Το καλοκαίρι του 2015 δεν έμοιαζε με άλλα. Η χώρα ζούσε ήδη στη δίνη της διεθνούς οικονομικής κρίσης, με αποκορύφωμα το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Ιούνη εκείνης της χρονιάς. Από τα ξημερώματα του Σαββάτου 27 Ιουνίου, οπότε ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας μέσα από διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό (σ.σ. περίπου μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα της Παρασκευής) ανήγγειλε την απόφαση να διεξαχθεί δημοψήφισμα σχετικά με το εάν οι Έλληνες συμφωνούν ή όχι με την πρόταση των Θεσμών, άρχισε να προσέρχεται κόσμος στα μηχανήματα αυτόματης ανάληψης των τραπεζών.
Αυτή η αναγγελία έπιασε τους περισσότερους, στην κυριολεξία, στον ύπνο. Με το που ξημέρωσε, άρχισαν να σχηματίζονται στα ATM ουρές χιλιομέτρων. Ηλικιωμένοι, νέοι, οικογενειάρχες με παιδιά, έριχναν κάτι πάνω τους, και έτρεχαν να στηθούν στην ουρά να προλάβουν να τραβήξουν 60 ευρώ – όσα δηλαδή επέτρεπε το σύστημα μετά τον «κόφτη» – πριν αδειάσει το μηχάνημα. Τα ζευγάρια χωρίζονταν για να τραβήξουν άλλα τόσα, να βάλουν όσα περισσότερα μπορούσαν «κάτω από το στρώμα». Κλάματα, λιποθυμίες από την πολύωρη ορθοστασία… Όλα τα συναντούσες εκείνο το πρωινό. Αυτό όμως, που έβλεπες σε όλους ήταν η αγωνία στο βλέμμα. Αγωνία για το αύριο και το μέλλον των καταθέσεων. Η φημολογία ότι μπορεί να γίνει «κούρεμα» στις προσωπικές τραπεζικές καταθέσεις και στην Ελλάδα μετά την Κύπρο, ήταν έντονη.
Είχαν μαζευτεί όλα τα γύρω χωριά στο Καπανδρίτι
«Ήταν δύσκολη περίοδος για όλους, ειδικά για τους συνταξιούχους που δεν είχαν κάρτες και e banking. Γι’ αυτό, αν θυμάμαι καλά, είχαν αφήσει ανοιχτά κάποια ελάχιστα υποκαταστήματα τραπεζών για όσους δεν μπορούσαν να τραβήξουν αλλιώς χρήματα ή να πληρώσουν λογαριασμούς. Η γυναίκα μου κι εγώ, είχαμε κάρτες ανάληψης χρημάτων, αλλά δεν μπορούσαμε να πληρώσουμε λογαριασμούς διαδικτυακά. Οπότε στεκόμασταν κάθε μέρα στις ουρές στα ATM και τραβάγαμε 60 ευρώ ο καθένας», δηλώνει στο ΒΗΜΑ ο συνταξιούχος Γιάννης Νάκης. «Θυμάμαι, το προηγούμενο βράδυ, τη γυναίκα μου να ακούει ειδήσεις και να μου λέει: “πήγαινε στις τράπεζες”.
Πήγα, νωρίς το πρωί, και βρήκα τεράστιες ουρές. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Βέβαια, στο Καπανδρίτι, όπου μένουμε, υπήρχαν τότε δύο τράπεζες. Πολλές κοντινές περιοχές, όπως ο Βαρνάβας, το Πολυδένδρι, ο Κάλαμος, δεν είχαν τράπεζες. Έτσι, μαζεύονταν όλοι στο Καπανδρίτι. Μαζί με εμάς, που ζούσαμε εκεί, και άνθρωποι από τα γύρω χωριά. Φαντάζεστε τι γινόταν», λέει.
Είχε εντοπίσει τα 5 ΑΤΜ με τις μικρότερες ουρές
Ολόκληρη έρευνα στα μηχανήματα αυτόματης ανάληψης τραπεζών του κέντρου της Αθήνας, μέχρι να βρει αυτά τα δύο τρία με τις μικρότερες ουρές, είχε κάνει ο δημοσιογράφος Γιώργος Μ. – τότε εργαζόμενος, σήμερα συνταξιούχος.
«Είχα εντοπίσει πέντε ΑΤΜ, από την Ομόνοια μέχρι την Πανόρμου, τα οποία συνήθως είχαν μικρότερες ουρές σε σχέση με τα υπόλοιπα. Οπότε πήγαινα σε αυτά για να τραβήξω χρήματα. Θυμάμαι και που ήταν: κάτω από την Ομόνοια, μπροστά στην Εθνική Τράπεζα στην οδό Σταδίου, στη Σοφοκλέους κοντά στο παλιό Χρηματιστήριο, στον Ευαγγελισμό και στην Πανόρμου. Έμπαινα στον ηλεκτρικό, κατέβαινα στην Ομόνοια και τα έπαιρνα με τη σειρά. Όπου έβρισκα ουρά από πέντε άτομα και κάτω, περίμενα. Όπου έβλεπα δέκα άτομα και πάνω, έφευγα και δοκίμαζα την τύχη μου αλλού. Η αλήθεια είναι ότι εκείνες ειδικά τις ημέρες τα ΑΤΜ είχαν πολύ μεγάλες ουρές», θυμάται.
Τα capital controls τη βρήκαν στη Γαλλία
Καθ’ οδόν για Γαλλία βρήκαν την 50χρονη, σήμερα, Χριστίνα Χατζηγεωργίου, τα capital controls.
«Παντρευόταν ο καλύτερός μας φίλος, ο οποίος ζει στο Παρίσι. Ο γάμος θα γινόταν στον Λίγηρα. Είχαμε βγάλει, πολύ καιρό πριν, τα εισιτήρια, είχαμε κλείσει ξενοδοχείο, αυτοκίνητο… Όλα με κάρτα. Με το που φτάσαμε, πήγαμε να πάρουμε το αυτοκίνητο, όπως είχαμε συνεννοηθεί με το γραφείο ενοικίασης, για να πάμε στο ξενοδοχείο. Η κάρτα όμως, ξαφνικά δεν γινόταν δεκτή. Επειδή υπήρχε όριο ανάληψης, οι κάρτες μας δεν αναγνωρίζονταν στο εξωτερικό. Είχαμε κάποια λίγα μετρητά μαζί μας, αλλά βασικά κινούμασταν με την τραπεζική κάρτα.
Τι κάναμε; Τηλεφωνήσαμε στον φίλο μας που παντρευόταν, διότι όπως μας είπαν από το γραφείο ενοικιάσεως οχημάτων, έπρεπε να εγγυηθεί για εμάς κάποιος που διέμενε μόνιμα στη Γαλλία. Διαφορετικά δεν μπορούσαμε να κινηθούμε. Ο φίλος μας ήταν ενήμερος για την κατάσταση διότι έτρεχε να εξυπηρετήσει συγγενείς του που επίσης είχαν έρθει από Ελλάδα και αντιμετώπιζαν το ίδιο πρόβλημα. Μάς έστειλε έναν φίλο του, Γάλλο, ο οποίος ήρθε στο γραφείο που βρισκόμασταν, υπέγραψε για εμάς, και κάπως έτσι “απεγκλωβιστήκαμε”.
Από εκείνες τις ημέρες στη Γαλλία δύο πράγματα θυμάμαι έντονα. Το πρώτο, ότι ακόμη και την ημέρα του γάμου όλοι οι καλεσμένοι συζητούσαν για τα όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα. Το άλλο που θυμάμαι με πίκρα είναι η αντίδραση μιας οικογένειας Αμερικανών όταν έμαθαν ότι είμαστε Έλληνες. Μάς άκουγαν να μιλάμε μεταξύ μας, ενώ καθόμασταν σε ένα καφέ στο Quartier Latin, μας ρώτησαν τι γλώσσα μιλάμε, και όταν τους απαντήσαμε, μας είπαν σχεδόν εχθρικά: “Και πώς είστε εδώ; Στη χώρα σας δεν έχουν να φάνε και εσείς είστε εδώ;”. Ακόμη θυμάμαι αυτούς τους ανεκδιήγητους τύπους…».