Την Αλάσκα, ναι, την είδα στην τηλεόραση.
Τώρα περιμένω και στο Ροζικλαίρ να καμαρώσω το πορνό δύο λεβεντόγερων που χαριεντίζονται με τις προκαταρκτικές θερμές τους χειραψίες πάνω στο κόκκινο χαλί κι ύστερα στην θωρακισμένη λιμουζίνα και το ροζ δωμάτιο στο “Priamos- Αlaska”.
Είναι πολύ πιο διεγερτικά όλα αυτά από την Άννα Φόνσου γυμνή στο άλογο στην ταινία του Βαγγέλη Σερντάρη στην “Αλάσκα” που ανέθρεψε έναν καταπιεσμένο κόσμο.
Διότι τί ήταν η Αλάσκα; Τσόντα μέσα στη Δημοκρατία της σεμνότυφης μπουρζουαζίας της εποχής, ή μήπως η Δημοκρατία που νομιμοποιεί “μηχανές” και “συστήματα” στην εποχή της
“δημοκρατικής αυτοκρατορίας”, όπως θα έλεγε ο Ρεμπώ από την “Κόλαση” (της Δημοκρατίας);
Πώς ακούγεται στ’ αλήθεια η πλατωνικού, ομολογώ, χαρακτήρα παράγραφος του Αλαίν Μπαντιού από τον τόμο “Πού πηγαίνει η Δημοκρατία;” (εκδόσεις Πατάκη, 2009);
“Και μόνο για να προσεγγίσουμε την πραγματικότητα των κοινωνιών μας πρέπει, σαν μια a priori άσκηση, να καθαιρέσουμε το έμβλημά τους. Δεν θα διατυπώσουμε την αλήθεια του κόσμου που ζούμε παρά μόνον αφήνοντας στην άκρη τη λέξη ‘Δημοκρατία’…”
Αυτή η “μηχανή” -η Δημοκρατία- για την οποία κόπτονται πολλοί δημοκράτες και ο Παυλόπουλος, δεν θα μπορούσε να περιγραφεί ενδελεχέστερα παρά με μια σπουδαία μεταφορά: να συγκριθεί με τον ορισμό απο τον Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, ενός “εργαλείου”: της φωτογραφικής μηχανής.
“Η φωτογραφική μηχανή είναι ένα σημειωματάριο σκίτσων, ένα εργαλείο διαίσθησης και αυθορμητισμού, ο κυρίαρχος της στιγμής, που, με οπτικούς όρους, θέτει ερωτήματα και αποφασίζει ταυτόχρονα. Για να δώσει κανείς ένα “νόημα” στον κόσμο, πρέπει να αισθάνεται ότι συμμετέχει σε αυτό που καδράρει μέσα από το σκόπευτρο. Αυτή η στάση απαιτεί συγκέντρωση, πειθαρχία του νου, ευαισθησία και αίσθηση της γεωμετρίας.
Το να τραβάς μια φωτογραφία σημαίνει να κρατάς την αναπνοή σου όταν όλες οι αισθήσεις συγκλίνουν απέναντι σε μια φευγαλέα πραγματικότητα. Είναι εκείνη τη στιγμή που η κατάκτηση της εικόνας γίνεται μια μεγάλη σωματική και πνευματική χαρά.
Το να τραβάς μια φωτογραφία σημαίνει να αναγνωρίζεις, ταυτόχρονα και μέσα σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, τόσο το γεγονός αυτό καθαυτό όσο και την αυστηρή οργάνωση των οπτικά αντιληπτών μορφών που του προσδίδουν νόημα.
Είναι σαν να ευθυγραμμίζεις το κεφάλι, το μάτι και την καρδιά σου”.
ΥΓ.
Διαβάζοντας τις Κυριακές τους παλαιούς συναδέλφους -που με διαβάζουν-σκέφτομαι την απεγνωσμένη κίνηση του Μαξ Βέμπερ να δεσμευτεί στην “αξιολογική” υποτίθεται “ουδετερότητα”, εφόσον η Realπpolitik υπήρξε γι αυτόν “αντικειμενικό γεγονός” και όχι ελεύθερη επιλογή. Απέτυχε, και μάλιστα, λίγο πριν πεθάνει, διαβάζω πως παραιτήθηκε από την θεσμική κοινωνιολογία.
Δεν είχε εκτιμήσει -αντίθετα με τον Φρόιντ- έναν άλλο τρόπο: τη “μηχανή” της μετωνυμίας και της μεταφοράς.
Εάν κάτι συμβαίνει στη μεταβαλλόμενη σχέση οικονομίας-κοινωνίας είναι η ρητορική της εικόνας. Και αυτό είναι ζήτημα γλωσσικό. Ο Μπένγιαμιν το είχε σκεφτεί πολύ πριν την ομάδα του “Tel quel” στο Παρίσι του ’68.
Αλλά ο Μπένγιαμιν αυτοκτόνησε.
Δεν ξέρω σε ποιά γλώσσα ο Τσίπρας θα πει την αλήθεια για την πολιτική. Για τον εαυτό μου όμως ξέρω. Είναι η λογοτεχνία και η θεωρία της. Όχι η λογοτεχνία ως θεωρία. Ακριβώς το αντίστροφο.
Παράδειγμα, η λογοτεχνική φράση ενός πεπεισμένου μονότονου θεωρητικού, του Βόλφγκανγκ Στρικ: “Ο καπιταλισμός έγινε πιο καπιταλιστικός απ’ ό,τι είναι καλό γι’ αυτόν” (*)
( γέλια)
(*)”Πώς θα τελειώσει ο καπιταλισμός”, εκδόσεις Πλέθρον, 2019.





