Φανταστείτε μια γυναίκα από εκείνες που έχουμε – μάλλον στερεοτυπικά- αποκρυσταλλωμένες στο νου μας ως «γυναίκες καριέρας». Με σπουδές στη Νομική, επαγγελματική αποκατάσταση σε μια μεγάλη εταιρία, σταδιοδρομία που προχωρά με κεκτημένη ταχύτητα, καλές οικονομικές απολαβές, αποδοχή και αναγνώριση στον τομέα της.

Θα υπέθετε κάποιος ότι τίποτα δε θα μπορούσε να διαταράξει ή πολύ περισσότερο να αλλάξει άρδην μια λίγο πολύ τακτοποιημένη ζωή και καθημερινότητα. Τίποτα, εκτός από την ίδια την ηρωίδα της ιστορίας, η οποία μία ωραία πρωία και χωρίς κάποια συνταρακτική αφορμή, αποφασίζει να εξαφανιστεί από τη ρουτίνα που με κόπο και δουλειά είχε δημιουργήσει και να κυνηγήσει ένα περασμένο αλλά κατά πως φαίνεται καθόλου ξεχασμένο παιδικό όνειρο.

Αυτή είναι σε αδρές γραμμές η ιστορία της Μάιρας Μπάρμπα. Της δημοσιογράφου και τηλεπαρουσιάστριας του MEGA News, η οποία έπειτα από δέκα επιτυχημένα χρόνια στη δικηγορία αποφάσισε να εμπιστευτεί αυτό που κάποτε έμοιαζε με νεανική παρόρμηση, αλλά τελικά ήταν εσωτερική ανάγκη και να στραφεί στη δημοσιογραφία. Και μάλιστα σε μια περίοδο όπου όλοι πάσχιζαν να μπουν ακόμα βαθύτερα στην ασφαλή ζώνη που καθένας είχε προλάβει να χτίσει.

Ήταν η εποχή που η χώρα μας έμπαινε στον βαθύ χειμώνα των μνημονίων, η οικονομική κρίση έμοιαζε με μη αναστρέψιμη περιδίνηση και οι πόρτες για όσους αποτολμούσαν παράτολμα σάλτα φαίνονταν a priori ερμητικά κλειστές.

Η Μπάρμπα είχε αποφασίσει όμως να αλλάξει και κυρίως – για να χρησιμοποιήσουμε ένα από τα αλήστου μνήμης συνθήματα εκείνης της περιόδου- έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να μη βουλιάξει. Κι ας μπήκε σχεδόν ταυτόχρονα με το βάπτισμά της στη δημοσιογραφία στα βαθιά.

Τηλεόραση, ραδιόφωνο, sites, ρεπορτάζ ήταν ένας νέος, αχαρτογράφητος κόσμος, που όμως πρόβαλε συναρπαστικός στα μάτια της. Για όσα μεσολάβησαν από εκείνη την πρώτη ημέρα δουλειά μέχρι το εδώ και το τώρα της που τη βρίσκει στο τιμόνι της παρουσίασης του καθημερινού μαγκαζίνο NOW στο MEGA News αλλά και για τον τρόπο που βλέπει και κυρίως επιλέγει να κάνει τηλεόραση μιλά σε αυτήν εδώ τη συνέντευξη.

Τι είναι το NOW; Βάλε μας στον μικρόκοσμο της καθημερινής εκπομπής που παρουσιάζεις.

Είναι ένα μαγκαζίνο που καταγράφει τις εξελίξεις της ημέρας. Εκεί εστιάζουμε και αυτό είναι το βασικό αντικείμενο και το concept μας. Αναζητούμε εκείνο που αφορά τώρα τον τηλεθεατή – ας μην ξεχνάμε πως είναι μια εκπομπή που προβάλλεται στο μέσον της ημέρας-, τι ενδεχομένως δεν έχει δει ή δεν έχει διαβάσει ακόμα, αλλά αξίζει να γνωρίζει, και βέβαια καταγράφουμε όλα τα γεγονότα της ημέρας.

Ο τηλεθεατής είναι συστατικό στοιχείο της εκπομπής. Θέλουμε να εκφράζει την άποψή του κι αυτό είναι ένα κομμάτι το οποίο ενισχύουμε κάθε μήνα όλο και περισσότερο. Δε θέλουμε μόνο να μας ακούει, αλλά και να συμμετέχει.

Υπάρχει δηλαδή κόσμος που θέλει να συμμετέχει και να διαδρά;

Όταν ξεκινήσαμε αυτή την επικοινωνία πιστεύαμε ότι δεν ήταν τόσος πολύς. Όμως η ανταπόκριση είναι σημαντική τόσο μέσα από τα social media όσο και από το QR code που χρησιμοποιούμε στην εκπομπή για την καθημερινή ψηφοφορία.

Είναι ένα ρίσκο, γιατί σκέφτεσαι “θα κάτσει ο άλλος να ασχοληθεί;”. Όμως όσο βλέπεις τη συμμετοχή να μεγαλώνει, αντιλαμβάνεσαι ότι τελικά έχει και λόγο και νόημα.

Άρα αντιθέτως με την κοινή πεποίθηση ο κόσμος εξακολουθεί να παρακολουθεί τηλεόραση;

Σίγουρα δε βλέπουν τηλεόραση εκείνοι που θα ήθελαν τα κανάλια να παρακολουθούν. Στόχος είναι να τους φέρεις πίσω. Αλλά γι’ αυτό χρειάζεται χρόνος αλλά και πρόταση, η οποία μάλιστα μπορεί καταρχάς να μη γίνει αποδεκτή ούτε από τους παραδοσιακούς τηλεθεατές. Μπορεί να τους ξενίσει. Εκεί καλείσαι να βρεις την ισορροπία. Να δώσεις χρόνο για να χτίσεις εμπιστοσύνη.

Λες ότι δε βλέπουν τηλεόραση εκείνοι που θα ήθελαν τα τηλεοπτικά δίκτυα. Αναφέρεσαι καταλαβαίνω στα νεότερα κοινά.

Βέβαια. Βρίσκονται όλοι στα social media. Και δεν αναφέρομαι μόνο στους νεότερους. Ακόμα και οι γονείς μου πολλές φορές μου λένε “α, αυτό το είδα στο Facebook”. Τι μπορεί να κάνει η τηλεόραση σε αυτή τη συγκυρία; Να πάει ένα βήμα παραπέρα. Να δώσεις πέρα από την είδηση και την ανάλυση. Να πεις αυτό που δε θα βρει κανείς στο σκρολάρισμα στο ίντερνετ.

«Δεν είμαστε στην εποχή του σκληρού ανταγωνισμού που τρέχαμε με την κασέτα στο κανάλι για να προλάβουμε να παίξουμε πρώτοι το θέμα».

Ναι, αλλά δε σε ματαιώνει το γεγονός ότι η τηλεόραση δεν είναι πια το κυρίαρχο μέσο; Με την έννοια ότι όταν ξεκινούσες τη διαδρομή σου η δυναμική ήταν διαφορετική.

Ισχύει. Περάσαμε μια πολύ άγρια φάση που χάθηκε συνολικά η εμπιστοσύνη του κόσμου προς τα παραδοσιακά ΜΜΕ. Η τηλεόραση πάντα θα έχει δύναμη, όμως συμφωνούμε πια όλοι πως το πράγμα έχει περάσει σε μια επόμενη φάση. Εάν δε συνδυάσεις την παραδοσιακή ενημέρωση με τα νέα μέσα, δεν μπορείς να προσεγγίσεις τους τηλεθεατές. Διαφορετικά κάνεις κάτι εντελώς παλιακό που δεν αφορά.

Εμείς αυτό προσπαθούμε να κάνουμε με το MEGA News. Να έχουμε σύνδεση με όλες τις πλατφόρμες, να τις αποδεχόμαστε και να προσθέτουμε σ’ αυτές. Πιστεύω πάντως πως δεν υπάρχει περίπτωση να κάνεις καλή, σωστή και τίμια δουλειά και να μη σε βρει ο τηλεθεατής. Μπορεί να μη σε δουν τα εκατομμύρια, αλλά κάποιοι θα σε βρουν.

Την τάση που υπάρχει τα τελευταία χρόνια στην τηλεόραση να μηρυκάζει ένα ή δύο θέματα που “πουλάνε” μέχρι να βρεθεί το επόμενο οιονεί viral πώς την αντιμετωπίζεις;

Νομίζω ότι είναι μια ευκαιριακή συνταγή, μια μόδα που θα περάσει. Όμως από την άλλη δε βρίσκω τυχαίο το γεγονός ότι υπάρχουν θέματα που γίνονται φύλλο και φτερό επί ώρες, ημέρες ή και εβδομάδες. Πιστεύω ότι κάποιες φορές αυτή η μονοθεματικότητα έχει βοηθήσει στην πράξη. Το γεγονός ότι κάτι μένει στην επιφάνεια και το ψάχνουμε για τους λόγους που το ψάχνουμε, ακόμα και για την τηλεθέαση ή για τα κλικ, ασκεί πίεση η οποία κάπου μπορεί να οδηγήσει. Δε διαφωνώ ότι σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να γίνει και ολέθριο.

Πάντως, δεν υπάρχει περίπτωση ένα μέσο να δει ότι μια ιστορία αφορά και ενδιαφέρει τον κόσμο και να την αγνοήσει. Υπάρχουν παγίδες, υπάρχει υπερβολή, υπάρχουν προβλήματα, αλλά πιστεύω ότι στο πέρασμα του χρόνου όλοι έχουν κάνει και κάνουν την αυτοκριτική τους. Δεν είμαστε στην εποχή του σκληρού ανταγωνισμού που τρέχαμε με την κασέτα στο κανάλι για να προλάβουμε να παίξουμε πρώτοι το θέμα.

«Δεν υπάρχει περίπτωση να κάνεις καλή, σωστή και τίμια δουλειά και να μη σε βρει ο τηλεθεατής. Μπορεί να μη σε δουν τα εκατομμύρια, αλλά κάποιοι θα σε βρουν».

Τις πρόλαβες εκείνες τις εποχές;

Εκείνη την περίοδο εγώ κυρίως έβλεπα τηλεόραση. Ήταν η εποχή που δούλευα ως δικηγόρος από το πρωί έως το βράδυ. Πάντα όμως ήξερα ότι ήθελα να ασχοληθώ με τη δημοσιογραφία. Πάντα, πάντα, πάντα. Μη με ρωτήσεις γιατί δούλεψα μια δεκαετία ως δικηγόρος. Πάντα αισθανόμουν ότι η κλίση και η τάση μου ήταν στη δημοσιογραφία.

Δηλαδή μικρή πώς σε ονειρευόσουν όταν μεγαλώσεις;

Δημοσιογράφο. Μιλούσα πάρα πολύ και πάρα πολύ γρήγορα, πράγμα που συμβαίνει ακόμα. Σαν να ήθελα να πω τα πάντα. Το καταλαβαίνω ακόμα και τώρα που είμαι στον αέρα. Είναι σαν να θέλω να πω σε μια στιγμή όλα όσα έχω μέσα στο κεφάλι μου. Να προλάβω. Ήθελα λοιπόν να γίνω δημοσιογράφος, αλλά δεν υπήρχαν τρόποι τότε στην ζωή μου για να κάνω αυτό που είχα στο νου μου απτό.

Οι γονείς μου ήταν οι κλασικοί γονείς που με δεδομένο ότι ήμουν άριστη μαθήτρια είχαν δύο επιλογές στο μυαλό τους. Ή θα σπούδαζα ιατρική ή νομική. Έτσι πήγα προς τη νομική. Όμως από την πρώτη ημέρα που πάτησα το πόδι μου στο δικαστήριο, ήταν σε ένα Ειρηνοδικείο, κατάλαβα αμέσως ότι δεν ανήκα εκεί. Όμως για να είμαι τίμια, στη δικηγορία στάθηκα τυχερή. Δούλεψα βέβαια και πολύ.

Κάποια στιγμή βρέθηκα σε μια θέση, την οποία πολύ δικηγόροι θα ήθελαν. Όμως μέσα μου είχε κλειδώσει η απόφαση πως ήθελα ασχοληθώ με τη δημοσιογραφία. Σε μια συγκυρία λοιπόν που για άλλους μπορεί να μη σήμαινε τίποτα, έπειτα από μια δέσμευση που δεν τηρήθηκε, παραιτήθηκα και εξαφανίστηκα.

«Εάν δε συνδυάσεις την παραδοσιακή ενημέρωση με τα νέα μέσα, δεν μπορείς να προσεγγίσεις τους τηλεθεατές».

Δηλαδή;

Μάζεψα τα πράγματά μου και έφυγα για τη Ρόδο, όπου βρίσκονταν όλες οι φίλες μου που είχα κάνει από τα χρόνια των σπουδών στη Θεσσαλονίκη. Βρήκα ένα σπίτι και είπα “τέλος, θα μείνω εδώ”. Στην πραγματικότητα βέβαια ήξερα ότι ήθελα να κάνω κάτι άλλο στην ζωή μου.

Έτσι, μέσα από μια αλληλουχία συγκυριών βρέθηκα με υποτροφία στη σχολή του Σταμάτη Μαλέλη και ξεκίνησα από το μηδέν. Αλλά μπορώ να σου πω ότι ούτε μια φορά δεν κοίταξα πίσω και είπα στον εαυτό μου “έκανες λάθος”. Ούτε μία φορά. Και υπήρξαν μεγάλες προκλήσεις – ειδικά στην αρχή. Όμως ένιωθα ότι ήμουν εκεί που έπρεπε να είμαι.

Φόβος για το καινούργιο και το άγνωστο υπήρχε;

Δε φοβήθηκα. Έπαιρνα κάθε ευκαιρία που μου δινόταν. Το μόνο ίσως περίεργο ήταν ότι από ένα αυστηρό, αποστειρωμένο, corporate περιβάλλον βρέθηκα σε έναν επαγγελματικό χώρο τελείως ελεύθερο. Και πρέπει να πω ότι αυτή την ελευθερία την ευχαριστήθηκα από την αρχή. Ή τέλος πάντων από τη στιγμή που χαλάρωσα.

Ποιον θεωρείς καθοριστικό άνθρωπο για την επαγγελματική αλλαγή και την πορεία σου στη δημοσιογραφία;

Σίγουρα τον Σταμάτη Μαλέλη, ο οποίος τώρα που το σκέφτομαι είναι και ο μόνος διευθυντής ειδήσεων και ενημέρωσης με τον οποίο έχω συνεργαστεί. Μπορεί να μην έχουμε πάντα την καθημερινή επαφή και τριβή, αλλά είναι ένας άνθρωπος που τον πίστεψα και με πίστεψε. Και στα δύσκολα είναι όσο αυστηρός χρειάζεται να είναι.

Λες ότι ήθελες να γίνεις δημοσιογράφος, όμως τα περισσότερα χρόνια σε γνωρίζουμε και ως παρουσιάστρια. Θέλεις να σε βλέπεις στο γυαλί;

Έχω κάνει και κάνω άπειρες δημοσιογραφικές δουλειές και τις χαίρομαι όλες πάρα πολύ. Ποτέ δεν είχα το όνειρο ή το απωθημένο της παρουσίασης. Και πρέπει να πω ότι δεν είμαι η παρουσιάστρια που ντύνεται, βάφεται και ενημερώνεται για τα θέματα της εκπομπής πέντε λεπτά πριν βγει στον αέρα.

Συμμετέχω σε όλα τα στάδια της δημιουργίας της εκπομπής και νομίζω ότι το άγχος που έχω για τις λεπτομέρειες πολλές φορές γίνεται αντιληπτό και στη διάρκεια της εκπομπής. Δεν είναι ότι δεν εμπιστεύομαι τους συναδέλφους και τους συνεργάτες μου, αλλά θέλω να παρακολουθώ τα πάντα ακόμα και στον αέρα. Είναι στη φύση μου.

Το «ζω» κανονικά και μπροστά και πίσω από τις κάμερες. Κι επειδή μου λες για την παρουσίαση, νομίζω ότι στην Ελλάδα πολύ σπάνια κάνει κανείς καριέρα μπροστά στο φακό μέχρι τα βαθιά γεράματά του. Ειδικά γυναίκες. Με κάποιες λίγες φωτεινές εξαιρέσεις.

«Σε μια συγκυρία που για άλλους μπορεί να μη σήμαινε τίποτα, παραιτήθηκα από τη δικηγορία και εξαφανίστηκα».

Γιατί λες ειδικά για τις γυναίκες;

Γιατί τις γυναίκες τις πετάμε από την τηλεόραση. Θεωρώ ότι υπάρχει μια σκληρότητα, χωρίς να θέλω να μας παρουσιάσω ως θύματα. Όμως πρέπει να ξεκινήσουμε από την παραδοχή ότι μεγαλώνοντας οι γυναίκες φαίνεται να μην έχουν θέση στην τηλεόραση.

Σκέψου το πιο απλό. Κάθεσαι στον καναπέ σου, παρακολουθείς τηλεόραση και λες “κοίτα πώς μεγάλωσε αυτή η παρουσιάστρια ή εκείνη ηθοποιός”. Και δεν πρόκειται για αποκλειστικό ελληνικό φαινόμενο. Είναι διεθνές. Και αν το καλοσκεφτείς δεν αφορά μόνο στην τηλεόραση αλλά όλους τους επαγγελματικούς κλάδους.

Είμαστε δηλαδή περισσότερο επικριτικοί με τις γυναίκες;

Είναι σαν να στενεύουν οι επιλογές σου ως γυναίκας όσο μεγαλώνεις. Και το ξαναλέω, δε μιλάω μόνο για δουλειές που έχουν να κάνουν με την προβολή και την εικόνα. Είναι φοβερό να ζεις σε μια κοινωνία και να νιώθεις ότι κάποια στιγμή δε θα φαίνεσαι, δε θα σε παρατηρούν, δε θα έχεις σημασία. Όχι μόνο ως εικόνα ή εξωτερική εμφάνιση. Ως ουσία, ως άνθρωπος.

Έχεις κάποια μικρή καθημερινή ιεροτελεστία;

Νομίζω την πρωινή ρουτίνα μου. Τη βόλτα και το τρέξιμο με το σκύλο μου στις 6 το πρωί. Είναι σχεδόν αστείο γιατί τα πρώτα τρία λεπτά κλαίω, αλλά έχω αποφασίσει ότι μόνο αν ξεπεράσεις αυτό το σκόπελο και σηκωθείς αμέσως από το κρεβάτι, όλα κάπως αρχίζουν να συμβαίνουν μετά. Παλιά με το που ξυπνούσα άνοιγα τηλεόραση. Τώρα τρέχω.

Και κοιτάς τις ειδοποιήσεις στο κινητό;

Όχι, τρέχω. Δεν έχω περιθώριο. Δε μου δίνει ο σκύλος μου. Το κινητό έρχεται μετά. Έχω αναλάβει και μια δέσμευση. Να μην σπαμάρω την ομάδα της εκπομπής με θέματα και ιδέες πριν από τις 8 το πρωί.

Τι δηλαδή; Έχεις και στιγμές της ημέρας που δε μιλάς;

Αχ, μιλάω πάρα πολύ. Νομίζω ότι δε σταματάω να μιλάω ακόμα και στον ύπνο μου.

Info: Η Μάιρα Μπάρμπα παρουσιάζει την εκπομπή NOW καθημερινά στο MEGA News.

Φωτογραφίες: Σίσσυ Μόρφη, Μακιγιάζ: Έλσα Πεσκώστα, Μαλλιά: Άννα Χουστουλάκη, Styling: Ηλέκτρα Κουλκουβίνη & Χριστίνα Πατέρα. Ευχαριστούμε το Bar Ideal για τη φιλοξενία της φωτογράφισης.