«Η πολιτική μας οργάνωση πρέπει να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της εποχής, όταν αυτές είναι υπαρξιακές». Η προ ημερών δήλωση του πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας, Μάριο Ντράγκι, εν μέσω της αναζοπύρωσης των συζητήσεων για το Ουκρανικό, θα μπορούσε σε άλλους καιρούς να γίνει αφορμή για ζωηρή συζήτηση σχετικά με τις προκλήσεις που καλείται να διαχειριστεί η Ευρωπαϊκή Ένωση την εποχή της προεδρίας Τραμπ.
Αλλά η παρέμβαση του πάλαι ποτέ ισχυρού τραπεζίτη βρίσκει τα κράτη-μέλη της Ένωσης σε μάλλον κακή συγκυρία από άποψη ομόνοιας, όπως φαίνεται από τις πολύ πρόσφατες και ταυτόχρονα απόλυτα αντιφατικές δηλώσεις ευρωπαϊων αξιωματούχων.
Ασυμφωνία στα βασικά
Μια απλή παράθεση των γεγονότων είναι ενδεικτική: Η επικεφαλής για την εξωτερική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης Κάγια Κάλας, μετά την τελευταία σύνοδο κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ανακοίνωνε ότι το επόμενο πακέτο κυρώσεων κατά της Μόσχας – το 19ο από την αρχή του πολέμου – θα είναι έτοιμο έως τον επόμενο μήνα.
Με διαφορά λίγων 24ωρων, οι υπουργοί Εξωτερικών της Ουγγαρίας και της Σλοβακίας έστειλαν επιστολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την οποία ζητούν από την ΕΕ να αναλάβει δράση για να σταματήσει τις συνεχιζόμενες επιθέσεις της Ουκρανίας κατά του πετρελαιαγωγού Ντρούζμπα στο ρωσικό έδαφος, κάνοντας λόγο μεταξύ άλλων για ενέργειες οι οποίες απειλούν σοβαρά την ενεργειακή ασφάλεια των χωρών τους.
Τελευταίος, μόλις τη Δευτέρα (25/8), ο γερμανός αντικαγκελάριος αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομικών Λαρς Κλίνγκμπαϊλ, διακήρυττε από το Κίεβο ότι «η Ουκρανία μπορεί να συνεχίσει να βασίζεται στη Γερμανία».
Μόλις λίγες ημέρες πριν, η διάσταση απόψεων μετετράπη σε διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ των «μεγάλων» της Ένωσης, όταν ο αντιπρόεδρος της ιταλικής κυβέρνησης Ματέο Σαλβίνι, ερωτώμενος για το ενδεχόμενο ανάπτυξης ιταλών στρατιωτικών στην Ουκρανία, κάλεσε τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν – ο οποίος έχει τοποθετηθεί υπέρ της αποστολής ευρωπαϊκών στρατευμάτων στο πλαίσιο των εγγυήσεων ασφαλείας – «να πάει αυτός, βάζοντας κράνος και παίρνοντας τουφέκι».
Με άλλα λόγια, είναι πασιφανές ακόμη και στους πλέον καλοπροαίρετους ότι κάθε έννοια εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ καταρρέει μεταξύ του φόβου για τον ρωσικό επεκτατισμό και την απροθυμία των κρατών μελών να συμμετάσχουν στην αιματηρή δοκιμασία του πολέμου.
Ηχηρές παρεμβάσεις, απουσία στρατηγικής
Μέσα σε αυτό το κλίμα, παρεμβάσεις σαν του Ντράγκι δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να επισημάνουν ότι όλες αυτές οι μικρές και μεγάλες παλινωδίες τραυματίζουν ανεπανόρθωτα το κύρος των ενωσιακών θεσμών.
«Παρά την οικονομική της ισχύ, η Ευρωπαϊκή Ένωση παίζει μόνο περιθωριακό ρόλο στις ειρηνευτικές προσπάθειες του Τραμπ στην Ουκρανία, υπήρξε παρατηρητής στη σφαγή στη Γάζα, ενώ η Κίνα έχει καταστήσει σαφές ότι δεν θεωρεί την Ευρώπη ισότιμο εταίρο» τονίζει ο Ντράγκι και προσθέτει συμπερασματικά: «Η Ευρώπη δεν είναι κατάλληλα εξοπλισμένη για έναν κόσμο όπου οι γεωοικονομικές στρατηγικές, η ασφάλεια και η σταθερότητα των πηγών εφοδιασμού — και όχι η αποδοτικότητα — καθορίζουν τις διεθνείς εμπορικές σχέσεις».
Είναι αμφίβολο ωστόσο ότι φωνές σαν του Ντράγκι θα εισακουστούν, αφού το φαινόμενο Τραμπ φαίνεται να τονίζει τις εσωτερικές ασυμμετρίες του ευρωπαϊκού μπλοκ, τροφοδοτώντας μάλιστα σκέψεις για μια ιδιότυπη άσκηση υποταγής στην Ουάσιγκτον. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες δείχνουν πρόθυμες να πληρώσουν το οικονομικό τίμημα της συνέχισης του πολέμου την ίδια στιγμή που «καλοπιάνουν» τον Τραμπ ώστε να μην εγκαταλείψουν οι ΗΠΑ την αμυντική προστασία της Ευρώπης.
Με αυτά τα δεδομένα, μοιάζει πολύ επίκαιρη η προφητική ρήση του βέλγου υπουργού Εξωτερικών, Μαρκ Εσκένς, ο οποίος διαπίστωνε ήδη το 1991 ότι η «Ευρώπη είναι ένας οικονομικός γίγαντας, ένας πολιτικός νάνος και ένα στρατιωτικό σκουλήκι»






