Ο Κυριάκος Χαρίτος λέει πως ακόμα θυμάται τον πρώτο στίχο της «Αντιγόνης». Εκείνον που όλοι διδαχτήκαμε στα λυκειακά μας χρόνια, απομνημονεύσαμε εκόντες άκοντες και μάλλον δεν καταφέραμε ποτέ να ξεφορτωθούμε από τον κάδο ανακύκλωσης των σχολικών αναμνήσεών (ή έστω τραυμάτων) μας. Με την ηρωίδα του Σοφοκλή, έναν χαρακτήρα που ο ίδιος βρίσκει καθωσπρέπει σε βαθμό απωθητικό, όπως λέει, ο συγγραφέας έμελε να συναντηθεί ξανά φέτος το καλοκαίρι.

Αυτή τη φορά όχι για να την αποστηθίσει. Αλλά για να την αποδομήσει. Ή μάλλον για να δημιουργήσει ένα καινούργιο κείμενο, μια παραβολή που κρατά απόσταση από τη στερεοτυπική ανάγνωση του μύθου των Λαβδακιδών. Ο Χαρίτος, που έχει στο παλμαρέ του μια σειρά αξιόλογων παιδικών βιβλίων, το πρόσφατο «Γράμματα στην Παναγία» (εκδ. Πατάκη) αλλά και τη συγκλονιστική «Μικρή Εγκυκλοπαίδεια του Θανάτου» (εκδ. Στερέωμα), λέει πως αποφάσισε να εστιάσει στη μοναξιά των ηρώων της αρχαίας τραγωδίας.

© Σίσσυ Μόρφη

Αυτήν άλλωστε διάλεξε να προτάξει και στον τίτλο της παράστασης που ανεβαίνει απόψε και αύριο στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου σε σκηνοθεσία της Όλιας Λαζαρίδου. Το «Θήβα Μοναξιά» λέει ο Χαρίτος το φαντάστηκε γραμμένο στην ουρά μιας νταλίκας που περνά τα διόδια των Οινοφύτων, μια δράκα χιλιόμετρα από την πατρίδα της Αντιγόνης -ναι, οι βαθιά ανθρώπινεις περιγραφές που πλάθει δεν είναι απλώς βάλσαμο αλλά επανάσταση σε έναν κόσμο που έχει πακτώσει το συναίσθημα στη ναφθαλίνη.

Γι’ αυτή τη διαδρομή του με την σταρ του αρχαίου δράματος αλλά και για την ακροθιγώς μυθιστορηματική ιστορία της ζωής του μιλήσαμε λίγες ώρες πριν από το (μικρο)επιδαύριο ντεμπούτο του.

Καταρχάς θα ήθελα να μάθω πώς γεννήθηκε η συνεργασία με την Όλια Λαζαρίδου αλλά και πώς προέκυψε η ιδέα γι’ αυτή την παραλογή πάνω στο μύθο των Λαβδακιδών.

Με την Όλια ήρθαμε κοντά τις μέρες ενός ζοφερού καύσωνα. Tότε κάναμε και τις πρώτες κουβέντες για την Αντιγόνη που την αγαπούσε από παλιά και ήθελε με κάποιο τρόπο να την συναντήσει σκηνικά. Της άρεσε ο τρόπος μου και τα παιδικά μου έργα που έχουν ρυθμό και ρίμα. Από εκεί έπιασα το νήμα και άρχισα να τραβάω.

Γιατί ο τίτλος «Θήβα μοναξιά»;

Με κέντρισε από την αρχή η μοναξιά των ηρώων. Όλοι μόνοι τους ήταν. Και ο Κρέοντας και η Αντιγόνη και ο Αίμονας και ο Τειρεσίας. Και πιο μόνη η πόλη εκείνη που έμεινε στο τέλος με τα φαντάσματά της. Έρημη. «Και ποιος δεν ήταν μόνος του εδώ», λέει στο έργο.

«Ο κόσμος είναι ένα θαυμαστό μείγμα από σκατά και διαμάντια. Φαντάζομαι πάντα έτσι θα ήταν. Ο ζόφος συνορεύει με το θαύμα σε κάθε γωνιά».

Ο τίτλος μου ήρθε έτσι όπως συνήθως συναντιέσαι με τα πράγματα. Σαν να τον είδα μπροστά μου. Σαν να έβλεπα μια ταβέρνα στην επαρχιακή οδό. Μια νταλίκα να περνάει από τα διόδια των Οινοφύτων με τη στάμπα ΘΗΒΑ ΜΟΝΑΞΙΑ τυπωμένη στο pvc του. Όπως λέμε Παναγιά Σωτήρα. Παναγιά Βοήθεια. Κακιά Σκάλα. Μικρό Χωριό. Θήβα Μοναξιά, λοιπόν. Όπου το μοναξιά προσπάθησες να το νιώσεις ως επίθετο.

Το γεγονός ότι είχες να διαχειριστείς μάλλον την πιο γνωστή και διαδεδομένη ιστορία της αρχαίας τραγωδίας λειτούργησε ως βοηθητικός ή αποτρεπτικός παράγοντας στη δημιουργία του δικού σου κειμένου;

Αν δεν ήταν αποτρεπτικός δεν θα ήταν και ιδιαίτερα γονιμοποιητικός. Δεν ήταν μόνο η δημοτικότητα του έργου αλλά και το ότι προσωπικά δεν ένιωσα ποτέ κάποια ιδιαίτερη έλξη για τον συγκεκριμένο μύθο.

Από την άλλη εγώ έπρεπε να μπω σε μια μυθική αποθήκη γεμάτη κούτες αιώνων και να δω τι θα κρατήσω τι θα πετάξω. Τι με αφορά και τι δε με αφορά. Με τράβηξαν κυρίως αυτά που δεν ήταν μέσα στις κούτες. Το υλικό εκείνο που ενδεχομένως χάθηκε σε κάποια πυρκαγιά.

© Σίσσυ Μόρφη

Το γεγονός ότι η δική σας παράσταση συνδέεται μάλλον με την πιο viral παράσταση του φετινού φεστιβάλ, εκείνη του Ούλριχ Ράσε διευκόλυνε ή δυσκόλεψε τη δημιουργική διαδικασία;

Δεν μπορώ να πως με απασχόλησε ιδιαίτερα. Ή ίσως δεν έδωσα πολλή σημασία για να μην κομπλάρω. Εγώ το μόνο που έκανα ήταν να ψάξω σε ποιο σημείο του χώματος ήταν από κάτω νερό. Από που θα αντλούσα για να χτίσω κάτι που πρώτος εγώ το θεωρώ στέρεο για να έχω μετά την απαίτηση να στεγάσει και άλλους χωρίς να πέσει το ταβάνι στα κεφάλια τους με το πρώτο τράνταγμα. Ένα οικοδόμημα από αλήθεια.

Τι συναισθήματα θα έλεγες πως τρέφεις για την Αντιγόνη; Την θαυμάζεις; Την συμπονάς; Την καταλαβαίνεις;

Η Αντιγόνη είναι τόσο comme il faut που με απωθεί. Καταλαβαίνω αυτό που θα έπρεπε να νιώσω μπροστά στον ηρωισμό της και την ηθική της ακεραιότητα κι αυτό ξυπνάει μέσα μου ένστικτα αντίστασης.

«Γιατί γράφω; Κυρίως με δικαιολογεί πάνω στη γη. Έχω κάτι πειστικό να απαντάω στο ερώτημα τι κάνω εδώ;».

Γι’ αυτό και βάζω τον Αίμονα να λέει πως είναι ώρες-ώρες ανυπόφορη. Γι’ αυτό και ψάχνω την τρυφερότητα του Κρέοντα σε νεαρή ηλικία. Γι’ αυτό και αφήνω να εννοηθεί πως μπορεί να γέρασε ήσυχα σ’ ένα χωριό. Να την αλαφρύνω λίγο από το βαρύ παλτό του μάρτυρα. Όταν κάτι γυαλίζει τόσο πολύ σε προκαλεί να ρίξεις πάνω του λίγη σκόνη.

Θυμάσαι την πρώτη φορά που διάβασες ή που είδες κάποιο ανέβασμα της «Αντιγόνης»;

Τη διάβασα και τη διδάχτηκα στο σχολείο θυμάμαι με το κέφι ενός μελλοθάνατου λόγω φιλολόγου μούμιας. Με εκείνο το «Ὦ κοινὸν αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα», να μας κυνηγάει σαν αρχαία κατάρα και τιμωρία προγονική. Μετάφραση Γρυπάρη.

«Η Αντιγόνη είναι τόσο comme il faut που με απωθεί. Καταλαβαίνω αυτό που θα έπρεπε να νιώσω μπροστά στον ηρωισμό της και την ηθική της ακεραιότητα κι αυτό ξυπνάει μέσα μου ένστικτα αντίστασης».

Μετά ηχογραφούσα τα χορικά της με αυτοσχέδια μουσική τυλιγμένος σεντόνια. Η αδερφή μου ακόμα με κοροϊδεύει ως μάρτυρας αμείλικτη κάθε γελοιότητας της νιότης μου. Ήταν η εποχή που ήθελα να γίνω ηθοποιός. Την είδα μια και μοναδική φορά κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στην Αγγλία και έφυγα από το θέατρο βρίζοντας. Είχαν όλα συρρικνωθεί σε μια συνθήκη σαπουνόπερας.

Σήμερα βέβαια αν το έβλεπα μπορεί και να διασκέδαζα. Τότε με «θήλαζαν» ακόμα η Παξινού και άλλα φαντάσματα.

Τι έχει να πει ή να υπενθυμίσει στο εδώ και στο τώρα η Αντιγόνη; Εννοώ σε έναν κόσμο που φαίνεται πως τα έχει δει όλα και τα έχει απομυθοποιήσει όλα.

Πως αν δεν ζήσεις την ζωή σου σε γαλήνη με τον εαυτό σου δεν έχει και πολύ νόημα να ξυπνάς το πρωί. Πρέπει να χωράς στο δέρμα σου.

© Σίσσυ Μόρφη

Υποθέτω ότι ως συγγραφέας θα πρέπει να παρατηρείς αρκετά τον κόσμο. Να βλέπεις λεπτομέρειες που ίσως διαφεύγουν στους περισσότερους. Αλήθεια, τι σε εντυπωσιάζει ή σε ενθουσιάζει ή σε τρομάζει εκεί έξω;

Αυτό μου μοιάζει ως μια ομολογία διανοητικής ανωτερότητας που δεν την πιστεύω. Όλοι βλέπουμε και όλοι παρατηρούμε απλά εγώ ό,τι βλέπω και ό,τι παρατηρώ μου τα αφηγούμαι εσωτερικά. Μου τα γράφω και μου τα διαβάζω την ώρα που συμβαίνουν. Δηλαδή έχω μέσα μου ένα στενογράφο όπως στα δικαστήρια που κρατάει τα πρακτικά της κάθε στιγμής μου μέσα στη μέρα και τη νύχτα. Και αυτό είναι εξαντλητικό.

Ο κόσμος είναι ένα θαυμαστό μείγμα από σκατά και διαμάντια. Φαντάζομαι πάντα έτσι θα ήταν. Ο ζόφος συνορεύει με το θαύμα σε κάθε γωνιά. Πολλές φορές το πέρασμα από το ένα στο άλλο είναι ακαριαίο. Για να τη βγάλεις καθαρή πρέπει να μάθεις ποιες μάχες αξίζει να δώσεις και ποιες όχι. Πρέπει να φτιάξεις μικρόκοσμους. Να θωρακιστείς με πράγματα επουλωτικά. Και να βρεις δυο-τρεις ανθρώπους να καταλαβαίνετε το ίδιο πράγμα. Συνένοχους σε ένα νόημα κοινό.

«Για την παράσταση έπρεπε να μπω σε μια μυθική αποθήκη γεμάτη κούτες αιώνων και να δω τι θα κρατήσω τι θα πετάξω. Με τράβηξαν κυρίως αυτά που δεν ήταν μέσα στις κούτες. Το υλικό που ενδεχομένως χάθηκε σε κάποια πυρκαγιά».

Πότε ξεκίνησες να γράφεις; Θυμάσαι την πρώτη φορά που κατέγραψες κάτι στο χαρτί;

Έγραφα από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Μια έκθεσή μου για ένα άσπρο άλογο είχε αναρτηθεί στον τοίχο της τάξης ως «υπόδειγμα» γραφής (μάλλον φαντασίας). Μετά μεταναστεύσαμε στην Αυστραλία. Έγινα αγράμματος μέσα σε 24 ώρες. Τα ελληνικά μου ήταν άχρηστα πια. Θυμάμαι τον σωματικό πόνο του να μην μπορείς να μιλήσεις μια γλώσσα.

Βέβαια μετά από λίγα χρόνια εκεί, στην 5η Δημοτικού, το σχολείο μου με έστελνε παρέα με ένα άλλο κορίτσι (την Κάρεν) με ειδικό λεωφορείο σε Σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής στη Μελβούρνη. Είδαν κάτι και σκέφτηκαν πως αξίζει να καλλιεργηθεί.

Αλήθεια, γιατί γράφεις; Τι είναι εκείνο που σε κινητοποιεί;

Κυρίως με δικαιολογεί πάνω στη γη. Έχω κάτι πειστικό να απαντάω στο ερώτημα «τι κάνω εδώ;». Με κάνει να μου αρέσω λίγο παραπάνω. Με αποζημιώνει για την προβληματική σχέση που έχω με το σώμα μου.

© Σίσσυ Μόρφη

Συχνά μοιράζεσαι ιστορίες σου στα κοινωνικά δίκτυα. Είναι η ανάγκη σου να εκφραστείς; Προσπάθεια να επικοινωνήσεις και να συνδεθείς; Είναι ίσως τρόπος να κάνεις μάρκετινγκ του εαυτού σου;

Γιατί δεν μπορεί να είναι όλα μαζί; Η online παρουσία μου είναι μια παρουσία λόγου. Διατηρώ ένα ας πούμε blog. Ένα ψηφιακό ημερολόγιο. Γράφω πολλές φορές παρορμητικά και πολλές φορές αυτοκαταστροφικά. Έχω εξομολογηθεί πράγματα δημοσίως που δεν ξέρουν οι πιο κοντινοί μου άνθρωποι.

«Για να τη βγάλεις καθαρή πρέπει να μάθεις ποιες μάχες αξίζει να δώσεις και ποιες όχι. Πρέπει να φτιάξεις μικρόκοσμους. Να θωρακιστείς με πράγματα επουλωτικά».

Όλο αυτό ξεκίνησε για μένα πολύ αργά σε σχέση με το μπαμ των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Το 2019 νομίζω. Γύρισα μετά από σχεδόν δέκα χρόνια απουσίας στο εξωτερικό και έπεσα πάνω στις καραντίνες. Η μοναξιά μου ήταν αβάσταχτη και η ανάγκη να συνδεθώ με τους συγχρόνους μου σχεδόν πονούσε. Λειτούργησα ενστικτωδώς. Πολλές φορές υπερβολικά συναισθηματικά. Με τον τρόπο ενός ξελιγωμένου μπροστά σε ένα χριστουγεννιάτικου μπουφέ. Δηλαδή είχα σαράντα χρόνια πράγματα στοιβαγμένα που ήθελα να ξεφορτωθώ.

Τώρα προσπαθώ να γράφω πιο αποστασιοποιημένα. Να προβάλω κυρίως τα βιβλία και τα έργα μου. Στα κοινωνικά δίκτυα πάντως εγώ βρήκα ένα βήμα που δεν μου έδωσε ποτέ κανείς.

Γεννήθηκες στην Ελλάδα, μεγάλωσες στην Αυστραλία, αργότερα έζησες στην Αγγλία και στη Μέση Ανατολή. Πού θα έλεγες ότι βρίσκεις ή νιώθεις το σπίτι σου;

Σπίτι μου νιώθω την Αθήνα.

© Σίσσυ Μόρφη

Τι θα έλεγες ότι υπερισχύει στα κείμενά σου; Οι προσωπικές αναφορές και καταθέσεις (έστω καμουφλαρισμένες) ή η φαντασία και η επινόηση;

Τα βιβλία μου είναι προϊόντα καθαρόαιμης επινόησης. Τόσο το «Μικρή εγκυκλοπαίδεια του θανάτου» όσο και το «Γράμματα στην Παναγία» είναι έργα βασισμένα σε ένα μυθοπλαστικό εύρημα που με ενδιέφερε να μην έχει και ανάλογο τόσο εδώ όσο και στο εξωτερικό (απ’ όσο δηλαδή μπορούσα να ψάξω). Το ίδιο και τα παιδικά μου έργα.

Στη διαδικτυακή μου παρουσία ως ένα βαθμό αυτοβιογραφούμαι σε χρόνο ενεστώτα. Γι’ αυτό και κάποια κείμενα αν δεν τα ανεβάσω την ώρα που «συμβαίνουν» τα πετάω στον κάδο. Δεν έχει νόημα μετά.

Υπάρχει κάποια μικρή ιεροτελεστία που ακολουθείς όταν γράφεις;

Θέλω να είναι πρωί. Θέλω να είναι πολύ νωρίς. Πριν ξυπνήσει ο κόσμος. Θέλω να νιώθω πως είμαι ελεύθερος να γίνω αυτό που είμαι. Ή τουλάχιστον να το προσπαθήσω.

Info: «Θήβα Μοναξιά» του Κυριάκου Χαρίτου σε σκηνοθεσία Όλιας Λαζαρίδου. Στις 4 & 5 Ιουλίου στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου.