«Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός» λέει ο T.S. Eliot στην «Ερημη Χώρα» (1922). Κι εξηγεί ότι αυτό συμβαίνει «σμίγοντας θύμηση κι επιθυμία». Ομολογώ ότι δεν ξέρω γιατί είναι σκληρός ο Απρίλης, ούτε πόσο συνηθισμένο είναι το μείγμα.
Αλλά είμαι βέβαιος πως αν ο μεγάλος ποιητής γνώριζε καλύτερα την Ελλάδα παρέα με τον ομότεχνό του Γιώργο Σεφέρη, θα κατέληγε πως η χώρα μας δεν είναι έρημη αλλά μάλλον μπερδεμένη.
Παρακαλώ σημειώστε. Στην Ελλάδα του 2025 ο κόσμος δηλώνει ότι θέλει τη δημοκρατία σε ποσοστό σχεδόν 90%, πάλι καλά.
Αλλά… Το 59,3% θεωρεί ότι δεν έχει λόγο σε αυτό που κάνει η κυβέρνηση της δημοκρατίας.
Κατανοητό παράπονο, αν σκεφτεί κανείς ότι το 64,9% δηλώνει ταυτοχρόνως αρκετά, πολύ ή απόλυτα σίγουρο για την ικανότητά του να συμμετέχει στην πολιτική. Δεν τους εμποδίζει κανείς και μακάρι να το κάνουν ενεργά.
Εως εδώ ας πούμε ότι η εικόνα είναι ελαφρώς αντιφατική αλλά δεν σε ανεβάζει και στα κάγκελα.
Ακούστε τη συνέχεια.
- Το 17,7% θεωρεί θετική την ύπαρξη ενός «ισχυρού ηγέτη» που θα κυβερνά χωρίς να ελέγχεται από Βουλή ή εκλογές.
- Το 14,5% προτιμάει καθαρά μια «στρατιωτική κυβέρνηση».
Πράγμα που σημαίνει ότι σχεδόν το 1/3 του ελληνικού λαού αποδοκιμάζει τη δημοκρατία που (κατά τα άλλα) δηλώνει ότι προτιμά.
Εχω και άλλο. Η αγάπη για τη δημοκρατία μάλλον τελεί υπό αμφισβήτηση. Ξέρετε γιατί;
- Το 30,9% δεν έχει εμπιστοσύνη στα εκλογικά αποτελέσματα επειδή δεν καταμετρώνται με δίκαιο τρόπο.
- Το 48,9% θεωρεί ότι οι πλούσιοι αγοράζουν τις εκλογές.
- Το 48% πιστεύει ότι οι ψηφοφόροι δωροδοκούνται.
Και γι’ αυτό το 24,7% αποφαίνεται ότι τελικά ο συνολικός τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας πρέπει να αλλάξει ριζικά μέσω επαναστατικής δράσης.
Καλώς τους Τσε Γκεβάρες!
Συνολικά δηλαδή το 1/3 έως το 1/4 (κατά μέσο όρο) του ελληνικού λαού είναι κάτι ανάμεσα σε ξεσηκωμένους και σε μπερδεμένους.
[Τα ευρήματα προέρχονται από την World Values Survey 2025, που στην Ελλάδα πραγματοποίησε τον Μάρτιο – Απρίλιο 2025 η MRB Hellas για λογαριασμό της Dianeosis και του ΕΚΚΕ]
Συνοψίζω. Αγαπάμε τη δημοκρατία αλλά όχι όσοι το δηλώνουμε. Διότι η δημοκρατία στα μάτια πολλών δεν είναι ακριβώς δημοκρατία και πρέπει να κάνουμε είτε χούντα, είτε επανάσταση για να τη ρίξουμε.
Βγάζει νόημα; Μεταξύ μας, κανένα.
Διότι η δημοκρατία (κάθε δημοκρατία) έχει ατέλειες που οφείλουμε να τις επισημαίνουμε και να τις διορθώνουμε. Αλλά ούτε οι πλούσιοι αγοράζουν τις εκλογές, ούτε κλέβουμε στα εκλογικά αποτελέσματα, ούτε χρειάζεται να διαλύσουμε το μαγαζί για να αισθανθούμε καλύτερα.
Αυτό ακριβώς προσφέρει η δημοκρατία και γι’ αυτό την επιλέγουμε όσοι την αγαπούμε.
Οχι επειδή είναι τέλεια. Ούτε επειδή εκχωρεί στον καθένα τον ρόλο που ο ίδιος θεωρεί ή νομίζει ότι δικαιούται. Αλλά επειδή μέσα από τις διαδικασίες της ίδιας της δημοκρατίας μπορεί να γίνει καλύτερη.
Διαβάζω ή ακούω συχνά πως η δημοκρατία ζει μια κρίση εμπιστοσύνης σε παγκόσμιο επίπεδο. Κι ότι αυτή η κρίση θρέφει ανελεύθερα καθεστώτα και αντιδημοκρατικές δοξασίες.
Κάπως έτσι είναι. Δεν θα κουράσω λοιπόν τον αναγνώστη με ποσοστά εμπιστοσύνης σε διάφορους θεσμούς, τα περισσότερα είναι χαμηλά.
Ξέρετε όμως ποιο είναι το πιο χαμηλό στην μπερδεμένη χώρα μας; Το ποσοστό εμπιστοσύνης στους «άλλους ανθρώπους». Μόλις 14,2%!
Εδώ πια δεν έχει να κάνει με κυβερνήσεις, κοινοβούλια, μέσα ενημέρωσης και εκλογές, αλλά με την απλή εμπιστοσύνη στον διπλανό μας. Και με την εμπιστοσύνη φυσικά στο σύστημα που κατά τα άλλα δηλώνουμε ότι προτιμούμε σε ποσοστό 90%.
Ποιος όμως θα εμπιστευτεί ένα σύστημα όταν το αποτελούν κατά κανόνα εκείνοι τους οποίους δεν εμπιστεύεται; Ομολογώ ότι δεν έχω μια προφανή απάντηση που μπορεί και να μην υπάρχει.
Μπορώ όμως να πω ότι η ανοικοδόμηση της εμπιστοσύνης είναι μακράν το μεγαλύτερο ζητούμενο της δημοκρατίας στην εποχή μας. Καμία δημοκρατία δεν θα πάει μπροστά αν δεν την πιστέψουν πρώτα εκείνοι στους οποίους απευθύνεται.
Αν ο «Επιτάφιος» του Περικλή υπήρξε ένα λαμπρό ιδρυτικό κείμενο είναι ακριβώς επειδή εξηγούσε για ποιον λόγο οι αθηναίοι πολίτες εμπιστεύονται και τιμούν τη δημοκρατία τους.
Δυσκολεύομαι να βρω σήμερα κάτι αντίστοιχο.
Δυσκολεύομαι να βρω ακόμη και μια έμπρακτη απόδειξη εμπιστοσύνης σε μια δημοκρατία που αποκαταστάθηκε τέτοιες μέρες πριν από 51 χρόνια στην μπερδεμένη μας χώρα κι από την οποία δεν έχουμε ιδιαίτερα παράπονα.
Το 1851, ο γιατρός Αλφόνς Μποντέν ήταν σαράντα ετών και βουλευτής στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση όταν ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης έκανε το πραξικόπημα που τον έχρισε αυτοκράτορα και Ναπολέοντα Γ’.
Ο Μποντέν προσπάθησε να ξεσηκώσει τους εργάτες στο Φομπούρ Σεντ-Αντουάν για να αμυνθούν στους πραξικοπηματίες.
– Νομίζεις ότι θα πάμε να σκοτωθούμε για να εισπράττεις εσύ 25 φράγκα;
Του φώναξε κοροϊδευτικά ένας εργάτης. Η Εθνοσυνέλευση είχε καθιερώσει τότε για πρώτη φορά ένα επίδομα 25 φράγκων για τους βουλευτές, πράξη που είχε λοιδορηθεί από τους λαϊκιστές της εποχής.
Ο γιατρός όμως τα είχε απολύτως ξεκάθαρα στο μυαλό του. Απάντησε:
– Θα δεις τότε πώς πεθαίνει κάποιος για 25 φράγκα!
Πήρε ένα τουφέκι και με ελάχιστους που τον ακολούθησαν τράβηξε μπροστά.
Στις 3 Δεκεμβρίου 1851, ο γιατρός και βουλευτής Αλφόνς Μποντέν σκοτώθηκε στο οδόφραγμα της οδού Σεντ Μαργκερίτ.
Επειδή δεν ήταν καθόλου μπερδεμένος. Επειδή πίστευε στη δημοκρατία και όχι φυσικά σε 25 φράγκα.






