Δεν ξέρω πού βρίσκεσαι στις πολιτικές σου πεποιθήσεις, κομματικά ή ιδεολογικά. Σε ένα πράγμα, όμως, θαρρώ πως συμφωνούμε: η πολιτική, ως εργαλείο μόχλευσης μεγάλων κοινωνικών ιδεών, έχει χαλάσει. Βρισκόμαστε σε ένα πολιτικό μεταίχμιο, ανάμεσα σε αυτό που φεύγει και σε ένα νέο αφήγημα που ακόμα δεν έχει γεννηθεί.

Τα συμβατικά κόμματα είναι απαξιωμένα. Οι ιδέες που εκπροσωπούν μοιάζουν γερασμένες, αναχρονιστικές. Εσωτερικά, έχουν αφήσει τις πανοπλίες των αρχών και των αξιών τους, αφήνοντας χώρο στους βαρβάρους να εισβάλουν. Και εδώ πρέπει να σταθούμε: οι βάρβαροι δεν είναι κάποιοι εξωτερικοί εχθροί. Είναι οι ελίτ. Είναι οι λίγοι που δρουν με δικές τους «αρχές», αντίθετες από εκείνες που εξέφραζαν τα κόμματα για τους πολλούς. Οι μη προνομιούχοι κάποτε είχαν φρουρούς των ιδεών τους, τα κόμματα. Όμως όταν τα κόμματα αρρώστησαν και έπαψαν να νοιάζονται για τις αρχές, όταν άρχισαν να κοιτούν μόνο την εξουσία, τότε βρήκαν την ευκαιρία τους οι βάρβαροι.

Σήμερα βλέπουμε κόμματα να μιλούν μόνο για μηχανισμούς, για πρόσωπα, για τακτικισμούς, και όχι για ιδέες. Δεν παράγουν όραμα, ούτε πνευματικό υπόβαθρο. Αυτό είναι που γεννά την απογοήτευση και την αποχή. Στην Ελλάδα, στις εκλογές του 2023, η αποχή έφτασε το 47,2%, το μεγαλύτερο ποσοστό στη μεταπολίτευση. Στην Αγγλία, η συμμετοχή κυμαίνεται σταθερά χαμηλά, γύρω στο 67%, μακριά από τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 όπου ξεπερνούσε το 80%. Στη Γαλλία, στις βουλευτικές εκλογές του 2022, η αποχή άγγιξε το 53%. Αυτά τα ποσοστά δεν είναι τυχαία. Δείχνουν ότι μεγάλα τμήματα της κοινωνίας δεν βλέπουν πια λόγο να σταθούν δίπλα στους φρουρούς που κάποτε τους προστάτευαν.

Η απογοήτευση είναι διάχυτη. Ο πολίτης αισθάνεται ότι κανείς δεν τον εκπροσωπεί, ότι το παιχνίδι είναι στημένο για λίγους, ότι η φωνή του δεν μετρά. Το αίσθημα απελπισίας σιγοβράζει: γιατί να πάω να ψηφίσω, όταν τίποτα δεν αλλάζει; Γιατί να συμμετάσχω, όταν το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο;

Και όμως, είναι ακριβώς αυτή η περίοδος που κρύβει τις μεγαλύτερες ευκαιρίες. Γιατί είναι σαφές ότι το οικονομικό status quo δεν λειτουργεί πια για τις μάζες. Λειτουργεί για τους λίγους. Για τους βαρβάρους. Αλλά ακριβώς επειδή η κρίση είναι τόσο βαθιά, έχουμε ξανά την ευκαιρία να αποφασίσουμε: ποια ιδεολογία, ποιο πνεύμα, θα σταθεί φάρος για τις επόμενες γενιές;

Όλα ξεκινούν από μια αναγνώριση: η ανισότητα αυξάνεται. Οικονομική, κοινωνική, θεσμική. Ανισότητα πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Ανισότητα στη φωνή του πολίτη. Ανισότητα στο ίδιο το δικαίωμα της αξιοπρέπειας. Αυτή η διάβρωση των βάσεων είναι που κάνει τα κόμματα να μοιάζουν σαν ερείπια.

Τα κόμματα πεθαίνουν. Παλεύουν με νύχια και με δόντια να διατηρήσουν ένα παλιό status quo, υπακούοντας μόνο σε εσωτερικά συμφέροντα και στους βαρβάρους. Όταν στελέχη μιλούν μόνο με όρους μηχανισμών, όταν οι προγραμματικές επιτροπές περιορίζονται σε πρόσωπα αντί για ιδέες, όταν το μόνο μονοπάτι για έναν νέο άνθρωπο είναι να «στρατευθεί» στο σύστημα αντί να το αλλάξει, τότε το κόμμα είναι ήδη άρρωστο. Και εκεί βρίσκουν χώρο οι μεγάλοι, οργανωμένοι παίκτες. Οι βάρβαροι.

Να πώς φτάσαμε ως εδώ: οι φρουροί μας μας άφησαν, και οι βάρβαροι εισέβαλαν. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι τι κάνουμε τώρα.

Το παλιό αφήγημα τελειώνει. Το καινούργιο δεν έχει ακόμα γραφτεί. Εδώ ακριβώς κρύβεται η ευθύνη και η πρόκληση: να γεννηθούν νέες μορφές πολιτικής εκπροσώπησης, νέα κόμματα ή κινήματα που δεν θα μιλούν τη γλώσσα των μηχανισμών αλλά τη γλώσσα των αρχών και των ιδεών. Να ξαναγίνει η πολιτική φάρος και όχι μηχανισμός.

Γιατί οι βάρβαροι πάντα θα έρχονται. Το θέμα είναι αν οι φρουροί μας θα έχουν το θάρρος να τους κρατήσουν έξω —ή αν θα τους ανοίξουν την πόρτα.

*Ο κ. Κωστής Κατσανέβας είναι Αντιπρόεδρος του Ιδρύματος Γ. Παπανδρέου