από απλώς εμένα για να αγαπά κ.ο.κ.

Όντως, η οικογένεια είναι ένα παράδειγμα που χρησιμοποιείται αρκετά ως μια αναλογία ή ένα απήχημα της αγάπης της Αγίας Τριάδας. Θεωρείται ότι μια δυαδική αγάπη μπορεί να παραμείνει σε ένα επίπεδο δυαδικού εγωισμού, ενώ το παιδί ως ένα τρίτο πρόσωπο δείχνει τη γονιμότητα της αγάπης. Τον 20ο αιώνα στην ηπειρωτική φιλοσοφία υπάρχουν και ψυχαναλυτικές ερμηνείες, -λακανικές κυρίως-, της θεωρίας του Ριχάρδου του Αγίου Βίκτωρος, οι οποίες ισχυρίζονται ότι η δυαδική σχέση μπορεί να είναι κατοπτρική, σαν ένας καθρέφτης που αναπαράγει έναν δυαδικό ναρκισσισμό, ενώ η υπέρβαση τόσο του εγωισμού όσο και του ναρκισσισμού συμβαίνει με έναν τρίτο όρο. Υπάρχουν επίσης θεωρίες Πολιτικής Θεολογίας που εντοπίζουν την αναλογία η απήχημα της Τριάδας στην πολιτική συνύπαρξη, ότι δηλαδή μια οποιαδήποτε δυαδική σχέση παραμένει εγωιστική ή ναρκισσιστική, αν δεν διανοιγεί στον τρίτο όρο που είναι η συνολική κοινωνικοπολιτική συνύπαρξη. Ένα οποιοδήποτε ζευγάρι κλεισμένο στον εαυτό του με αδιαφορία για τους υπόλοιπους δεν μπορεί να είναι η τέλεια αγάπη. Για να το θέσω αλλιώς, θεωρείται ότι με το Άγιο Πνεύμα στην Αγία Τριάδα έχουμε ένα όραμα αγάπης ως κοινωνίας και όχι απλώς ως δυαδικής σχέσης. Παραμένει, βεβαίως, φιλοσοφικώς το ερώτημα γιατί ο Θεός να είναι μόνο τρία πρόσωπα και όχι περισσότερα. Αυτό είναι θέμα λογικής αναγκαιότητας ή ένα υπέρλογο μυστήριο;

Στο ερώτημα αυτό είμαι ο πρώτος Χριστιανός φιλόσοφος που επιχειρώ μια απάντηση. Θα τη συνόψιζα ως εξής. Κατ’ αρχήν, ο Θεός είναι παντοδύναμος με την έννοια ότι μπορεί να κάνει ο,τιδήποτε είναι λογικώς δυνατό. Μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι αν ο Θεός μπορεί να φέρνει στο είναι λ.χ. πλανήτες ή ανθρώπινα όντα και αυτό είναι καλό, τότε όσα πιο πολλά όντα έρχονται στο είναι, τόσο το καλύτερο. Το πρόβλημα είναι πως όσα όντα και να φέρει στο είναι πάντα θα μπορούσε να φέρει στο είναι περισσότερα. Δεν μπορούμε, λοιπόν, να έχουμε ως απαίτηση μια απειρία όντων ως τη βέλτιστη απόφαση του Θεού, πολύ απλά επειδή σε ορισμένα είδη επιλογών δεν υπάρχει μια παρόμοια βέλτιστη απόφαση. Ορισμένες φορές δύο επιλογές είναι εξίσου καλές.

Για να έρθουμε στο ίδιο το είναι του Θεού, η ύπαρξη τριών προσώπων εξασφαλίζει ότι η αγάπη των θείων προσώπων δεν είναι εγωιστική: Ο αγαπών παρέχει στον αγαπώμενο κάποιον άλλο για αγάπη, εκτός από τον εαυτό του. Αλλά σε αυτήν την περίπτωση, γιατί τα τρία πρόσωπα να είναι το μάξιμουμ; Γιατί ο Πατήρ να μην είναι η αιτία για τέσσερα, πέντε, έξι πρόσωπα κ.ο.κ.; Η απάντησή μου είναι ότι τα άλλα πρόσωπα μετά το τρίτο δεν θα ήταν αναγκαία. Δεν θα ήταν αναγκαίο ο Θεός Πατήρ να τα «παραγάγει», αν μπορούσαμε να το θέσουμε έτσι, ή να είναι η αιτία τους, όπως λέμε σε θεολογικό ιδίωμα. Αν «παρήγοντο» περισσότερα πρόσωπα, θα ήταν «ενδεχομενικά» (contingent), δηλαδή μη αναγκαία από φιλοσοφικής άποψης. Βρίσκω εύλογο το νόημα της χριστιανικής διδασκαλίας ότι ο Θεός «παράγει» με αναγκαιότητα λόγω της τέλειας αγαθότητάς του και είναι για αυτό αιτία δύο προσώπων, του Υιού και του Πνεύματος. Αν υπήρχαν και άλλα πρόσωπα, θα ήταν «αποτελέσματα» μη αναγκαίας επιλογής, θα βρισκόμασταν δηλαδή στο επίπεδο της ενδεχομενικότητας. Επομένως, από το τέταρτο πρόσωπο «και μετά» τα πρόσωπα δεν θα μπορούσαν να είναι θεία, επειδή θα υπήρχαν ως ένα αντικείμενο μιας εκούσιας «παραγωγικής» δυνάμεως του Θεού αντί να ανήκουν στην αναγκαιότητα του θείου είναι ως αγάπης και παναγαθότητας. Αν το θέσουμε με όρους του Ριχάρδου του αγίου Βίκτωρος: α) Ο Θεός δεν θα ήταν Θεός, αν απείχε από το να είναι αιτία του Υιού. β) Δεν θα ήταν Θεός Πατήρ αν δεν ήταν επίσης αιτία του Αγίου Πνεύματος ως τρίτου προσώπου. γ) Ωστόσο, παραμένει Θεός και Πατήρ, ακόμη κι αν δεν υπάρξει τέταρτο ή παραπάνω πρόσωπα. Από το τέταρτο και παραπάνω πρόσωπα μπαίνουμε στον χώρο που φιλοσοφικώς αποκαλούμε «ενδεχομενικότητα» (contingency), δηλαδή μη αναγκαιότητα, και θεολογικώς «κτίση». Κάπως έτσι θα συνόψιζα την επιχειρηματολογία μου από τη φυσική θεολογία προς την Αγία Τριάδα.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ακριβώς τα παραπάνω πρόσωπα είναι τα «κτιστά» πρόσωπα, οι άνθρωποι (ή κατά τη χριστιανική πίστη και οι άγγελοι). Υπάρχει συναφώς η βιβλική εικόνα ότι η Αγία Τριάδα είναι σαν μια «θεία οικογένεια» με φυσική συγγένεια και λογική αναγκαιότητα, ενώ οι άνθρωποι είμαστε σαν τα «υιοθετημένα» παιδιά που εντάσσονται διά υιοθεσίας στη θεία αγάπη. Εδώ, όμως, έχουμε φτάσει στην καρδιά των διαφορών μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων και θα ήθελα το προσωπικό φιλοσοφικό σας σχόλιο για την επικαιρότητα της συνόδου της Νικαίας και για τις συζητήσεις που γίνονται το 2025 για το λεγόμενο «Φιλιόκβε», δηλαδή για τη Ρωμαιοκαθολική θεώρηση ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού (Filioque στα λατινικά).

Λόγω της τέλειας αγαθότητάς του, ο Θεός Πατήρ έπρεπε να είναι αιτία του Υιού και (άμεσα ή εμμέσως διά του Υιού) του Πνεύματος, που υπάρχουν με την ίδια αναγκαιότητα με τον Πατέρα. Οποιαδήποτε «υιοθετημένα» παιδιά δεν θα υπήρχαν με την ίδια αναγκαιότητα, όπως ο Πατήρ και επομένως δεν θα ήταν θεία. Το επιχείρημα του Ριχάρδου του Αγίου Βίκτωρος και η δική μου προσθήκη σε αυτό ισχύουν και για τη Ρωμαιοκαθολική και για την Ορθόδοξη θεώρηση, καθώς και οι δύο ισχυρίζονται ότι υπάρχουν τρία και μόνο τρία πρόσωπα. Το «Filioque» δεν υπάρχει στο Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως και προστέθηκε από τους Ρωμαιοκαθολικούς. Η έμφαση στη Νίκαια σημαίνει σήμερα μια διάθεση επιστροφής στην κοινή βάση του Χριστιανισμού. Υπάρχει μια φόρμουλα συμβιβασμού που βασίζεται στην έκφραση «εκ του Πατρός διά του Υιού» (αντί για «εκ του Πατρός και εκ του Υιού» που απορρίπτουν οι Ορθόδοξοι). Η διατύπωση υπάρχει και σε ορισμένους Ανατολικούς Πατέρες, όπως ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός (676-749). Μετά το σχίσμα (1054), ο Θωμάς Ακινάτης και άλλοι Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι δέχτηκαν τη διατύπωση. Ωστόσο, δεν είναι σίγουρο ότι όλοι οι Ορθόδοξοι θα δεχθούν τον συμβιβασμό.
Υπάρχει μια διαφορά μεταξύ εντός της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης θεολογίας, σχετικά με το νόημα του ότι ο Πατήρ «γεννά» τον Υιό και «εκπορεύει» το Πνεύμα. Κατά μία άποψη και οι δύο εκφράσεις σημαίνουν απλώς ότι είναι η αιτία τους. Επομένως, η Ρωμαιοκαθολική θεώρηση είναι ότι το Σύμβολο πρέπει να κατανοηθεί σαν να λέει απλώς ότι ο Πατήρ και ο Υιός είναι και οι δύο αιτίες του Πνεύματος. Ενώ η Ορθόδοξη άποψη είναι ότι το Σύμβολο της Πίστεως πρέπει να κατανοηθεί σαν να λέει ότι ο Πατήρ είναι αιτία του Υιού και επίσης είναι αιτία του Πνεύματος. (Στη συμβιβαστική φόρμουλα, το Σύμβολο κατανοείται σαν να λέει απλώς ότι ο Πατήρ είναι αιτία του Υιού και, διά του Υιού, είναι αιτία του Πνεύματος). Αλλά άλλοι θεολόγοι εντός του Ρωμαιοκαθολικισμού και της Ορθοδοξίας θεωρούν ότι η «γέννηση» και η «εκπόρευση» αποτελούν διαφορετικά είδη αιτιότητας, το περιεχόμενο, όμως, των οποίων κανείς δεν γνωρίζει.
Η δική μου θεώρηση είναι ότι όσο πιο απλή είναι μια θεωρία, τόσο πιο πιθανό είναι να είναι αληθής. Είναι, λοιπόν, πιο πιθανό να υπάρχει μόνο ένα είδος αιτιότητας και ότι το Σύμβολο θα έπρεπε να κατανοηθεί ως ότι βεβαιώνει απλώς την ενέργεια ενός είδους αιτιότητας. Αλλά το αν το Σύμβολο θα έπρεπε να κατανοηθεί με αυτόν τον τρόπο δεν είναι ένα ζήτημα που διαχωρίζει τους Ρωμαιοκαθολικούς από τους Ορθοδόξους. Πιστεύω επίσης ότι ο Πατήρ (λόγω της τέλειας αγαθότητάς του) θα ήθελε να μοιραστεί το έργο του με τον Υιό και να εκπορεύσει το Πνεύμα διά του Υιού. Για αυτόν τον λόγο δέχομαι τη φόρμουλα συμβιβασμού. Σήμερα οι Ρωμαιοκαθολικοί μπορεί να ήταν πρόθυμοι να αποδεχθούν τη φόρμουλα συμβιβασμού, αλλά κάποιοι Ορθόδοξοι σίγουρα δεν θα τη δέχονταν. Αλλά ίσως θα ήταν δυνατό και οι δύο πλευρές να δεχθούν η μία την άλλη σε κοινωνία, ακόμη κι αν δεν συμφωνούν σχετικά με το Φιλιόκβε.

Όταν οι Ορθόδοξοι χρησιμοποιούν τη διατύπωση «εκ του Πατρός διά του Υιού» εννοούν τη λεγόμενη «ουσιώδη πρόοδο», που είναι μια άλλη διατύπωση για την κοινότητα της ουσίας που εκφράστηκε με τον όρο «ομοούσιον» της Νίκαιας. Μπορεί επίσης να εννοούν την πρόοδο των θείων ενεργειών. Όμως δεν εννοούν την προσωπική αιτιότητα. Δηλαδή δεν θεωρούν ότι ο Υιός συμμετέχει με κάποιον τρόπο στην εκπόρευση του Πνεύματος. Εδώ παραμένει μια διαφορά με τους Ρωμαιοκαθολικούς. Σε κάθε περίπτωση το γεγονός ότι ο Πάπας Λέων διάβασε το Σύμβολο της Πίστεως στη Νίκαια χωρίς το Φιλιόκβε είναι ένα σημείο καλής θέλησης για την υπέρβαση των διαφωνιών στην πράξη.