Βρισκόμαστε εδώ και κάποιες μέρες στον πυρετό των Νόμπελ, με τις ανακοινώσεις των κορυφαίων επιστημονικών και πολιτιστικών διακρίσεων να διαδέχονται η μία την άλλη και να συγκεντρώνουν το παγκόσμιο ενδιαφέρον.

Η φετινή τελετή φέρνει ξανά στο μυαλό μας τις φορές που ελληνικά ονόματα ακούστηκαν από το βήμα της Σουηδικής Ακαδημίας και έχουν μείνει χαραγμένες στη συλλογική μας μνήμη.

Ξεκινώντας από το Νόμπελ του Γιώργου Σεφέρη το 1963 και φτάνοντας στου Σερ Ντέμη Χασάμπη, ο οποίος πέρυσι μοιράστηκε το Νόμπελ Χημείας με τους Τζον Τζάμπερ και Ντέιβιντ Μπέικερ, αυτοί είναι οι Νομπελίστες με ελληνική καταγωγή και οι ιστορίες της βράβευσής τους.

Το Νόμπελ του Γιώργου Σεφέρη

Ήταν μεσημέρι της 24ης Οκτωβρίου του 1963 όταν έφτασε στην Αθήνα το τηλεγράφημα που θα έμενε στην ιστορία. Η Σουηδική Ακαδημία θα απένεμε για πρώτη φορά το Νόμπελ Λογοτεχνίας σε Έλληνα και συγκεκριμένα στον ποιητή και διπλωμάτη Γιώργο Σεφέρη «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες».

Ο ίδιος, καθηλωμένος στο σπίτι του υποφέροντας από κρίση έλκους θα δήλωνε στους δημοσιογράφους για την βράβευση του: «Διαλέγοντας έναν Έλληνα ποιητή για το βραβείο Νόμπελ, νομίζω πως η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να εκδηλώσει την αλληλεγγύη της με τη ζωντανή πνευματική Ελλάδα».

Παρά την ιστορικότητα όμως της στιγμής, η ελληνική κοινωνία δεν υποδέχτηκε με τον αναμενόμενο ενθουσιασμό την είδηση. 

Η Ελλάδα βρισκόταν λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου, οι οποίες αναμενόταν να κρίνουν την αναμέτρηση της ΕΡΕ με την Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου. Η προσοχή του κόσμου ήταν στραμμένη στα πολιτικά γεγονότα και οι εφημερίδες κάλυπταν κυρίως τις προεκλογικές συγκεντρώσεις, τις δημοσκοπήσεις και τα μηνύματα των αρχηγών. 

»Μέσα σε αυτόν τον πολιτικό αναβρασμό, ακόμη και η βράβευση του Σεφέρη λειτούργησε ως σημείο διχασμού, καθώς στην Αριστερά υπήρχαν φωνές που θα προτιμούσαν τον Πάμπλο Νερούδα (έναν εκ των έξι τελικών συν-υποψηφίων μαζί με τον Σάμιουελ Μπέκετ στους οποίους επικράτησε ο Σεφέρης με ομόφωνη απόφαση της επιτροπής), ενώ σε εφημερίδες της Δεξιάς εμφανίστηκαν επιθετικά σχόλια για τον ρόλο του ως διπλωμάτη, αλλά και για το γεγονός ότι είχε επιτρέψει στον Μίκη Θεοδωράκη να μελοποιήσει στίχους του. 

Το αποτέλεσμα ήταν ένα πολύ «μοναχικό» Νόμπελ που έκανε ακόμη και τον ίδιο τον ποιητή να αναρωτηθεί στη γυναίκα του: «Μα τι τους έχω κάνει και με μισούν τόσο πολύ;». 

Γιώργος Σεφέρης

Η τελετή πάντως πραγματοποιήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου στη Στοκχόλμη με τον βασιλιά της Σουηδίας να παραδίδει το μετάλλιο στον Έλληνα ποιητή. Στην ευχαριστήρια ομιλία του αναφέρθηκε στη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας μέσα στους αιώνες, στη θέση της ποίησης σε έναν ταραγμένο κόσμο και στην ανάγκη για εμπιστοσύνη.

Περιέγραψε την Ελλάδα ως «ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα και το φως του ήλιου».

Κλείνοντας, επικαλέστηκε τον μύθο του Οιδίποδα. Θύμισε ότι η απάντηση «Άνθρωπος» έλυσε το αίνιγμα της Σφίγγας και πρόσθεσε: «Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα». 

Το Νόμπελ του Οδυσσέα Ελύτη 

Το 1979, δεκαέξι χρόνια μετά την βράβευση του Σεφέρη, η ελληνική κοινωνία θα υποδεχόταν με πολύ διαφορετικό τρόπο την είδηση ότι για δεύτερη φορά Έλληνας ποιητής, ο Οδυσσέας Ελύτης, θα λάμβανε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. 

Πολιτικοί, θεσμοί και Τύπος χαιρέτισαν την διάκριση με πρωτοσέλιδα, ειδικά ένθετα και δημόσιες δηλώσεις που έδιναν το κλίμα του ενθουσιασμού και της συγκίνησης. 

Η Ελλάδα, μόλις έξι χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, βίωνε μια περίοδο έντονης αναζήτησης και η βράβευση λειτούργησε απολύτως θετικά μέσα σε μια κοινωνία που προσπαθούσε να βρει την καινούργια θέση της μέσα στον κόσμο.

Δημήτριεφ, Ελύτης, Θεοδωρακης, Κατράκης, Μπιθικώτσης

Η ανακοίνωση της Ακαδημίας τόνιζε ότι η ποίηση του Ελύτη αντλεί από την ελληνική παράδοση και «με αισθησιακή δύναμη και πνευματική διαύγεια» εκφράζει τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργία.

Οι εικόνες της θάλασσας, του φωτός, των νησιών, των απλών υλικών της φύσης, αναγνωρίστηκαν ως το χαρακτηριστικό του ποιητικού του σύμπαντος. Παράλληλα, το «Άξιον Εστί» παρουσιάστηκε ως ένα από τα κορυφαία έργα της παγκόσμιας ποίησης του 20ού αιώνα.

Την επομένη της ανακοίνωσης, 19 Οκτωβρίου, δόθηκε μεγάλη συνέντευξη Τύπου στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετάνια» όπου ο Ελύτης μίλησε για τη δημιουργική διαδικασία και για τον ρόλο της ποίησης σε έναν κόσμο που αλλάζει. 

Αναφέρθηκε στην επίμονη εργασία που απαιτεί η ποιητική πράξη, μίλησε για τις επιρροές του και στάθηκε στη συνέχεια της ελληνικής παράδοσης, από τον Πίνδαρο και τη Σαπφώ μέχρι τη σύγχρονη εποχή.

Εξέφρασε δημόσια την ευγνωμοσύνη του προς τη Σουηδική Ακαδημία, τους θεσμούς της χώρας και τους απλούς πολίτες, λέγοντας ότι ένιωσε «να ξεπερνιέται το εμπόδιο της γλώσσας» και να αναγνωρίζεται η ουσία μιας παράδοσης αδιάλειπτης επί δυόμισι χιλιετίες.

Οδυσσέας Ελύτης

Η τελετή απονομής πραγματοποιήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου στη Στοκχόλμη. Στην ομιλία του, ο Ελύτης επισήμανε ότι η τέχνη αναλαμβάνει να προχωρήσει «εκεί όπου ο ορθός λόγος καταθέτει τα όπλα του», και ότι η ποίηση παραμένει το σταθερό πεδίο όπου διασώζονται τα μόνιμα στοιχεία της ανθρώπινης εμπειρίας.

Το Νόμπελ του σερ Κρίστοφερ Πισσαρίδη

Η είδηση ότι το Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών του 2010 απονεμήθηκε σε τρεις ερευνητές για το έργο τους πάνω στη λειτουργία των αγορών εργασίας ταξίδεψε γρήγορα εκείνο το πρωινό της 11ης Οκτωβρίου, από τη Στοκχόλμη προς το Λονδίνο και αμέσως μετά στη Λευκωσία. 

Ηταν η πρώτη φορά που το όνομα ενός Κύπριου επιστήμονα βρισκόταν ανάμεσα στους βραβευθέντες. Ο λόγος για τον Χριστόφορο Πισσαρίδη, καθηγητή επί δεκαετίες στο London School of Economics (LSE), ο οποίος βραβευόταν μαζί με τους Πίτερ Ντάιμοντ και Ντέιλ Μόρτενσεν για την ανάλυσή τους για τις αγορές και μια θεωρία που έφερε τα ονόματά τους.

Ο ίδιος θα περιγράψει τη στιγμή που θα ξυπνούσε το πρωί στο σπίτι του στο Λονδίνο με τηλεφωνήματα από τη Σουηδία και δημοσιογράφους έξω από την πόρτα του: «Ήταν μια συνηθισμένη Δευτέρα μέχρι εκείνη τη στιγμή», θα πει.

Ο διεθνώς καταξιωμένος Καθηγητής Οικονομικών Χριστόφορος Πισσαρίδης είναι μεταξύ των τριών επιστημόνων στους οποίους απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Οικονομίας 2010.

Αν και επρόκειτο για προσωπικό επίτευγμα, θυμάται ότι η σκέψη του πήγε αμέσως στην Κύπρο. «Ήξερα τι θα σήμαινε για τους ανθρώπους εκεί. Ήξερα πόση χαρά θα ένιωθαν», έχει πει σε συνέντευξή του. 

Ο οικονομολόγος που είχε αφιερώσει την ακαδημαϊκή του ζωή στη μελέτη της ανεργίας, είχε αναλύσει ο ίδιος το λόγο της βράβευσης: «Η δουλειά μας εξηγεί γιατί η ανεργία μπορεί να παραμένει υψηλή ακόμη και σε περιόδους ανάπτυξης. Δεν αρκεί να υπάρχουν διαθέσιμες θέσεις εργασίας· χρειάζονται και οι μηχανισμοί που επιτρέπουν να συναντηθούν οι κατάλληλοι άνθρωποι με τις κατάλληλες θέσεις».

Γεννημένος στη Λευκωσία το 1948, μεγάλωσε σε μια οικογένεια με ρίζες στον Αγρό, ένα χωριό στα βουνά της οροσειράς Τροόδος. Ως μαθητής έζησε τις πολιτικές αναταραχές στο νησί.

Μετά το σχολείο βρέθηκε στην Αγγλία, αρχικά στο Πανεπιστήμιο του Έσσεξ, σε μια περίοδο έντονων φοιτητικών ζυμώσεων, και στη συνέχεια στο LSE για το διδακτορικό του όπου παραμένει έως σήμερα. 

Το τέλος της δεκαετίας του 1970 τον έφερε για λίγο στο Χάρβαρντ, οπόυ γνώρισε τον Πίτερ Ντάιμοντ. Αμέσως μετά ξεκίνησε τη συνεργασία του με τον Ντέιλ Μόρτενσεν  που οδήγησε στην καθιέρωση της θεωρίας που τελικά τιμήθηκε με Νόμπελ.

Ο Σέρρες Κρίστοφερ Πισσαρίδης.

Παρά την επιτυχία του, ο σερ Κρίστοφερ Πισσαρίδης δεν ξέχασε ποτέ την Κύπρο αλλά ούτε και την Ελλάδα. Έχει συμμετάσχει ενεργά στις προσπάθειες οικονομικής ανασυγκρότησης της χώρας του, αναλαμβάνοντας την προεδρία του Εθνικού Συμβουλίου Οικονομίας κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2012. Με τις γνώσεις και το κύρος του προσπάθησε να στηρίξει τον δημόσιο διάλογο σε μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου.

Τα επόμενα χρόνια ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο και στην Ελλάδα. Τον Φεβρουάριο του 2020, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης τον κάλεσε να ηγηθεί της επιτροπής που θα εκπονούσε ένα σχέδιο μακροπρόθεσμης ανάπτυξης για τη χώρα. Η «Έκθεση Πισσαρίδη» αποτέλεσε το θεμέλιο για ένα νέο αναπτυξιακό αφήγημα, που στόχευε σε ένα πιο εξωστρεφές και καινοτόμο οικονομικό μοντέλο.

Το Νόμπελ του σερ Ντέμη Χασάμπη

Στην αίθουσα ελέγχου της DeepMind, οι οθόνες έδειχναν σειρές πρωτεϊνικών δομών. Ήταν το ίδιο εργαστήριο όπου τέσσερα χρόνια νωρίτερα είχε παρουσιαστεί το AlphaFold2, το εργαλείο τεχνητής νοημοσύνης που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο η επιστήμη βλέπει τη ζωή σε μοριακό επίπεδο. Εκείνη τη μέρα όμως, η προσοχή όλων των παρευρισκομένων ήταν στραμμένη αλλού.

Ο σερ Ντέμης Χασάμπης, ο ιδρυτής της εταιρείας και ερευνητής που είχε περάσει από τον κόσμο των βιντεοπαιχνιδιών στη νευροεπιστήμη και από εκεί στην πρωτοπορία της τεχνητής νοημοσύνης, είχε μόλις τιμηθεί με το Νόμπελ Χημείας του 2024, από κοινού με τον συνεργάτη του Τζον Τζάμπερ -οι δυό τους μοιράστηκαν το Νόμπελ με τον Ντέιβιντ Μπέικερ.

Ο σερ Ντέμης Χασάμπης.

Η Σουηδική Ακαδημία αναγνώριζε τη συμβολή των δύο επιστημόνων στη λύση ενός επιστημονικού αινίγματος που απασχολούσε γενιές ερευνητών: την πρόβλεψη της τρισδιάστατης δομής των πρωτεϊνών.

«Είναι η κορυφαία στιγμή. Δεν υπάρχει κάτι πιο μεγάλο από αυτό», θα πει λίγη ώρα μετά την ανακοίνωση. Παραδέχτηκε ότι το μυαλό του είχε «παγώσει» τη στιγμή που άκουσε τα νέα. 

Η ανάπτυξη του AlphaFold2, του συστήματος που παρουσίασαν το 2020, θεωρήθηκε ορόσημο — σε έναν μόλις χρόνο, η ομάδα του Χασάμπη είχε καταφέρει να προβλέψει τη δομή σχεδόν όλων των γνωστών πρωτεϊνών και να διαθέσει ελεύθερα αυτά τα δεδομένα σε ερευνητές παγκοσμίως. Το επίτευγμα αυτό είχε άμεσο αντίκτυπο στην ανακάλυψη φαρμάκων, στην κατανόηση ασθενειών και σε νέες εφαρμογές της περιβαλλοντικής τεχνολογίας.

Η διαδρομή που τον οδήγησε στη στιγμή εκείνη ξεκίνησε δεκαετίες νωρίτερα στο βόρειο Λονδίνο. Γεννημένος το 1976 από πατέρα Ελληνοκύπριο και μητέρα κινεζικής καταγωγής από τη Σιγκαπούρη, μεγάλωσε σε μια γειτονιά γεμάτη διαφορετικές κουλτούρες και γλώσσες. Στο σπίτι υπήρχαν πάντα βιβλία και σκακιέρες. 

Στα τέσσερα του χρόνια έμαθε σκάκι και σε ελάχιστο χρόνο έγινε γνωστός στους αγωνιστικούς κύκλους ως παιδί-θαύμα. Στα δεκατρία είχε ήδη φτάσει σε επίπεδο master με αξιολόγηση Elo 2300 – η δεύτερη υψηλότερη στον κόσμο για την ηλικία του, πίσω από τη Γιούντιτ Πόλγκαρ.

Τα έπαθλα από τα τουρνουά του επέτρεψαν να αγοράσει τον πρώτο του υπολογιστή, έναν ZX Spectrum 48K. Από εγχειρίδια και περιοδικά έμαθε μόνος του προγραμματισμό, ενώ στον ελεύθερο χρόνο του σχεδίαζε παιχνίδια στρατηγικής. Έγραψε το πρώτο του πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης στην εφηβεία, σε έναν Commodore Amiga, για να παίζει Reversi. Ήταν μια πρώιμη ένδειξη του τρόπου με τον οποίο θα συνέδεε τη σκέψη, το παιχνίδι και την τεχνολογία σε ολόκληρη τη μετέπειτα πορεία του.

Ο σερ Ντέμης Χασάμπης στο Ηρώδειο κατά την διάρκεια της επίσκεψης τους στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 δημιούργησε τη δική του εταιρεία ανάπτυξης παιχνιδιών, την Elixir Studios. Μερικά χρόνια μετά αποφάσισε να επιστρέψει στην επιστήμη. Γράφτηκε στο University College London για διδακτορικό στη γνωσιακή νευροεπιστήμη.

Μετά το διδακτορικό, εργάστηκε ως ερευνητής στο MIT και το Χάρβαρντ, προτού επιστρέψει στο Λονδίνο για να ιδρύσει τη DeepMind μαζί με τον Σέιν Λεγκ και τον Μουσταφά Σουλεϊμάν το 2010. Η DeepMind έγινε γνωστή παγκοσμίως με το AlphaGo, το πρόγραμμα που νίκησε τον παγκόσμιο πρωταθλητή στο παιχνίδι Go. Από εκεί ξεκίνησε μια αλυσίδα ανακαλύψεων που άλλαξε τον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης.

Το 2020, το AlphaFold2 έδωσε απαντήσεις σε ένα επιστημονικό αίνιγμα πενήντα ετών. Οι προβλέψεις του είχαν ακρίβεια συγκρίσιμη με τις πειραματικές μεθόδους, επιτρέποντας στους ερευνητές να εξερευνήσουν άγνωστους βιολογικούς μηχανισμούς με πρωτοφανή ταχύτητα. Μέσα σε έναν χρόνο, η ομάδα δημοσίευσε τις προβλεπόμενες δομές 200 εκατομμυρίων πρωτεϊνών σε ανοιχτή βάση δεδομένων.

Στην επίσημη συνέντευξή του κατά τη διάρκεια της Nobel Week, ο Χασάμπης περιέγραψε τη φιλοσοφία πίσω από αυτή τη διαδρομή: «Προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε το ιδανικό περιβάλλον για έρευνα αιχμής, φέρνοντας μαζί φυσικούς, βιολόγους, μηχανικούς και φιλοσόφους σε έναν κοινό χώρο. Κάτι σαν τα χρυσά χρόνια των Bell Labs».

Ο Ντέμης Χασάμπης, ο οποίος τον Σεπτέμβριο βρέθηκε στην Ελλάδα προκειμένου να συμμετάσχει στη σύσκεψη για το μέλλον της Τεχνητής Νοημοσύνης, την Ηθική και τη Δημοκρατία που πραγματοποιήθηκε στο Ηρώδειο σε συνεργασία με την Google Ελλάδος, θεωρείται ένα από τα πιο διορατικά μυαλά της τεχνητής νοημοσύνης, με έργο που θα καθορίσει την παγκόσμια συζήτηση για το μέλλον της.

Πηγές: Αρχείο ΕΡΤ, www.nobelprize.org, Wikipedia