Το δίπολο «ήρωας» ή «θύμα» συντηρείται πολύ συχνά σε δημόσιες ανακοινώσεις, οι οποίες αφορούν άτομα με αναπηρία. Στερεοτυπικά, η ζωή και η συνθήκη στην οποία διαβιούν, επικοινωνείται είτε ως success story είτε ως τραγωδία, πάντα συνυφασμένη με την αναπηρία, σε μία κοινωνία που ρέπει προς απλοποιημένες πεποιθήσεις. Αυτές οι αναφορές της δημοφιλούς κουλτούρας αποτελούν μία κακή συνήθεια, καθώς διαιωνίζουν -αντί να άρουν- προκαταλήψεις.
«Αφανείς ήρωες της καθημερινότητας», «άνθρωποι με ειδικές ικανότητες ή ιδιαίτερες δεξιότητες», «γενναία πλάσματα», «άτομα με υπερδυνάμεις», «άγγελοι πάνω στη γη». Πόσες φορές έχουμε ακούσει ή αναγνώσει κάτι από τα παραπάνω; Πόσο συχνά παρουσιάζονται τα άτομα με αναπηρία ως άξια θαυμασμού, διότι έχουν μία αναπηρία και ζουν με αυτή; Πρόκειται για μία υπεραπλουστευμένη δήλωση, έναν ευφημισμό, που στερείται ουσίας. Τα ανάπηρα άτομα δεν υπάρχουν για να μας εμπνέουν, ούτε για να μας αποδείξουν κάτι. Οιαδήποτε τέτοια πεποίθηση, μας απομακρύνει από τον στόχο μίας κοινωνίας, η οποία αντιμετωπίζει ισότιμα τα μέλη της.
Αρκεί κάποιος να έχει μία αναπηρία για να είναι άξιος θαυμασμού; Ένα ζευγάρι κωφών που νοηματίζει, ένας άντρας τυφλός, που περπατά με σκύλο οδηγό, μία νεαρή σε αμαξίδιο, που αποβιβάζεται από το αμάξι της. Αν βλέπουμε έναν άνθρωπο να περπατά με τεχνητό μέλος, χρειάζεται να τον επευφημούμε; Δεν τιμά κανέναν να τον επιβραβεύουμε, επειδή γεννήθηκε ή απόκτησε μία αναπηρία και ζει με αυτή. Αυτοί οι ευφημισμοί ενέχουν οίκτο και μία ανάγκη να ενισχύσουμε λεκτικά τον άνθρωπο με αναπηρία, διότι προφανώς στη συνείδηση μας βρίσκεται πιο χαμηλά και θεωρούμε ότι η αναπηρία του χρήζει παρέμβασης, διόρθωσης, αλλαγής. Πρόκειται για την αναπαραγωγή ενός στερεοτύπου.
Από την άλλη πλευρά, ο δημόσιος λόγος βρίθει αναφορών, όπως «πλάσματα ενός κατώτερου θεού», τα οποία διαβιούν σε ένα «σκληρό κόσμο, δυστυχίας και ματαίωσης» και «μετρούν τραύματα ή πληγές». Οι άνθρωποι με αναπηρία θεωρούνται συχνά «ανίκανοι» για εργασία, «πάσχουν από κάποιο ελάττωμα», μπορεί να είναι «καθηλωμένοι σε καροτσάκια» και είναι εκείνοι που αξίζουν τη συμπόνοια ή τη φιλευσπλαχνία μας. «Κουράγιο και καλή δύναμη» τους εύχονται, «Πώς αντέχεις; Στη θέση σου θα τα είχα παρατήσει» ή «Αξίζεις μία ευκαιρία στη ζωή», ακούνε συχνά, ενώ η προσωπικότητα τους ορίζεται βασικά (αν όχι αποκλειστικά) από την αναπηρία τους. Δεν έχουν φύλο ή σεξουαλικότητα, είναι μη ενεργοί πολίτες, βρίσκονται ενίοτε στο περιθώριο και τελικά αποτελούν κοινωνικό βάρος, είναι αυτοί που εγείρουν στο κοινό συναισθήματα λύπησης και οίκτου, ίσως και ένα αίσθημα ενοχής.
Πρόκειται για μερικές ακόμα στερεοτυπικές πεποιθήσεις, που μας περιορίζουν και δε μας αφήνουν να προοδεύσουμε ως κοινωνία. Αν αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους με αναπηρία ως θύματα, η στάση που υιοθετούμε απέναντί τους είναι παθητική, γεγονός που μεταφράζεται σε πολιτικές, που επιχειρούν να τους αποζημιώσουν για την τραγωδία που έχουν υποστεί. Κανένας συναισθηματισμός δε βοηθά στην κατανόηση της συνθήκης της αναπηρίας και καμία ορθή πολιτική απόφαση δεν μπορεί να ληφθεί σε αυτή τη βάση. Η ευαισθητοποίηση για τα δικαιώματα των ανάπηρων ατόμων, δεν πρέπει να ερείδεται σε συναισθηματικές αντιδράσεις, αλλά στην κατανόηση όσων τους αφορούν και την ειλικρινή διάθεση να διαμορφωθεί μία κοινωνική συνείδηση, η οποία να αντιστοιχεί στην πραγματικότητα.
Η γλώσσα που χρησιμοποιείται για την περιγραφή της αναπηρίας είναι καθοριστική για την κοινωνική στάση που υιοθετεί κανείς. Ετικέτες όπως οι παραπάνω, γρήγορες κατηγοριοποιήσεις, απλουστευμένες στάσεις ή τυποποιημένες πεποιθήσεις, οι οποίες αναπαράγονται άκριτα, συντελούν στην κατεύθυνση του ρατσισμού και των διακρίσεων. Ο μισαναπηρικός λόγος (ableism), ο οποίος εκφράζεται είτε μέσω της χρήσης ευφημισμών, είτε μέσω της θυματοποίησης των ανάπηρων ατόμων, συντηρεί και διαιωνίζει στερεότυπα.
Ενεργοί πολίτες που μάχονται για τη ζωή τους, γονείς με υποχρεώσεις, επαγγελματίες με απαιτητική καθημερινότητα, φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, νέοι με όνειρα, άνθρωποι που πρέπει να έχουν θέση σε δημόσια φόρα και οι οποίοι δύνανται να συμμετέχουν στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Πόσο σπάνια βλέπουμε τέτοιες φράσεις στον δημόσιο λόγο, όταν αναφερόμαστε σε ανάπηρα άτομα. Και, όμως, πόσο ακριβή είναι. Η σκέψη αντανακλάται στη γλώσσα – στη γλώσσα που αποτελεί κομμάτι της εποχής στην οποία ζούμε, της κουλτούρας και του κώδικα παγιωμένων αντιλήψεων/συμπεριφοράς που ενστερνιζόμαστε.
Με τις λέξεις τις οποίες επιλέγουμε, αποδίδουμε πρόσημο σε εμπειρίες, πρόσωπα και γεγονότα και ουσιαστικά επηρεάζουμε τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούμε. Εν προκειμένω, επιλέγουμε να χρησιμοποιούμε ουδέτερη γλώσσα –«άτομο με αναπηρία» είναι ο νομικά κατοχυρωμένος όρος, ενώ τoν όρο «ανάπηρο άτομο» αποδέχεται σημαντικό ποσοστό στη λογική ότι η αναπηρία αποτελεί μέρος της ταυτότητάς του. Αποδεχόμαστε ουσιαστικά τη διαφορετικότητα και αποδομούμε την αξία της εικόνας, η οποία εναρμονίζεται ή παρεκκλίνει από την «κανονικότητα». Έτσι, προχωράμε μπροστά.
*Η Δρ. Νεφέλη Ράντου ειδικεύεται στην επικοινωνία και την προσβασιμότητα





