Στην ταινία του Λουίς Μπουνιουέλ «Το φάντασμα της ελευθερίας» υπάρχει μια σουρεαλιστική σκηνή (εντάξει, υπάρχουν πολλές σουρεαλιστικές σκηνές, άλλα μία είναι από τις πιο εμβληματικές στην ιστορία του κινηματογράφου): μια παρέα αστών μαζεύεται σε ένα σαλόνι όπου αντί για καρέκλες υπάρχουν λεκάνες τουαλέτας, έτοιμες προς χρήση. Και όταν κάποιος ή κάποια από την παρέα πεινάσει, ανεβαίνει στα «ιδιαίτερα», όπου ένα μικρό δωμάτιο προσφέρει ένα γεύμα στα κρυφά, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα.

Αυτό που θέλει να δείξει ο μεγάλος σκηνοθέτης είναι νομίζω σαφές. Το τι είθισται να αποτελεί ένα τυπικό κοινωνικής τελετουργίας είναι αυθαίρετο. Το τι αποτελεί ταμπού είναι εξίσου αυθαίρετο. Και κάποιες φορές αυτά τα δύο λειτουργούν συμπληρωματικά: χωρίς κάποιο ταμπού, ενδέχεται οι κοινωνικές τελετουργίες να έχαναν το νόημά τους.

Το ότι το φαγητό είναι η πιο επενδυμένη κοινωνικά ανθρώπινη ανάγκη είναι μάλλον αναμφισβήτητο. Σε αντίθεση, π.χ., με το πέρας της διαδικασίας της πέψης, όπως παραστατικά έδειξε ο Μπουνιουέλ, η αρχή της έχει μια ξεχωριστή θέση σε όλους τους πολιτισμούς. Και είναι τόσο δεδομένο αυτό, που συχνά δεν παίρνουμε υπόψη τις μεταλλάξεις που υφίσταται η κοινωνική οργάνωση της κατανάλωσης φαγητού.

Αφορμή για αυτές μου τις σκέψεις το γεγονός ότι ήταν μια μέρα σαν αυτή, το μακρινό 1792 που πέθανε ο Τζον Μόνταγκιου, πολιτικός, εφευρέτης και εξερευνητής, 4ος κόμης του Σάντουιτς. Κατά τον αστικό μύθο, ο κόμης του Σάντουιτς είχε επινοήσει το ομώνυμο σνακ: μανιώδης χαρτοπαίκτης όπως ήταν, δεν άντεχε τα διαλείμματα από την αγαπημένη του δραστηριότητα. Έτσι προσάρμοσε τη διατροφή του ως παράπλευρη δραστηριότητα στην κύρια, που ήταν η χαρτοπαιξία.

Σήμερα δύσκολα θα μπορούσαμε να φανταστούμε τη ζωή μας χωρίς τα σάντουιτς. Δύσκολα θα μπορούσαμε να φανταστούμε τη ζωή μας χωρίς τα ενδιάμεσα στα γεύματα σνακ. Είτε επειδή βολεύουν στον έντονο ρυθμό της καθημερινότητας είτε επειδή αποτελούν μέρος ενός διατροφικού προγράμματος, τα γρήγορα και μικρά γεύματα είναι συνυφασμένα με τη σύγχρονη ζωή. Κάτι που δύσκολα μπορούμε να πούμε για τα μακράς διάρκειας, με εναλλαγές πολλών διαφορετικών φαγητών ιεροτελεστικά γεύματα σε στρωμένο τραπέζι. Αυτά αποτελούν εξαιρετικότητα φυλαγμένη για κάποια ιδιαίτερη περίσταση – από το μάζεμα της ευρύτερης οικογένειας τις Κυριακές και τις γιορτές, έως ένα ιδιαίτερο ραντεβού με κάποιο πρόσωπο που βρίσκεται υψηλά στην κλίμακα του ρομαντισμού.

Και όμως, αρκεί να πάμε λίγα χρόνια πίσω – έστω μερικές δεκαετίες – για να διαπιστώσουμε ότι η συνήθεια του οικογενειακού φαγητού ήταν ο κανόνας. Έπρεπε να αλλάξει τόσο η οικογένεια ως θεσμός, όσο και η οικονομική διαρρύθμιση της ζωής, που θέτει την εργασία στο προσκήνιο, για να απομαγευτεί η όλη διαδικασία. Όταν το άγχος της βιοπάλης – για μας, τους/τις εξαρτημένους/ες από τον μισθό μας – γίνεται τρόπος ζωής, το γεύμα μετατρέπεται σε μια γρήγορη ανάπαυλα από τη δουλειά, στην οποία και θα επιστρέψουμε το ταχύτερο δυνατό: σαν τους ήρωες του Μπουνιουέλ, που ανεβαίνουν στο δωματιάκι τους για το «ταμπού» του φαγητού και μετά σπεύδουν να γυρίσουν στις λεκάνες τους.

Ποιο να είναι άραγε το μέλλον; Ποια εξέλιξη μας περιμένει; Άδηλο. Ίσως σε κάποιες δεκαετίες να τρεφόμαστε ακόμα πιο γρήγορα, με μια κάψουλα που θα περιέχει όλες τις διατροφικές μας απαιτήσεις. Σενάριο αφενός ελπιδοφόρο, αφού θα γλιτώσουν και τα έρμα τα ζώα που σφάζουμε για να έρθουν στο πιάτο ή το σάντουίτς μας, αφετέρου δυσοίωνο, αφού θα είναι ένας τρόπος να δουλεύουμε απνευστί, χωρίς καν διάλειμμα για φαγητό. Αν βέβαια υπάρχουν ως τότε δουλειές όπως τις ξέρουμε…