«Αυτό που πρέπει να καταλάβετε για τον Σον είναι απλώς ότι ντρέπεται που είχε τόσο ευτυχισμένα παιδικά χρόνια», είχε δηλώσει η ηθοποιός Αϊλίν Ράιαν και μητέρα του Σον Πεν , στον Γούντι Άλεν κατά την διάρκεια των γυρισμάτων του «Sweet and Lowdown».

Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι το «κακό παιδί» του Χόλιγουντ, ο οποίος στα νιάτα του την δεκαετία των 80s έκανε παρέα με τους αρκετά μεγαλύτερούς του «ταραχοποιούς» καλλιτέχνες Τσαρλς Μπουκόφσκι, Ντένις Χόπερ, Τζακ Νίκολσον, Μάρλον Μπράντον και έβρισκε συχνά-πυκνά το όνομά του αναμεμειγμένο σε σκάνδαλα, μεγάλωσε περνώντας τις μέρες του στη θάλασσα κάνοντας σερφ, σε μια αγαπημένη οικογένεια, με αφοσιωμένους γονείς, έναν πατέρα ιδεολόγο ήρωα του Βιετνάμ, ο οποίος πρέσβευε την υπομονή και την κατανόηση για τους άλλους.

«Αρκετοί ψυχίατροι με έχουν πιέσει προσπαθώντας να βρουν το μεγάλο τραύμα της παιδικής μου ηλικίας. Δεν υπάρχει. Όλους τους δαίμονες της ζωής μου τους δημιούργησα ως νεαρός ενήλικας κι έπειτα. Το έκανα μόνος μου», δήλωσε ο ίδιος σε συνέντευξή του στους New York Times και τον δημοσιογράφο Ντέιβιντ Μαρκέζε.

Το μοναδικό μειονέκτημα των πρώτων χρόνων της ζωής του, σκέφτεται φωναχτά, ήταν ότι έπρεπε, αντί για την θάλασσα να βρίσκεται μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός τσιμεντένιου σχολείου. «Πείτε στους ψυχιάτρους ότι ήταν το σχολείο. Αυτό με γά…», θα καταλήξει.

Η τέχνη ως κοινωνική προσφορά

Στα 65 του χρόνια, ο βραβευμένος με δύο Όσκαρ Α΄ ανδρικού ρόλου ηθοποιός –για το Milk και το Mystic River- κάνει έναν απολογισμό ζωής με αφοπλιστική ειλικρίνεια χωρίς καμία διάθεση να κρυφτεί. Άλλωστε, ό,τι έχει περάσει στη ζωή του το έχει περάσει μπροστά στις κάμερες: από την ταραχώδη σχέση του με τη Μαντόνα και την περιπέτειά του στο Μακάο το 1986, όταν μετά από ένταση με φωτογράφο βρέθηκε προσωρινά στη φυλακή και δραπέτευσε επιβιβαζόμενος σε ταχύπλοο μέχρι τις διασυνδέσεις του με τον λατινοαμερικανό δικτάτορα Χιούγκο Τσάβεζ και τον μεξικανό βαρόνο των ναρκωτικών Ελ Τσάπο (Χοακίν Γκουσμάν).

Ο Σον Πεν με το Όσκαρ του για την ταινία Milk.

Παραδέχεται ότι η οργή του απέναντι στην ανθρώπινη ανικανότητα παραμένει ισχυρή: «Η αδεξιότητα με οδηγεί στα όρια», είπε γελώντας, περιγράφοντας καθημερινές σκηνές που τον εξοργίζουν, από έναν αργό υπάλληλο που δεν ξέρει να χειριστεί την ταμειακή μηχανή έως τη βία που συγκλονίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Στον αντίποδα όλων αυτών, η πολιτική του δράση και η κοινωνική του προσφορά, η οποία όπως υποστηρίζει πραγματοποιείται και μέσω της τέχνης του. Εξομολογήθηκε ότι για χρόνια ένιωθε απογοήτευση για το σινεμά, ώσπου έργα όπως το Daddio και η συνεργασία με τον Άντερσον του ξανάδωσαν τη χαρά της δημιουργίας. «Είναι το ίδιο με το να είσαι τεχνίτης ή εργάτης», ανέφερε. «Επιλέγεις κάθε μέρα ποιο σφυρί θα χρησιμοποιήσεις για να προσφέρεις. Αν ένας θεατής αναγνωρίσει κάτι οικείο και αισθανθεί λιγότερο μόνος, αυτό ισοδυναμεί με το να χτίζεις ένα σπίτι για κάποιον που το έχει ανάγκη».

Σε αντιπολεμικό συλαλλητήριο με την Τζέιν Φόντα.

Παράλληλα τόνισε πως το σινεμά, η δημοσιογραφία και η ανθρωπιστική δράση αποτελούν «μία και την ίδια αποστολή».

Η δημοκρατία και η δολοφονία Κερκ

Σε αυτό το πλαίσιο σχολιάζει και τη νέα του δουλειά «One Battle After Another» σε σκηνοθεσία Πολ Τόμας Άντερσον και με συμπρωταγωνιστές τους Λεονάρντο ντι Κάπριο και Τεϊγιάνα Τέιλορ.

Πρόκειται για μια ιστορία πολιτικών τρομοκρατών που δρουν σε μια χώρα «πολύ όμοια με τη δική μας», που πορεύεται προς τον αυταρχισμό και τον εθνικισμό. «Είναι ένα ερώτημα για όλους μας», είπε. «Τι είναι η Αμερική; Πόσο κοντά βρισκόμαστε σε μια πραγματικότητα όπου η ελευθερία απαιτεί αδιάκοπη μάχη;»

Η ανθρώπινη πρόοδος «έρχεται πάντα μέσα από αγώνα» και κάθε γιορτή της δημοκρατίας υπήρξε προϊόν σύγκρουσης. «Οτιδήποτε γιορτάζαμε ανέκαθεν στην Αμερική συνέβη σε κάποια μάχη. Και μάντεψε γιατί. Ο άνθρωπος αυτό είναι».

Με τον πρόεδρο της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι.

Στη συνέντευξη η οποία πραγματοποιήθηκε σε δύο φάσεις, η μία πριν την δολοφονία του Τσάρλι Κέρκ και η δεύτερη μετά, ο Πεν μίλησε για το περιστατικό και για τη βία που συγκλονίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αν και τονίζει ότι διαφωνούσε με τις απόψεις του συντηρητικού σχολιαστή, θεωρεί ότι ο δολοφονηθείς ήταν ένας άνθρωπος ειλικρινής, που πραγματικά πίστευε αυτά που πρέσβευε και δεν προσποιούνταν για να προκαλεί πόλωση στην κοινωνία.

Με την ελληνικής καταγωγής γαλλίδα ηθοποιό Αντέλ Εξαρχόπουλος.

Γι’ αυτό και τον θεωρεί απαραίτητο: «χρειαζόμαστε ανθρώπους που πιστεύουν πραγματικά στις ιδέες τους για να μπορούμε να συζητούμε και να βρίσκουμε συμβιβασμούς». Εξέφρασε απορία για το πώς η κοινωνία έχει αποδεχθεί «μια δημόσια πόλωση που δεν αντικατοπτρίζει την καθημερινή επικοινωνία μεταξύ απλών πολιτών».

Μαζί με την Ουκρανία, δυσπιστία για την Γάζα

Όσο για την βία σε διεθνές επίπεδο, είναι απολύτως αφοσιωμένος στην παροχή βοήθειας στην Ουκρανία μέσω και της οργάνωσής του CORE, που ο ίδιος ίδρυσε μετά τον καταστροφικό σεισμό στην Αϊτή το 2010, με σκοπό να παράσχει βοήθεια στους πληγέντες. Πλέον, ασχολείται με περιοχές όπως το Σουδάν και η Ουκρανία.

Με τον πρόεδρο της Βενεζουέλας Χιούγκο Τσάβες.

Ως στενός φίλος του Βολοντίμιρ Ζελένσκι, λέει για τον πόλεμο στην Ουκρανία: «Η χώρα αξίζει πλήρη υποστήριξη στην άμυνά της, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται θανάτους», είπε, αναγνωρίζοντας την εσωτερική του αντίφαση, αφού κατά τα άλλα τάσσεται υπέρ της ειρήνης. Σχολίασε επίσης τη στάση του Βλαντιμίρ Πούτιν με λόγια σκληρά, χαρακτηρίζοντάς τον «βαρετό και διαφανή δολοφόνο» που αδυνατεί να προσαρμοστεί σε έναν νέο κόσμο.

Ερωτηθείς όμως για την Γάζα, αν και δηλώνει αντίθετος με την ακροδεξιά κυβέρνηση του Μπενιαμίν Νετανάχιου, δεν έχει εμπιστοσύνη και στην αντίθετη πλευρά, οπότε δεν θέλει να στείλει τους ανθρώπους του στη Γάζα και να τους θέσει σε κίνδυνο.

Από νέος ο Σον Πεν έχει επιλέξει να είναι 77 ετών

Πιο ώριμος από ποτέ, αν και, όπως δήλωσε στη συνέντευξη, από πολύ νωρίς είχε επιλέξει ως ηλικία του τα 77 έτη –συμπτωματικά τόσων ετών πέθανε ο πατέρας του-, ο Σον Πεν αναγνωρίζει ότι η ανθρωπότητα θα συνεχίσει να συγκρούεται, αλλά ότι η ελπίδα βρίσκεται στη φαντασία και στη διαρκή αλλαγή: «Οτιδήποτε μένει ακίνητο πεθαίνει», επαναλαμβάνει τη φράση που του είχε πει ένας ξεναγός κατά τη διάρκεια ταξιδιού του στην Αφρική, όταν εκείνος θαύμασε την αρχέγονη κατάσταση στην οποία εξακολουθεί να παραμένει η φυλή των Μασάι.

Με την πρώην σύζυγό του Ρόμπν Ράιτ.

«Και πιστεύω ότι σε αυτή τη χώρα, αν μπορεί να αποτελέσει αυτό ένα σημείο καμπής, το θέμα με τον Τσάρλι Κερκ,  ώστε να καταλάβουμε ότι δεν θα είμαστε αυτό που ήμασταν πριν. Μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι ή χειρότεροι. Αλλά ποια θα είναι η “αρχιτεκτονική” της νέας Αμερικής;  Εκεί είναι που μπορούμε να επενδύσουμε στην ελπίδα, την ενθάρρυνση και την φαντασία μας, που είναι το μόνο πράγμα που θα μας κάνει να φτάσουμε κάπου».

Τέλος, ως προς την προσωπική του καθημερινότητα, αποκάλυψε πως ξυπνά «με το ένα μάτι στραμμένο στην απειλή προς τον πλανήτη και τους ανθρώπους που υποφέρουν» και το άλλο γεμάτο χαρά προς «το μαγικό τέχνασμα του σύμπαντος».

Με τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.

Με το χαρακτηριστικό του μειδίαμα -περιγράφει ο δημοσιογράφος-, δηλώνει ότι, παρά τις αντιφάσεις, «απολαμβάνει την κάθε μέρα» και συνεχίζει να αναζητά τρόπους να είναι χρήσιμος, είτε μπροστά από την κάμερα είτε στα πεδία όπου οι άνθρωποι έχουν άμεση ανάγκη.

Πηγή New York Times