Μια βραδιά αναστοχασμού πάνω στις ρίζες της Μεταπολίτευσης φιλοξένησε το βράδυ της Τετάρτης ο ΙΑΝΟΣ της Αθήνας. Με αφορμή το νέο βιβλίο του Γεώργιου Μαυρογορδάτου, «1975: Αγωνίες για το νέο Σύνταγμα» (εκδ. Πατάκη), πανεπιστημιακοί και δημοσιογράφοι συναντήθηκαν για να ξαναδιαβάσουν την κρίσιμη στιγμή κατά την οποία η χώρα ξανασχεδίαζε τον εαυτό της.
Μέσα σε μια αίθουσα που γέμισε φοιτητές, νομικούς, ιστορικούς και ανθρώπους της δημόσιας ζωής, ο καθηγητής Γιάννης Α. Τασόπουλος και ο δημοσιογράφος Παύλος Τσίμας, μαζί με τον ίδιο τον συγγραφέα, ανίχνευσαν τις «αγωνίες» εκείνης της περιόδου που γέννησε το Σύνταγμα του 1975, το θεμέλιο λίθο της σύγχρονης ελληνικής δημοκρατίας.
Η συζήτηση, όπως και το ίδιο το βιβλίο, κινήθηκε πέρα από τη νοσταλγία: έφερε στο προσκήνιο τη λησμονημένη ένταση, τα διλήμματα και τις αντιπαραθέσεις που σημάδεψαν εκείνη τη μεταβατική εποχή, θέτοντας ταυτόχρονα το ερώτημα πόσο ώριμη είναι σήμερα η κοινωνία για έναν νέο συνταγματικό αναστοχασμό.
Το βιβλίο του Μαυρογορδάτου, αφιερωμένο στη μνήμη της «Ομάδας Επιστημόνων για ένα Δημοκρατικό Σύνταγμα», ανασυστήνει εκείνη τη μικρή κοινότητα ιδεών που εργάστηκε, μέσα στο ρευστό φως της μεταπολιτευτικής αυγής, για τη θεμελίωση της δημοκρατικής ομαλότητας. Είναι μια μαρτυρία που διαβάζεται και ως ιστορικό ντοκουμέντο και ως προειδοποίηση: πως η δημοκρατία δεν είναι δεδομένη, αλλά διαρκώς υπό διαπραγμάτευση.
Η βιασύνη του Καραμανλή και η ταχύτητα της δημοκρατίας
Ο Παύλος Τσίμας, προσεγγίζοντας το βιβλίο με τη ματιά του δημοσιογράφου, υπογράμμισε ότι η μεγαλύτερη αρετή του έργου είναι πως «για πρώτη φορά ένα κείμενο μας θυμίζει ότι το σημερινό μας Σύνταγμα δεν γεννήθηκε μέσα σε συναίνεση, αλλά μέσα από μια πολιτική σύγκρουση». Όπως επισήμανε, «κανείς δεν θυμάται ή δεν γνωρίζει ότι το Σύνταγμα του 1975 ψηφίστηκε μόνο από το κυβερνών κόμμα, ενώ η αντιπολίτευση αποχώρησε».
Το βιβλίο, σύμφωνα με τον Τσίμα, λειτουργεί σαν ένα παράθυρο στην αφετηρία της συνταγματικής μας ιστορίας μετά τη δικτατορία, την αφετηρία της ίδιας της Μεταπολίτευσης. Μέσα από τις σελίδες του, ο αναγνώστης μπορεί να «μυριστεί» –όπως είπε χαρακτηριστικά– το πολιτικό κλίμα, την ένταση και την αγωνία μιας χώρας που επιχειρούσε να μεταβεί, με ταχύτητα αλλά και με ρίσκο, σε ένα σταθερό δημοκρατικό καθεστώς.
Κεντρικό ζήτημα που αναδεικνύει ο Μαυρογορδάτος, και στο οποίο στάθηκε ο Τσίμας, είναι η βιασύνη του Κωνσταντίνου Καραμανλή να προχωρήσει άμεσα σε αναθεώρηση του Συντάγματος του 1952. Μια επιλογή που τότε, όπως και σήμερα, ο συγγραφέας αντιμετωπίζει με επιφύλαξη. «Η αγωνία όμως για την ταχεία μετάβαση στη δημοκρατία», σημείωσε ο Τσίμας, «ήταν και η αιτία που δικαιολογεί, εν μέρει, την ταχύτητα εκείνης της διαδικασίας».
Στο τέλος της παρέμβασής του τόνισε πως το Σύνταγμα του 1975 φέρει ανεξίτηλα τη σφραγίδα μιας γενιάς που είχε ζήσει τις συγκρούσεις με το Παλάτι. «Για τον Καραμανλή, το ιδανικό ήταν μια εκτελεστική εξουσία ικανή να κινείται γρήγορα και αποτελεσματικά», ανέφερε, φωτίζοντας έτσι την ιστορική και ψυχολογική λογική πίσω από τη δομή του πρώτου μεταπολιτευτικού Συντάγματος.
Οι αγωνίες τότε και σήμερα
Εν συνεχεία, ο καθηγητής Δημοσίου Δικαίου Γιάννης Α. Τασόπουλος τόνισε ότι υπήρχαν εποχές, όπως το 1975, όπου η αγωνία για το Σύνταγμα ήταν ταυτόσημη με την αγωνία για τη δημοκρατία, τον κοινοβουλευτισμό, τα δικαιώματα και τις εγγυήσεις τους. «Είναι αίσθηση ευθύνης», σημείωσε, «για την κρισιμότητα των συνταγματικών επιλογών που καθορίζουν τους κανόνες του παιχνιδιού».
Όπως επεσήμανε, η αγωνία για το Σύνταγμα σήμερα έχει αλλάξει. Δεν αφορά πλέον την αποκατάσταση της δημοκρατίας, αλλά «το ζήτημα της κανονιστικότητας σε συνθήκες ακραίου ερμηνευτικού σχετικισμού».
Αναφερόμενος στην περίοδο του 1975, υπογράμμισε ότι τότε δεν επικράτησε η αντίληψη πως έχει μεγαλύτερη αξία να εγκριθεί το Σύνταγμα υπό συνθήκες συναίνεσης, παρά να ψηφιστεί ταχύτατα με τον οδοστρωτήρα της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Μεγάλο ενδιαφέρον, πρόσθεσε, παρουσιάζει και η αντιπαράθεση που αναπτύχθηκε γύρω από την ουσία των διατάξεων και την προέλευσή τους από τα Συντάγματα της δικτατορίας.
Μαρτυρία αντί για ιστορία
Τέλος, ο ίδιος ο Γεώργιος Μαυρογορδάτος εξήγησε ότι το κίνητρο συγγραφής ήταν προσωπικό και επιστημονικό. Οι έντονοι πανηγυρισμοί για τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης δεν ανταποκρίνονταν στην τότε πραγματικότητα, ενώ υπήρχε και ηθικό κίνητρο, η ανάδειξη της «Ομάδας Επιστημόνων για ένα Δημοκρατικό Σύνταγμα». Το βιβλίο αποτελεί μια αναλυτική προσωπική μαρτυρία. Όπως εξήγησε, «έχω τη βεβαιότητα ότι δεν μπορώ με ψυχρή λογική και διάθεση να προσεγγίσω ως ιστορικός στοιχεία που έχω ζήσει, γι’ αυτό και η προσωπική μαρτυρία ήταν μονόδρομος».






