Έστω και τώρα έστω και υπό αυτές τις χρονικά πιεστικές συνθήκες έρχεται σταδιακά στο προσκήνιο η είδηση της επικείμενης εφαρμογής του νέου Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο. Ενώ μέχρι πρότινος επρόκειτο για ένα ζήτημα που ετίθετο αορίστως και δευτερευόντως στην πολιτική ατζέντα, πολλώ μάλλον στην δημόσια σφαίρα της καθημερινότητας των πολιτών, με ελάχιστες αναφορές και περισσότερο δημοσιεύσεις τεχνοκρατικού χαρακτήρα, το τελευταίο διάστημα και ενώ απομένουν 7 μόλις μήνες πριν την πλήρη εφαρμογή του, έχουν πυκνώσει οι τοποθετήσεις ποικίλου περιεχομένου. Είτε πρόκειται για αισιόδοξες γνώμες που αποθεώνουν την για πρώτη φορά πρόβλεψη λειτουργίας μηχανισμού έμπρακτης και υποχρεωτικής αλληλεγγύης προς τα κράτη μέλη της πρώτης γραμμής, τα οποία αντιμετωπίζουν μεταναστευτική πίεση λόγω δυσανάλογου αριθμού αφίξεων (όπως η χώρα μας), είτε για επικριτικές απόψεις, οι οποίες ευαγγελίζονται την πρότερη εμπειρία της αποτυχημένης εφαρμογής του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ για να μηδενίσουν τις όποιες ελπίδες επιτυχούς εφαρμογής του νέου Συμφώνου. Μάλιστα, η δεύτερη αυτή προσέγγιση κάνει ένα λογικό άλμα και πάει ένα βήμα παραπέρα σημειώνοντας ότι η προδιαγεγραμμένη αποτυχία του PACT θα επιφέρει και τον εγκλωβισμό των παράνομων μεταναστών στην Ελλάδα, η οποία συνακόλουθα θα “γονατίσει” υπό την πίεση αυτή και ελλείψει πραγματικής αλληλεγγύης από τα άλλα κράτη μέλη.

Σε αυτή την κατηγορία των “απαισιόδοξων” προσεγγίσεων εντάσσεται και το πολύ ενδιαφέρον προσφάτως δημοσιευμένο στο Liberal άρθρο της πρώην Υφυπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου, Σοφίας Βούλτεψη, (Μετανάστες, ΕΕ και Ελλάδα: Άλλη μια τρύπα στο νερό και το γερμανικό colpo grosso!) η οποία εκ της θέσεως της και του θεσμικού της ρόλου συμμετείχε (εικάζω) στις επί 4 σχεδόν χρόνια αδιάκοπες διαπραγματεύσεις για την τελική υπογραφή του συμφώνου και άρα η άποψη της αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Εφόσον, όμως, ισχύουν τα παραπάνω, γεννάται το ερώτημα γιατί έπρεπε να οδηγηθούμε στο παραπέντε της εφαρμογής του Συμφώνου για να ανιχνεύσουν τα εθνικά “ραντάρ” τους ελλοχεύοντες κινδύνους και τις δυνητικές συνέπειες που δεν πρόλαβε σε αρχική φάση να διακρίνει η διπλωματική μας αντιπροσωπεία; Κινδυνεύουμε πράγματι να υποστούμε ένα νέο Δουβλίνο και να σηκώσουμε μόνοι μας για άλλη μία φορά το δυσθεώρητο βάρος διαχείρισης των παράνομων αφίξεων δίχως περιθώρια ενεργούς στήριξης σε επίπεδο ανακατανομής ευθυνών; Και εάν συμβεί κάτι τέτοιο είναι επαρκώς προετοιμασμένη η χώρα μας για να μην βιώσει τα φαινόμενα και τις αλγεινές εικόνες του παρελθόντος; Με το χρόνο να μετρά αντίστροφα προλαβαίνουμε να αντιστρέψουμε την κατάσταση που περιγράφει με μελανά χρώματα η Υφυπουργός και να μετατρέψουμε το επερχόμενο φιάσκο σε κόλπο γκρόσο;

Η αλήθεια είναι ότι τα περιθώρια έχουν στενέψει και εφόσον οι παραπάνω δυσοίωνες προβλέψεις επαληθευτούν τότε οι ελιγμοί αντίδρασης είναι περιορισμένοι και απλά θα επιτρέπουν κάθε φορά την προσωρινή ανακούφιση και όχι την μόνιμη επίλυση του προβλήματος. Σε μία τέτοια περίπτωση, όμως, και αφού αποδεχθούμε το τελικό αδιέξοδο του νέου Συμφώνου θα πρέπει να ζητηθούν και σχετικές ευθύνες από όσους ενώ συμμετείχαν, δεν μπόρεσαν να μάθουν από τα λάθη του παρελθόντος και δεν κατάφεραν να αποφύγουν διαπραγματευτικά ανάλογες αστοχίες με αυτές του Δουβλίνο συνυπογράφοντας ένα καταδικαστικό για την Ελλάδα κείμενο. Υπήρχαν περιθώρια να αντιτάξουν ανάστημα οι αρμόδιοι στις “πιέσεις” της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και κυρίως στις συμπληγάδες την χωρών της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης που με κάθε ευκαιρία αντιτίθενται στο ενδεχόμενο λήψης μετεγκαταστάσεων; Αυτό θα πρέπει να μας το εξηγήσουν οι ίδιοι με τη βοήθεια του ιστορικού του μέλλοντος.

Προσωπικά θεωρώ ότι το νέο Σύμφωνο ούτε συνιστά πανάκεια αλλά ούτε και “ταφόπλακα” της οριστικής διαχείρισης του προβλήματος. Πρόκειται για έναν ξεκάθαρο συμβιβασμό μεταξύ ευρωπαϊκού βορρά και νότου που επήλθε μετά τα τραγικά λάθη παλαιότερων περιόδων όταν η αφέλεια και ο μονοδιάστατος ανθρωπισμός σε συνδυασμό με την γραφειοκρατία των Βρυξελλών οδήγησαν σε ουτοπικά εγχειρήματα. Ειδικότερα, το Σύμφωνο προσπαθεί να θεσπίσει ένα πλαίσιο κοινής ευθύνης προωθώντας μια πιο συντεταγμένη και δομημένα ομοιογενή κοινή ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική με περιορισμό των αποκλίσεων στις εθνικές διαδικασίες ασύλου των κρατών μελών και εντατικοποίηση των επιστροφών μέσω πραγματοποίησης απελάσεων είτε στις χώρες καταγωγής είτε σε ασφαλείς τρίτες χώρες χάριν των συντετμημένων προθεσμιών στις συνοριακές διαδικασίες. Ωστόσο, η εξάρτηση από εθελοντικές δεσμεύσεις μετεγκατάστασης, η επιμονή των υποχρεώσεων των πρώτων χωρών εισόδου ως προς την ανάληψη της ευθύνης εξέτασης των αιτημάτων ασύλου και η ευελιξία που παρέχεται στα κράτη μέλη της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης να εξαιρεθούν από την άμεση φιλοξενία μεταναστών υπονομεύουν την δίκαιη κατανομή των βαρών.

Συνεπώς, για την Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία, την Κύπρο και τη Μάλτα, μολονότι το νέο Σύμφωνοπροσφέρει σταδιακές βελτιώσεις, δεν αλλάζει θεμελιωδώς τις δομικές ανισορροπίες της πολιτικής της ΕΕ για τη μετανάστευση. Τα αγκάθια των μετεγκαταστάσεων και του διαμοιρασμού ευθυνών θα επιχειρηθεί να λυθούν μέσω περαιτέρω “ζυμώσεων” σε κεντρικό ή και διμερές επίπεδο… Το εάν αυτές θα είναι επαρκείς θα φανεί το προσεχές διάστημα. Στο μεταξύ, όμως, είναι συνετό να αποφεύγουμε είτε την αιθεροβασία είτε την “Κασσάνδρεια” προσέγγιση καθότι αμφότερες είναι αυτές που ρίχνουν άφθονο νερό στο μύλο της ακροδεξιάς που καιροφυλαχτεί στη γωνία για να πανηγυρίσει και να κεφαλαιοποιήσει μία πιθανή ήττα της ΕΕ.