Όταν  μετά τον θάνατο της μητέρας του ο σκηνοθέτης Θανάσης Βασιλείου επέστρεψε από το Παρίσι στο διαμέρισμα της παιδικής του ηλικίας στην Αθήνα, βρέθηκε αντιμέτωπος με μυστικά που βαραίνουν την ιστορία όχι μόνο της οικογένειάς του, αλλά ολόκληρης της σύγχρονης Ελλάδας. Έτσι, ξεκίνησε ένα κινηματογραφικό ταξίδι-προσωπικό ημερολόγιο ανάμεσα στα αόρατα ίχνη που ενώνουν την πόλη και τους ανθρώπους με το παρελθόν τους. Και έτσι προέκυψε το «ΛΟ» που στα ηπειρώτικα σημαίνει «σώπα», μια βαθιά προσωπική ταινία, κινηματογραφικά λιτή και συναισθηματικά βαθιά, για όλους τους τρόπους με τους οποίους η συναισθηματική μνήμη συμπορεύεται με τη συλλογική, για το τραύμα, τη σιωπή που βιώνεται σαν ενοχή, την αγάπη και τελικά την αποδοχή.

Υποθέτει κανείς ότι αυτή η επιστροφή στο παρελθόν γυρίζοντας το «ΛΟ», ήταν μια επώδυνη διαδικασία. Πως ερμηνεύετε την ανάγκη σας να την βιώσετε;

Νομίζω ότι η βασική ανάγκη προέρχεται από την αδυναμία διαλόγου με την νεκρή μητέρα. Το άδειο του διαμερίσματος και η σιωπή, σε ένα διαμέρισμα που κατοικούνταν για δεκαετίες και δεν είχε συνηθίσει σε αυτή την εγκατάλειψη, με παρακίνησαν να της μιλήσω μέσα από την κατασκευή αυτής της ταινίας. Χάρη στην ίδια αγάπησα το σινεμά, πράγμα που καθόρισε όλη μου τη ζωή ως σήμερα. Δεν μπορούσα παρά να της απαντήσω μέσα από το σινεμά. Όταν τα έπιπλα έφυγαν, ήταν σαν οι αναμνήσεις να απελευθερώθηκαν από τις κρυμμένες γωνιές του διαμερίσματος. Στο τέλος του αδειάσματος, όταν θέλησα να μεταφέρω τα βιβλία της αλλού, βρήκα τις λέξεις της. Η ταινία δεν θα ήταν, έτσι, μόνο μια προσπάθεια απάντησης, αλλά μια φιλμική επιστολή προς εκείνη. Πίστεψα ότι με αυτόν τον τρόπο η σχέση κληροδότη-κληρονόμου θα επαναπροσδιορίζονταν, βρίσκοντας μια νέα θέση, που θα ανακούφιζε και τους δύο. Το πιστεύω ακόμη.

Πέρα από αυτή την προσωπική σας ανάγκη να γυρίσετε την ταινία, ως δημιουργός ποιος (σε γενικές γραμμές) ήταν ο στόχος που είχατε σχηματίσει στο μυαλό σας;

Η ζωή μου και η κατασκευή της ταινίας βρίσκονταν σε διαρκή όσμωση από τα πρώτα πλάνα που γύρισα το 2020, μέχρι την ολοκλήρωσή της το 2025. Δεν ήξερα που πηγαίνω. Δεν είναι μια ταινία που γράφεται, προετοιμάζεται και στο τέλος το μόνο που μένει είναι να γυριστεί. Η εμπειρία του γυρίσματος ήταν το βασικότερο συστατικό της αφήγησης. Τα απρόοπτα, οι απογοητεύσεις, οι εκπλήξεις, με καλούσαν διαρκώς να προσαρμόζομαι, θυμίζοντάς μου ότι βρίσκομαι στο παρόν. Προσπάθησα να προσαρμοστώ στις καταστάσεις και όχι το αντίθετο. Ωστόσο, δεν μπορώ να αρνηθώ ότι υπάρχει όντως ένας στόχος και αφορά την υλική υπόσταση της κληρονομιάς: θα αποδεχτώ το διαμέρισμα που μεγάλωσα αναλαμβάνοντας τα χρέη του ή θα το αποποιηθώ για να τα γλιτώσω; Η ταινία όμως, όπως κι εγώ, προοδευτικά ψάχνουμε τις απαντήσεις στο συμβολικό επίπεδο της κληρονομιάς, σε ένα παρελθόν (προσωπικό και συλλογικό) που διαρκώς αντιστέκεται, και όχι στους αριθμούς.

Όταν τελείωσε η ταινία και την είδατε ολοκληρωμένη, νοιώσατε σε όλα ικανοποιημένος ότι είχατε πετύχει αυτόν τον αρχικό στόχο;

Ποτέ δεν είμαστε ικανοποιημένοι. Δεν θα ήθελα να απαντήσω με ένα ναι ή ένα όχι. Στην περίπτωση της ταινίας όλα μπλέκονται και φεύγουν προς απρόβλεπτες κατευθύνσεις, σαν ένα ρίζωμα που μεγαλώνει άναρχα και όχι σαν ένα δέντρο του οποίου η εξέλιξη είναι προκαθορισμένη και ιεραρχημένη.

Θα έλεγα μόνο ότι η μεγάλη μου έγνοια, την οποία μοιράστηκα με όλους τους πολύτιμους συνεργάτες της ταινίας, ήταν να δημιουργήσουμε ένα κουτί αντηχήσεων, μεταξύ προσωπικού και συλλογικού, ατομικού και ιστορικού. Από τις λέξεις που διαλέγαμε με τον Χρήστο Χρυσόπουλο (συν-σεναριογράφο της ταινίας) και το πώς τις δομούσαμε σε φράσεις και στη συνέχεια σε σκηνές, μέχρι τους ήχους που θα επιλέγαμε για τις εικόνες αρχείων με τον Κώστα Φυλακτίδη (σχεδιασμός ήχου), κι από την μουσική του Άρη Καπλανίδη, μέχρι την προσέγγιση της εικόνας με τον Άγγελο Μάντζιο (color correction), περνώντας από τα σημεία των κατ και τη δόμηση στο εσωτερικό των σκηνών με τον Χρόνη Θεοχάρη (μοντάζ), πάντα είχα την έγνοια της αντήχησης. Πώς όλη η ταινία θα λειτουργεί σαν ένα δίκτυο συναισθημάτων, τραυμάτων, ενοχής και αμφιβολιών.

Πιστεύετε ότι μπορεί όντως μια ταινία, ή ένα βιβλίο, ή έστω ένα ποίημα, να μας δείξει τον δρόμο για την συμφιλίωση με το παρελθόν μας;

Δεν είμαι σίγουρος. Σε αυτού του είδους τις δημιουργίες, όπου ο καλλιτέχνης είναι ο ίδιος κομμάτι του έργου του, το αποτύπωμα είναι ακριβώς αυτό : ποιος είμαι τη στιγμή που κατασκευάζω την ταινία, το μυθιστόρημα, την θεατρική παράσταση κλπ. Με άλλα λόγια, συνήθως τα ερωτήματα που τίθενται στην αρχή, ως «υποσχέσεις αφήγησης», όχι μόνο δεν απαντώνται στο τέλος, αλλά πολλαπλασιάζονται. Πρόκειται για δοκίμια που τρέφονται από αμφιβολίες, αυτοσαρκασμό, φόβους. Καθόλου από σιγουριά, θάρρος ή σταθερότητα. Διότι το παρελθόν παρουσιάζεται πάντα μπροστά μας άλλοτε παραλλαγμένο, άλλοτε απρόσιτο κι άλλοτε θολό. Είναι αδύνατο να αποκρυπτογραφηθεί, να γίνει λέξεις που αρθρώνουν έναν ορθό και αδιαμφισβήτητο λόγο. Αντιστέκεται σθεναρά, ό,τι κι αν κάνουμε. Η μόνη συμφιλίωση μπορεί τελικά να είναι αυτή : το να αποδεχτούμε ότι αδυνατούμε να το αποκρυπτογραφήσουμε.

Μια προσπάθεια συμφιλίωσης με το παρελθόν, την οποία κατά κάποιο τρόπο όλοι έχουμε ανάγκη, θεωρείται ότι στους καιρούς μας, για τον περισσότερο κόσμο είναι κάτι σημαντικό ή μια πολυτέλεια;

Θα απαντήσω με τη γνωστή φράση του Γκοντάρ από το αυτοπορτρέτο του JLG/JLG autoportrait de décembre (1995), την οποία δανείστηκε (και παρέφρασε) από τον Γουίλιαμ Φώκνερ : «Το παρελθόν δεν είναι ποτέ νεκρό. Δεν έχει καν παρέλθει» [Le passé n’est jamais mort. Il n’est même pas passé].

———————————————

Το ντοκιμαντέρ «ΛΟ» έκανε πρεμιέρα στο 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, κέρδισε το Βραβείο ΕΚΚΟΜΕΔ πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη (Ελληνικό Πρόγραμμα), ενώ απέσπασε επίσης το Χρυσό Στεφάνι της Μεγίστης (GRAND PRIX) αλλά και το Βραβείο «Οδυσσέας» για το καλύτερο ντοκιμαντέρ Έλληνα σκηνοθέτη της Διασποράς στο 10ο Beyond Borders – Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Καστελόριζου.

Από 13 Νοεμβρίου, το «ΛΟ» προβάλλεται στην αίθουσα Δαναός της Αθήνας, ενώ προβολές θα πραγματοποιηθούν επίσης σε Λάρισα (21/11), Βόλο (22/11), Θεσσαλονίκη (10/12) και Ρέθυμνο (13/12), παρουσία του σκηνοθέτη. Μέσα στο επόμενο διάστημα, θα ανακοινωθούν επιπλέον προβολές σε όλη την Ελλάδα, μέσα από το δίκτυο του CineDoc.